Ξεχάστε τα οργιώδη πάρτι με τους ποταμούς σαμπάνιας και τα βουνά κοκαΐνης. Οι λύκοι της Γουόλ Στριτ ανήκουν στο μακρινό ένδοξο παρελθόν την εποχή που αρκούσε να είσαι οπλισμένος με αλαζονεία και θράσος για να βγαζεις κέρδος με τα λεφτά των άλλων. Κατά τον Roche, οι άρχοντες της παγκόσμιας οικονομίας δεν έχουν πια ούτε την τόλμη ούτε την ηδονοθηρία των παλιών κουρσάρων των χρηματαγορών. Η καθημερινή ζωή τους θυμίζει τον μοναστικό βίο. Τα ψυχρά μπλε κουστούμια τους κρύβουν μια αέναη σειρά από άχαρα εικοσιτετράωρα, όπου κάθε απόλαυση είναι απαγορευμένη ενώ η παραμικρή απροσεξία μπορεί να τους στοιχίσει μια καριέρα που χτίστηκε με υπομονή και επιμονή.
Τα στελέχη προσηλωμένα ευλαβικά σε ένα στόχο το κέρδος, θυμίζουν τους σταχανοβίτες των καιρών που οικοδομούνταν ο υπαρκτός σοσιαλίσμός, μόνο που τους λείπει ο ιδεαλίσμός των προγόνων τους. Αυτοί απλά δουλεύουν χωρίς καμία ηθική ανταμοιβή σαν τους πρώιμους σκαπανείς του καπιταλισμού που αναφέρει ο Βέμπερ στο κλασικό του έργο «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού». Αλλά το δικό τους κέρδος δεν επενδύεται σε πρωτοποριακές τεχνολογίες, απλά χάνεται μέσα στα μονοπάτια των αλγόριθμων που ορίζει η άυλη φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όσο για το χρήμα τους παραμένει συσσωρευμένο σε μετοχές και μόνο κατά περίσταση μετατρέπεται σε ακριβά αυτοκίνητα που τα οδηγούν ελάχιστα ή σε έργα τέχνης που τα απολαμβάνουν για μερικά λεπτά στην εύθραυστη γαλήνη των ακριβών προαστίων.
Φυσικά, το βιβλίο του δεν εξαντλείται μόνο στην περιγραφή της μονότονης και άδειας ζωής των στελεχών. Ο Roche πάντα φιλελεύθερος, υποστηρικτής ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και πάντα θαυμαστής της «δημιουργικής και ατίθασης φυλής των καπιταλιστών» και γνώστης του παιχνιδιού από το 1979 όταν άρχισε τα ρεπορτάζ για τη Γουόλ Στρίτ και το Σίτι αποπειράται για μία ακόμα φορά μία περιπλάνηση στα άδυτα της οικονομικής ολιγαρχίας. Έτσι περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι αφέντες του ληστρικού καπιταλισμού, οι banksters του τίτλου, αντιμετωπίζουν τους περίεργους δημοσιογράφους σαν αυτόν, κάνει μία σύντομη διαδρομή στους φορολογικούς παραδείσους, αποκαλύπτει μερικά νέα σκάνδαλα για να αποδείξει πόσο σαθρό είναι το έδαφος που οικοδομείται η περιβόητη ανάκαμψη, θυμάται και μερικά παλιά, όπως την είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και καταλήγει σε μία χούφτα κανόνες που κατά την άποψη του θα πρέπει να ισχύουν στην παγκόσμια χρηματοοικονομική σφαίρα. Όμως ο Roche δεν μοιάζει με τους υπόλοιπους οικονομικούς αναλυτές που η γραφή τους είναι ένα συνονθύλευμα από αλλόκοτους όρους και σειρές από νούμερα. Σε αντίθεση η γραφή του Βέλγου είναι γοητευτική με μπόλικο σαρδόνιο χιούμορ καθώς σκιαγραφεί τους μελλοντικούς ηγέτες της οικονομίας να πίνουν μπύρες Παρασκευή βράδυ στις αποβάθρες του Σίτι ή τον Ρώσο μεγιστάνα Αμπράμοβιτς να γυμνάζεται μόνος σε μια πολυτελή αίθουσα με μόνη συντροφιά τους Τσετσένους μπράβους του.
