Moonlight (3,5/5)
Κοινωνικό δράμα υποψήφιο για 8 Όσκαρ και βραβευμένο με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Barry Jenkins, με τους Trevante Rhodes, Ashton Sanders, Mahershala Ali, Janelle Monae κ.ά., διάρκειας 111 λεπτών, σε διανομή της Seven Films
Μια ζωή σε τρεις πράξεις, αυτή είναι η ιστορία του Chiron, ενός Αφροαμερικανού που ψάχνει τη θέση και το ρόλο του σε έναν κόσμο που δεν ανέχεται αποκλίσεις από τα στερεότυπα και τα καλούπια.
Μια ταινία για την ταυτότητα, τη φυλή και τα στερεότυπα, που ξεπερνά τα στερεότυπα για την ταυτότητα της φυλής της, το Moonlight μπορεί να το δει κανείς ως τη φουλ κινηματογραφική απάντηση σε φορμαλιστικές ακροβασίες δήθεν ντοκιμαντερίστικων οπτικών τύπου Boyhood, που ψάχνουν την αλήθεια της ιστορίας τους σε επιφανειακά gimmicks «πραγματικών» πρωταγωνιστών, αντί να την αναζητούν στο μόνο σημείο που βρίσκεται η αλήθεια της ανθρώπινης φύσης: στα σκοτάδια των μυστικών της. Ιστορία ενηλικίωσης, ιστορία αντίστασης, και ιστορία παράδοσης στις προδιαγεγραμμένες επιταγές μιας κοινωνίας που δεν ανέχεται αποκλίσεις από τα καλούπια που έχει καθορίσει για τα μέλη της, η δεύτερη ταινία του Barry Jenkins θα μπορούσε να έχει εξοβελιστεί στα LGBTQ+ περιθώρια του αμερικανικού indie, αν δεν είχε στην καρδιά της ιστορίας της τόση, μα τόση αλήθεια. Στο επίπεδο της πλοκής, της δομής, του στησίματος αυτής της ιστορίας, το σενάριο του Moonlight μπορεί να μην είναι το πιο κομψό που μπορείς να πετύχεις εκεί έξω, με τα ξαφνικά άλματα στο χρόνο να δίνουν μπόλικη πλαστή ευλυγισία στον Jenkins να διαμορφώσει το μέλλον της αφήγησης, δημιουργώντας όσες τρύπες θέλει στο παρελθόν, ενώ οι προσπάθειές του να προστατεύσει τον χαρακτήρα της μάνας απ’ το να ξωκείλει στο κλισέ, κάνουν τις διάφορες εκλάμψεις ευσυνείδητης γονεϊκής μέριμνας με τις οποίες την εμπλουτίζει, να φαντάζουν το λιγότερο φυτευτές. Ωστόσο, η διακριτική, μινιμαλιστική φωτογραφία με την οποία αναδεικνύει την ποιητική διάσταση της ιστορίας ο James Laxton πίσω από την κάμερα, με neon φωτισμούς και φλούο χρώματα να περιχαρακώνουν το εφιαλτικό σκηνικό μέσα στο οποίο είναι φυλακισμένος να μεγαλώνει ο ήρωάς του, ενισχύουν την αίσθηση ενός στιβαρού αφηγηματικού σύμπαντος, μέσα στο οποίο χτυπιέται σα το μπαλάκι του φλίπερ ο ήρωας του Jenkins.
Μειονότητα μιας μειονότητας μέσα στη μειονότητα, ο χαρακτήρας που ενσαρκώνουν με τις υπνωτιστικές τους ερμηνείες οι τρεις ερμηνευτές του Jenkins (με προεξέχοντα τον στοιχειωτικό Trevante Rhodes, που άξιζε την οσκαρική υποψηφιότητα πολύ περισσότερο απ’ τον διεκπαιρεωτικό Mahershala Ali), είναι ενας καχεκτικός, ευαίσθητος, παθητικός χαμένος μέσα στην αδυναμία του να βρει μια θέση σ’ έναν κόσμο που δεν δείχνει να ‘χει άλλον σαν κι αυτόν για να ταιριάξουν. Ένας παρίας σ’ έναν κόσμο αποξένωσης, στα χέρια του (μόλις δευτεροεμφανιζόμενου) Jenkins γίνεται το νυστέρι μιας βαθιάς, καυστικής τομής σε μια κοινωνία που, για να σηκώσει κεφάλι απέναντι στα στερεότυπα που της είχαν επιβάλλει (του σκλάβου, του δούλου, του υποτακτικού), δημιούργησε κι επέβαλε στα μέλη της τα δικά της στερεότυπα αντίστασης: του σκληρού, επιθετικού, ανυπόταχτου, αδιαπέραστου από συναισθηματισμούς άντρα, που προβάλει την κτηνώδη πλευρά, τα ζωώδη ένστικά του, ως αδιαπραγμάτευτα χαρακτηριστικά της φύσης του, προκειμένου να επιβιώσει στη ζούγκλα της ζωής του, την άγρια ερημιά της αμερικανικής δυσανεξίας στη διαφορετικότητα. Μόνο που, όπως συμβαίνει με όλες τις ασθένειες της ανθρώπινης φύσης, έτσι και μ’ ετούτη εδώ, ανεξαρτήτως χρώματος, δέρματος, και γεωγραφικής τοποθεσίας, η δυσανεξία γεννά κι άλλη δυσανεξία, το μίσος κι άλλο μίσος, η απέχθεια καινούρια απέχθεια, μέχρι που κανείς να μην μπορεί να βρει μια θέση δίπλα σε κανέναν άλλο, γιατί κανείς δεν είναι ποτέ στ’ αλήθεια ίδιος με κανέναν άλλο. Κι ως γνωστόν, σε έναν κόσμο περιχαρακώσεων, ο Άλλος είναι αυτόματα ο μεγαλύτερος εχθρός.
Jackie (2,5/5)
Βιογραφικό δράμα υποψήφιο για 3 Όσκαρ και για βραβεύμενο για Καλύτερο Σενάριο στο Φεστιβάλ Βενετίας, σε σκηνοθεσία του Pablo Larrain και σενάριο του Noah Oppenheim, με τους Natalie Portman, Billy Crudup, Peter Sarsgaard και Greta Gerwig, διάρκειας 100 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment
Στον κόσμο αρέσει να πιστεύει στα παραμύθια, και μετά την δολοφονία του JFK, ο κλήρος έπεσε στην Jackie να γράψει με χρυσά γράμματα το δραματικό φινάλε μιας ιστορίας που ξεκίνησε γεμάτη ελπίδες και κατέληξε γεμάτη δάκρια και αίμα: την ιστορία του Camelot.
Προσεγγίζοντας τη φόρμουλα της βιογραφικής ταινίας με τη βαριοπούλα του ντεστρουκτουραλισμού στο χέρι, ο Pablo Larrain στο πρώτο του αγγλόφωνο project επιχειρεί όχι απλώς δυναμικό μπάσιμο, αλλά σχεδόν εκρηκτικό ριφιφί στο Hollywood, αφού βάζει στόχο να αποδομήσει όχι μόνο την φόρμα της βιογραφικής ταινίας (που άλλο είδος πιο κοντά στην καρδιά του θείου Όσκαρ δεν έχει υπάρξει), αλλά και την εικόνα μιας απ’ τις πιο αγαπητές φιγούρες της αμερικανικής εικονογραφίας: αυτήν της Πρώτης Κυρίας των Πρώτων Κυριών, της Jackie Kennedy (πριν γίνει Ωνάση). Προσεγγίζοντας ένα πρόσωπο του οποίο το μεδούλι της ύπαρξης της ίδιας αποτελεί μια σπουδή στο θόλωμα των ορίων ανάμεσα στην δημόσια εικόνα και την ιδιωτική πραγματικότητα, ο Larain επιχειρεί να ξεγυμνώσει μια ψυχοσύνθεση ντυμένη με πολλαπλά επίπεδα επανεφεύρεσης του εαυτού της, χρησιμοποιώντας για κερκόπορτα την ίσως πιο αδύναμη στιγμή ολόκληρής της της ζωής.
Αποφεύγοντας του σενσεσιοναλισμούς, αλλά χωρίς να θέλει να χάσει την συναισθηματική αβάντα που προσφέρει η σοκαριστική δολοφονία των ελπίδων της προοδευτικής Αμερικής για ένα προοδευτικότερο μέλλον, ο πολυβραβευμένος Χιλιανός σκηνοθέτης του El Club (2015) και του No (2012) εντοπίζει την ηρωίδα του στιγμές μετά τη στιγμή που άλλαξε όχι μόνο της δική της ζωή, αλλά πιθανότατα και τον ρου της Ιστορίας ολόκληρης, και κλειδώνει την κάμερα πάνω της, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια πρισματική εκδοχή της βιογραφικής αφήγησης: με αφηγηματικά νήματα να ξετυλίγονται δεξιά κι αριστερά απ’ τη μέρα που βρέθηκε να κρατάει το άψυχο σώμα του JFK στην αγκάλη της, και με το εύρημα μιας φιξιόν συνέντευξης που δεν δόθηκε ποτέ, ως κινηματογραφική του αφετηρία, το φιλόδοξο εγχείρημα του Larain προδίδεται κατ’ αρχάς απ’ την πρωταγωνίστριά του.