Προδημοσίευση
Πάσχουν και οι χρηματοπιστωτές από το burn out;
Ο κύκλος των μεγαλοτραπεζιτών διαιωνίζει λοιπόν τα ήθη και τα έθιμά του. Να αλλάξει; Το πρόβλημα είναι ότι μια νέα επιχειρηματική κουλτούρα έρχεται πάντα από τα πάνω.
Όμως, ένα από τα αίτια αυτής της δυσλειτουργίας στα ανώτατα κλιμάκια είναι απλώς η υπερκόπωση, το «burn out» όπως λένε, αυτό το σύνδρομο εξάντλησης που προέρχεται από το μόνιμο άγχος στη δουλειά.
Το σενάριο επαναλαμβάνεται κάθε δύο μήνες κατά μέσον όρο. Γευματίζω τετ α τετ με έναν από τους πιο πολύτιμους πληροφοριοδότες μου στο Σίτι, έναν από τους γενικούς διευθυντές μιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας. Η συνάντηση γίνεται πάντα στο γραφείο του με πανοραμική θέα. Ανωνυμία εγγυημένη, που επιτρέπει μια συζήτηση για όλα και για όλους.
Το διαιτητικό φαγητό με μεταλλικό νερό για ποτό σερβίρεται στο τραπέζι συνεδριάσεων. Από τη μία η ώρα το μεσημέρι μέχρι τις δυόμισι ακριβώς απαντά χωρίς να δυσανασχετεί για τις ερωτήσεις μου. Αυτή η ωραία διανοητική μηχανή περιγράφει λεπτομερώς πώς τα μεγάλα σκάνδαλα της περιόδου βιώνονται στο εσωτερικό του συστήματος. Ευγενικός με τον προσκεκλημένο του, ο οικοδεσπότης αποφεύγει να κοιτάξει τα μηνύματά του στο τηλέφωνο που είναι δίπλα στο πιάτο του. Αυτή η συνάντηση είναι μία από τις στιγμές του ελεύθερου χρόνου του.
Παρότι μου έχει εμπιστοσύνη, ο συνομιλητής μου δεν θίγει ποτέ υποθέσεις που αφορούν άμεσα τον δικό του οργανισμό. Αρκούμαστε στις γενικότητες. Όπως συμβαίνει συχνά στο Σίτι, η συζήτηση σπανίως υπερβαίνει τα όρια της επαγγελματικής σφαίρας. Ο καθένας κρατά τις αποστάσεις του. Είναι καλύτερα έτσι.
Η φωνή του είναι συχνά κουρασμένη. Τις περισσότερες φορές τον βρίσκω χλωμό, εμφανώς εξαντλημένο. Το ωράριο εργασίας του είναι εξωφρενικό. Σηκώνεται τα χαράματα και επιστρέφει στο σπίτι του πολύ αργά το βράδυ, κατά κανόνα με φακέλους παραμάσχαλα. Ο ετήσιος μέσος όρος ταξιδιών του, με αεροπλάνο ή με το τρένο Eurostar, πρέπει να ξεπερνά εκείνον ενός πιλότου επιβατικού αεροσκάφους. Οφείλει να βάζει ασταμάτητα το ρολόι του στη νεοϋορκέζικη ώρα του πρακτορείου Bloomberg ή στη λονδρέζικη του Reuters. Καθώς είναι υποχρεωμένος να επικοινωνεί ασταμάτητα με πελάτες ολοένα και πιο απαιτητικούς, επιδίδεται μονίμως σε αγώνα δρόμου, ενώ ο σωστός έλεγχος των τραπεζικών δραστηριοτήτων είναι μια επιχείρηση μακράς πνοής, άξια ενός μαραθώνιου.