Η Natalie Portman, που για αποστολή της είχε να μας οδηγήσει πίσω απ’ το κατασκεύασμα που ήταν η δημόσια εικόνα της Τζάκι, και να μάς δείξει τον άνθρωπο που αποφάσισε ότι θα γίνει αυτό το κατασκεύασμα, δεν καταφέρνει ούτε κι η ίδια να βρει το θήραμά της, και παραδίδει μια απ’ τις πιο δύσκαμπτες ερμηνείες της καριέρας της, περιορίζοντας την προσέγγισή της σε ρεσιτάλ εκλεπτυσμένης μούτας και φτιασιδωμένης μίμησης. Παρά την ανεπάρκεια της Portman ωστόσο, το πρόβλημά του Larain είναι κυρίως τονικό, με την αφασική συμπεριφορά που είναι εύλογη κι ευπρόσδεκτη στην κεντρική του ηρωίδα, να εκβάλει και στην ίδια την αφήγηση, με συνέπειες πολύ πιο σοβαρές, αφού εκφυλίζει κάθε υπόσχεση ιντριγκαδόρικης ψυχολογικής αποκάλυψης, σε ξενερωτικές και άκαρπες (μολονότι πανέμορφης αισθητικές) στιλιστικές ασκήσεις μινιμαλισμού. Την μινιμαλιστική πρόθεση του σκηνοθέτη ωστόσο, πραγματώνει απείρως πιο εύστοχα η Mica Levi στη μουσική μπάντα της ταινίας, αντλώντας έμπνευση απ’ τις προσεγγίσεις του Johnny Greenwood στην έννοια της μουσικής επένδυσης, για να παραδώσει ένα soundtrack που μπορεί να μην είναι το πιο ευχάριστο στην stand alone ακρόαση, αλλά ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά των τελευταίων ετών σίγουρα, κι ανεβάζει την ίδια την ταινία δυο-τρία επίπεδα τουλάχιστον.
Split / Διχασμένος (2/5)
Θρίλερ μυστηρίου σε σκηνοθεσία και σενάριο M. Night Shyamalan, με τους James McAvoy, James McAvoy, James McAvoy και κάτι άλλους, διάρκειας 117 λεπτών, σε διανομή της UIP
Τρία κοριτσόπουλα κλειδωμένα σ’ ένα δωμάτιο, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τον ψυχοπαθή απαγωγέα τους και τις 23 διαφορετικές προσωπικότητές του, κάποιες εκ των οποίων μπορεί και να τους φανούν χρήσιμες, μπας και δραπετεύσουν προτού απελευθερωθεί η 24η και πιο ολέθριά του πτυχή.
Πλασαρισμένο ως η μεγάλη επιστροφή του M. Night Shyamalan, το Split είναι άλλο ένα μεγάλο στοίχημα επαναφοράς για το wunderkind του σινεμά είδους, που άφησε άφωνο το παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα με την 6η Αίσθηση / The Sixth Sense (1999), υπέγραψε το αριστούργημά του με τον Άφθαρτο / Unbreakable (2000), στιγματίστηκε ως απατεώνας με τα Οιωνός / Signs (2002) και Το Χωριό / The Village (2004), κι έκτοτε πάει από αποτυχία σε δυστύχημα. Δυστυχώς τα νέα δεν είναι πολύ ευχάριστα, με ετούτη τη νέα του επιστροφή να είναι μεν δυο κλάσεις πιο πάνω απ’ τις αχνιστές βραστές πατάτες που ήταν οι δυο τελευταίες του ταινίες, δείχνει όμως κι αυτή πως ο πάλαι ποτέ μαέστρος του σύγχρονου σασπένς, έχει πια χάσει εντελώς το άγγιγμα που μετέτρεπε σε υποβλητικές εμπειρίες ακόμη και σεναριακές πανωλεθρίες σαν τα The Happening / Το Συμβάν (2008) και Lady in the Water (2006). Σ’ ετούτη την διχασμένη ανάμεσα στην ένταση του μυστηρίου και του υπερφυσικού απόπειρά του για σασπένς, δεν μπορεί καν να δημιουργήσει, πολλώ δε μάλλον να διαχειριστεί ατμόσφαιρα ικανή να συντηρήσει το χτίσιμο της ταινίας απ’ το ξεκίνημα της σταδιακής αποκάλυψης του χαρακτήρα, μέχρι την τελική σεναριακή του έκρηξη. Κάπως έτσι μένει έκθετος κι ο James McAvoy, που ενώ θα μπορούσε να βυθίσει τα δόντια του σε έναν χαρακτήρα – πρόκληση, ιδανικό για να απλώσει το ερμηνευτικό του φάσμα, ξεδιπλώνεται περισσότερο σαν ένα αμάγαλμα αμήχανων στιγμών συνάντησης του ηθοποιού με το γκροτέσκο, σε μια ταινία που προσπαθεί να πετύχει πολύ περισσότερα απ’ όσα είναι: μια όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη απόπειρα ψυχολογικού θρίλερ, της οποίας την ένταση ο Shyamalan αποπειράται να εδραιώσει σε όχι ιδιαίτερα σταθερά θεμέλια. Ανεκμετάλλευτη φεύγει και η πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα για το πώς ο νους, η προσωπικότητα, κι εν τέλει η ψυχολογία μπορούν να διαμορφώσουν το σώμα ενός ανθρώπου –κάτι που ισχύει και σε πολύ πιο πρακτικό επίπεδο από το πλήρως μεταφυσικό στο οποίο το εξερευνά ο Shyamalan προκειμένου να χτίσει το κομικίστικο υπόβαθρο της ιδέας του–, ενώ όταν φτάνει πια η ώρα για την τελική του αποκάλυψη, η έκρηξη του σεναρίου του προκύπτει αδέξια κι αντικλιμακτική. Τουλάχιστον, ωστόσο, προσφέρει ένα φινάλε που θα έχει τους fans του Shyamalan (και δη της καλύτερης απ’ τις πρώτες του ταινίες) να στριγκλίζουν με ενθουσιασμό στη σκέψη ενός ενδεχόμενου sequel, στην κατεύθυνση που καθαρά ορίζει ο σκηνοθέτης με το αποχαιρετιστήριό του κλείσιμο του ματιού.
Επίσης στις αίθουσες:
Resident Evil: The Final Chapter / Το Τελευταίο Κεφάλαιο
Η σέξι πιστολέρο που εξακολουθεί να προσπαθεί να επιβιώσει στον μετα-Αποκαλυπτικό κόσμο που έχει γεμίσει με τα ζόμπι της Umbrella Corporation, πρέπει να γυρίσει στο Racoon City για να εξουδετερώσει το Hive, κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα έχεις άλλα πέντε κεφάλαια πριν να δεις αυτό εδώ που υποτίθεται θα είναι το τελευταίο, οπότε ξεκίνα από εκεί. Περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία και σενάριο(!) του Paul WS Anderson, με την Milla Jovovich και διάφορους μελοθάνατους, διάρκειας 106 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment
Έξοδος 1826: Δρόμος Χωρίς Επιστροφή / Exodus 1826: A Road of No Return
Η ιστορία των 120 ανδρών από τη Σαμαρίνα Γρεβενών και γύρω χωριών, που έφυγαν απ’ τους τόπους τους και διέσχισαν χιλιόμετρα χωράφια με σημάδια από τρακτέρ και τζιπάρες, για να βοηθήσουν στην έξοδο του Μεσολογγίου το 1826. Περιπέτεια εθνεγερσίας σε σκηνοθεσία και σενάριο του Βασίλη Τσικάρα, με τους Λεωνίδα Κακούρη, Δημήτρη Παπαδόπουλο, Μαρία Ανδρούτσου κ.ά., διάρκειας 96 λεπτών, σε διανομή της New Star
A Dog’s Purpose / Ο Καλύτερος Φίλος μου
Πανέμορφο κι αξιαγάπητο λαμπραντόρ ψάχνει το σκοπό της ύπαρξής μέσα από διαδοχικές ζωές με διαδοχικά αφεντικά, σε ταινία στιγματισμένη απ’ το προωθητικό φιάσκο που προέκυψε όταν διέρρευσε βίντεο κακοποίησης ενός απ’ τα σκυλιά που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια των γυρισμάτων. Δραμεντί ζωοφιλίας σε σκηνοθεσία του Lasse Halstrom και σενάριο των W. Bruce Cameron, Cathryn Michon, Audrey Wells και Maya Forbes, με τους Josh Gad, Dennis Quaid, Peggy Lipton κ.ά., διάρκειας 120 λεπτών, σε διανομή της Odeon