Πνιγμένος στα μέιλ (τριακόσια με τετρακόσια ημερησίως κατά μέσον όρο), στα γραπτά μηνύματα στο κινητό και σε ένα σωρό αναφορές, ο πληροφοριοδότης μου είναι υποχρεωμένος να εργάζεται και τα Σάββατα, ενώ συχνά περνά τη μισή του Κυριακή στο τηλέφωνο. Ευτυχώς, ο τραπεζίτης διαβάζει γρήγορα. Από τη σβέλτη σιλουέτα του μαντεύεις ότι τρέφεται σπαρτιατικά και κάνει σπορ. Αλλά ελάχιστα επωφελείται από τη διαμονή του στο Λονδίνο, την πιο διεγερτική πόλη στον κόσμο. Οι σπάνιες έξοδοί του για διασκέδαση είναι οικογενειακές. Διαφορετικά, ο επαγγελματίας του Σίτι και η σύζυγός του κινούνται σε διαφορετικούς κόσμους και καταλήγουν στον χωρισμό, όπως συμβαίνει συχνά. Ο προσωπικός πλουτισμός επιτρέπει στην οικογένειά του να ζει απαλλαγμένη από κάθε οικονομική έγνοια. Είναι κάτοχος μιας υπέροχης συλλογής πινάκων ζωγραφικής. Αυτός είναι ο προσωπικός του κήπος.
Φύλακας της καλής φήμης της τράπεζας, ο ενδιαφερόμενος δεν θέλει φυσικά ούτε να ακούσει για υπερβολική ανάληψη ρίσκων. Ωστόσο, αυτό το μήνυμα δεν κατεβαίνει στις αίθουσες χρηματιστηριακών συναλλαγών, στο επίπεδο των υπαξιωματικών και των στρατιωτών που βρίσκονται στα χαρακώματα. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι φοβερά πολύπλοκοι. Η πληροφορία κυκλοφορεί δύσκολα ανάμεσα στα διάφορα κλιμάκια της ιεραρχίας. Γι’ αυτό ακριβώς οι καλές προθέσεις που αποβλέπουν στην επεξεργασία μιας χρηματοπιστωτικής ηθικής παραμένουν συχνότατα νεκρό γράμμα.
Ασφαλώς, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις τα στερεότυπα όταν μιλάς γενικά για ένα επάγγελμα. Απέξω, ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει την όψη ενός μονολιθικού και συμπαγούς χώρου, ενώ πίσω από αυτή τη φαινομενική μονολιθικότητα κινούνται πολλές ξεχωριστές προσωπικότητες. Πάντως, οι άρχοντες του χρήματος έχουν ένα κοινό σημείο: δυσκολεύονται να χαλαρώσουν τη μέγγενη του χρόνου.
Για την αντιμετώπιση του «burn out» οι γιατροί συμβουλεύουν διακοπές προκειμένου να ξαναγεμίσουν οι μπαταρίες. Αλλά οι συμβουλές μπορούν να περιμένουν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας ηλικιωμένος τραπεζίτης δικαιούται τρεις εβδομάδες διακοπές μετ’ αποδοχών τον χρόνο, έναντι πέντε στην Ευρώπη. Ο άνθρωπός μου στο Σίτι παίρνει όλες τις ημέρες των διακοπών που δικαιούται. Αλλά ποιο το όφελος όταν τις περνά ελέγχοντας με μανία τα μέιλ του ή μετέχοντας σε ατέρμονες τηλεσυσκέψεις;
Θυμάμαι, για παράδειγμα, τις οκτώ ημέρες διακοπών που πέρασα το 2009 στις Νήσους Κέιμαν, όμορφο αρχιπέλαγος των Αντιλών (και επιπροσθέτως συμπαθητικός φορολογικός παράδεισος για όσους έχουν τα μέσα!), παρέα με έναν αμερικανό δικηγόρο επιχειρήσεων, με έδρα το Λονδίνο, και τη σύζυγό του. Το ζεύγος είχε ένα υπέροχο εξοχικό από ξύλο στην ατελείωτη παραλία με τη λευκή άμμο και τα διάφανα, ζεστά νερά του Τζορτζ Τάουν, πρωτεύουσας αυτής της αποικίας του βρετανικού Στέμματος, που απέχει 7.000 χιλιόμετρα από το Σίτι.
Ήταν πραγματικό μαρτύριο. Ταξιδεύοντας μία ημέρα με αυτοκίνητο, χρειάστηκε να περάσω την περισσότερη ώρα σιωπηλός, διότι ο οικοδεσπότης μου μετείχε σε μια τηλεσύσκεψη και κραύγαζε συνέχεια στο κινητό του. Συχνά ήμαστε υποχρεωμένοι να διανύουμε μεγάλες αποστάσεις σε αυτό το μικροσκοπικό νησί, για να βρίσκεται κοντά στην κατάλληλη κεραία σύνδεσης. Μετακινιόταν πάντα κουβαλώντας πολλά μπλακμπέρι, που δεν ήταν ποτέ απενεργοποιημένα, έναν φορητό υπολογιστή και ένα iPad. Το σπίτι ήταν μικρό και μας ξυπνούσε κάθε νύχτα στις δύο η ώρα το κουδούνισμα του τηλεφώνου, καθώς, λόγω της διαφοράς ώρας, στο Λονδίνο ήταν μέρα μεσημέρι!
Όταν δεν τηλεφωνούσε, ο φίλος πήγαινε συχνά στα διακοσμημένα με πίνακες αφηρημένης ζωγραφικής γραφεία της τοπικής θυγατρικής της διεθνούς εταιρείας του, που ήταν ειδικευμένη στην εγγραφή hedge funds στο εμπορικό μητρώο των Νήσων. Πίσω από την ειδυλλιακή βιτρίνα του άλλοτε καταφυγίου πειρατών κρύβονται το πέμπτο χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου και οι σύγχρονοι κουρσάροι του, οι off-shore τραπεζίτες. Τα διάφανα νερά και τα αδιαφανή κεφάλαια πάνε συχνά αντάμα. Στη διάρκεια της διαμονής του, ο λαμπρός νομικός έκανε πολλά αεροπορικά ταξίδια μετ’ επιστροφής στη Νέα Υόρκη.
Ετοιμάζοντας το πρωινό –χυμός φρέσκων φρούτων, σιτηρά και γιαούρτι χωρίς θερμίδες–, η γλυκιά σύζυγός του μου διηγήθηκε ότι ο φίλος μου είχε πάρει πρόσφατα μία ημέρα άδεια για να παρευρεθεί στην τελετή απονομής του πανεπιστημιακού πτυχίου στην πρωτότοκη θυγατέρα του. Είχε χάσει το γλέντι λόγω των απανωτών τηλεφωνημάτων. Στο δείπνο η καρέκλα του ήταν άδεια. Ο σκλάβος της δουλειάς πέρασε τη βραδιά στο πάρκινγκ, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί.
Η οικογενειακή ζωή καταβροχθισμένη από τη δουλειά. Οι δουλειές πάνω από όλα. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για να ζεις μέσα σε μια γυάλα, μεγαλοπρεπή και πολύ ευχάριστη σίγουρα, αλλά που δεν παύει να είναι γυάλα.
Το φορτίο αυτής της νοοτροπίας του σταχανοβίτη είναι βαρύ να το κουβαλάς, πόσο μάλλον όταν απαγορεύεται αυστηρά να παραβιάσεις τον χρυσό κανόνα του εμπορικού τραπεζίτη: τη σιωπή. Σε αυτό το επάγγελμα η εχεμύθεια είναι ανεκτίμητη. Η «διαρροή» έχει καταντήσει μόνιμο άγχος. Το να συμβουλευτείς ένα έγγραφο στο αεροπλάνο ή στο τρένο, καθώς και το να σου ξεφύγει κάποιο μυστικό, ισοδυναμούν με επαγγελματική αυτοκτονία.
Την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του κυνηγιού στρατηγικών θέσεων, οι πάντες κατασκοπεύουν τους πάντες. Ο ανταγωνισμός μπορεί να φέρει στο κρεβάτι σου τις ομορφότερες κατασκόπους. Αυτός είναι σίγουρα ο λόγος για τον οποίο στην πρώτη θέση των αεροσκαφών μεγάλων διαδρομών της British Airways τα καθίσματα δεν είναι το ένα δίπλα στο άλλο αλλά αντικριστά. Μετά την απογείωση οι επιβάτες συναγωνίζονται ποιος θα τραβήξει πρώτος το ειδικό πτυσσόμενο χώρισμα που τον απομονώνει από τον γείτονά του. Ακούς την εθιμοτυπική ερώτηση «Δεν σας ενοχλεί, ε;», στην οποία απαντάς διαλέγοντας επιμελώς τις λέξεις: «Καθόλου, αντίθετα». Ο άλλος είναι ένα πεδίο ναρκοθετημένο με διφορούμενα, όπως γνώριζε πολύ καλά ο συνταγματάρχης Μπραμπλ του Αντρέ Μορουά, και γι’ αυτό αποφεύγεις να διασταυρώσεις το βλέμμα του ή να του μιλήσεις.
Άπονη ζωή! Αστειεύομαι, φυσικά. Ή μάλλον μισοαστειεύομαι. Ασφαλώς, οι συνομιλητές μου διάλεξαν τη ζωή που κάνουν. Δεν παύει όμως να είναι αλήθεια ότι το να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα ούτε στους δικούς σου, και να είσαι υποχρεωμένος να ασκείς το επάγγελμά σου κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορεί να έχει βαριές συνέπειες. Παραμονεύει η κατάθλιψη, μία από αυτές τις παρατεταμένες περιόδους που τα βλέπεις όλα μαύρα και αμφιβάλεις για τους πάντες και για τα πάντα!
Ο ξέφρενος ρυθμός του Σίτι κόστισε, για παράδειγμα, τη ζωή σε έναν ασκούμενο του τμήματος συγχωνεύσεων-εξαγορών της Bank of America Merrill Lynch στο Λονδίνο. Ο Μόριτς Έρχαρντ βρέθηκε νεκρός μέσα στο ντους του, τον Σεπτέμβριο του 2013. Είχε πεθάνει από κρίση επιληψίας, που του προκάλεσε η εξάντληση έπειτα από συνεχή παρουσία εβδομήντα δύο ωρών στο γραφείο, η οποία είχε έρθει να προστεθεί στο βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό του, που είχε αποσιωπήσει. Εργασιομανής, ο νεαρός Γερμανός ήλπιζε ότι θα εντυπωσίαζε τους ανωτέρους του και θα προσλαμβανόταν μετά το τέλος των σπουδών του. Ήταν είκοσι ενός ετών.
Οι ασκούμενοι, όπως και οι αρχάριοι αναλυτές και οικονομολόγοι, υπάγονται θεωρητικά στη βρετανική νομοθεσία, η οποία περιορίζει την εργάσιμη εβδομάδα στις 48 ώρες. Όμως, οι τράπεζες του Σκουέαρ Μάιλ βάζουν τους νεοπροσλαμβανομένους να υπογράψουν ένα χαρτί που απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση να τηρήσει αυτόν τον περιορισμό. Οι επίδοξοι τραπεζίτες δέχονται χωρίς δισταγμό αυτούς τους θεωρητικά παράνομους όρους, από φόβο μη χάσουν τη θέση τους με την πρώτη φουρνιά απολύσεων ή μην υπονομεύσουν τη σταδιοδρομία τους. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που δυσανασχετούν. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν.
Η προσφυγή στον διαλογισμό, στη γιόγκα ή σε όποια άλλη άσκηση υπαγόμενη στο ρεύμα mindfulness –«ενσυνειδητότητα»– δεν ταιριάζει στην τραπεζική κουλτούρα. Θεωρείται ομολογία αδυναμίας σε αυτό το ανδροπρεπές και υπερανταγωνιστικό περιβάλλον. Η φιλοσοφία των οπαδών τού «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» απέχει πολλά έτη φωτός από τη σοβαρή και μαχητική εικόνα που θέλουν να προβάλλουν τα ιερά κέντρα του χρηματιστικού καπιταλισμού.
Η διαρκής πίεση που επικρατεί στις αίθουσες συναλλαγών –θα ’λεγες πραγματικές χύτρες ταχύτητας– και ο ανταγωνισμός με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια μεταξύ των χρηματιστών επιδεινώνουν επίσης το κλίμα εχθρότητας και μνησικακίας. Οι επιπλήξεις, οι προσβολές και οι ταπεινώσεις δίνουν συχνά τον ρυθμό στην επιχειρηματική ζωή, με συνέπειες δραματικές ενίοτε.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο