Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι, αναμφισβήτητα, μια σημαντικότατη μορφή της πολιτικής της Ελλάδας. Στην πολύ μακρά πορεία του, για πάνω από έξι δεκαετίες έπαιξε κομβικό ρόλο από πολλές θέσεις (Πρωθυπουργός, Υπουργός, βουλευτής, κλπ.) στα πολλά γυρίσματα της πολυτάραχης Ιστορίας της χώρας, ενώ η πολιτική σκιά του παραμένει έντονη μέσω των λοιπών πολιτευτών της οικογενείας του.
Ο θάνατός του πέρυσι, σε ηλικία 99 ετών, προκάλεσε τον αναμενόμενο ορυμαγδό κειμένων, με τις εξίσου αναμενόμενες πολωτικές κρίσεις. Για να γίνει ο όποιος απολογισμός της πορείας του ανδρός, το πλέον δύσκολο – όπως σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση – είναι το τι ακριβώς θα μπει στο ζύγι, καθώς είναι τόσα πολλά τα δεδομένα, ώστε σχεδόν κανείς δεν μπορεί να έχει πλήρη εποπτεία τους.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς πήρε μια σειρά από συνεντεύξεις-προσωπικές συζητήσεις με τον Μητσοτάκη στο διάστημα 2007-2016, με τον όρο να δημοσιευτούν μετά θάνατον, τις οποίες παρουσιάζει τώρα σε μορφή βιβλίου υπό τον τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια». Ο παρών τόμος ασχολείται με την περίοδο από το 1942 ως το 1974, αν και στη ουσία δεν καλύπτει σχεδόν καθόλου την περίοδο της Χούντας.
Το εγχείρημα, όπως προέκυψε και όπως παρουσιάζεται σε αυτό το βιβλίο, έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν γίνεται να μην ληφθούν σοβαρά υπ’όψιν: α) ο Μητσοτάκης ήταν από 90 έως 98 ετών κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και β) είναι προφανές ότι για να δημιουργήσει ροή και συνοχή, ο Παπαχελάς έχει κάνει συρραφή από τις διάφορες συζητήσεις τους σε αρκετά σημεία.
Με αυτά τα δεδομένα, ο παρών τόμος μας δίνει μια καλή εικόνα του τι πίστευε ο Μητσοτάκης και, ισως περισσότερο, τι ήθελε ο Μητσοτάκης να πιστεύουν οι άλλοι για αυτόν. Σε αυτό βοηθάει και ο Παπαχελάς, ο οποίος, στην εξέλιξή του κειμένου, σχεδόν απουσιάζει, καθώς περιορίζεται μόνο σε πολύ μικρές εισαγωγές στα μικρά κεφάλαια που ακολουθούν χρονολογικά την πορεία του συνεντευξιαζόμενου.
Το μόνο σημείο όπου υπάρχει σαφώς η κρίση του Παπαχελά, είναι στον Πρόλογό του, όπου δηλώνει εντυπωσιασμένος από την παράδοξη ιδιότητά του Μητσοτάκη να είναι ταυτόχρονα «και statesman και τοπάρχης», μια διαπίστωση που όντως συμπυκνώνει άριστα την προσωπικότητά του. Στον ίδιο πρόλογο, υπάρχουν και δύο χαρακτηριστικές ατάκες του πρώην πρωθυπουργού, οι οποίες δεικνύουν το πόσο κατανοούσε τον Έλληνα και την Ιστορία της χώρας, αλλά και ότι πρώτα και πάνω απ’όλα, ήταν πολιτικός, με τις ανάλογες συνέπειες: η μία είναι το «Παιδί μου, κάνε μου τη χάρη, σε αυτή τη χώρα και ειδικά σε αυτή τη γειτονιά, δεν θα ψάχνεις ποτέ τον πάτο. Γιατί δεν ξέρεις ποτέ πόσο βαθύς μπορεί να είναι» και η άλλη είναι το «Τον Μητσοτάκη και να μην τον πιστεύεις πάντα, θα τον ακούς πάντα».
Για τους πολιτικούς, το μόνο απολύτως βέβαιο είναι ότι, λίγο ή πολύ, λένε ψέμματα. Το κάνουν όσο είναι πολιτικοί και σαφέστατα το κάνουν και όταν ασχολούνται με την υστεροφημία τους. Ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να ειναι εξαίρεση. Είναι σαφές δε στο παρόν βιβλίο, ότι δεν έχει καμία διάθεση να απολογηθεί για τίποτα, καθώς δείχνει να θεωρεί ότι είναι δεδομένο ότι στη ζωή του Έλληνα πολιτικού, όλα επιτρέπονται, αφού όλοι τα ίδια κάνουν.
Οπότε, αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι η άποψή που εκφράζει για τα εκάστοτε περιστατικά ή πρόσωπα, αλλά η πλήρης απουσία ανάληψης ευθύνης για οποιαδήποτε πράξη του. Στην κυριολεξία, δεν υπάρχει κανένα σημείο όπου αναλαμβάνει την ευθύνη για τίποτα και πουθενά δεν υπάρχει ούτε ελάχιστη ένδειξη ατομικής αυτοκριτικής. Αυτός τα έλεγε και τα έκανε σωστά, αλλά οι άλλοι είτε δεν καταλάβαιναν είτε είχαν τους λόγους τους να μη γίνει κάτι.
Τα μόνα λάθη που φαίνεται να θεωρεί ότι έχει κάνει είναι ότι δεν ήταν αρκετά φιλόδοξος (!) και ότι έπρεπε να είχε αναλάβει πρωθυπουργός σε τουλάχιστον δύο περιστάσεις (!) πριν την Χούντα! Αυτά δε προς επίρρωση όσων τον θεωρούσαν φιλόδοξο, ενώ αυτός, σαφέστατα δεν είχε καμία φιλοδοξία. Επαλαμβάνει συχνά ότι δεν είχε καμία διάθεση να γίνει πολιτικός και ότι αυτό έτυχε (!) και ότι (παρότι υπήρξε επί 6 δεκαετίες βουλευτής, υπουργός, Πρωθυπουργός) δεν είχε ποτέ πρόβλημα να σταματήσει (!) να είναι πολιτικός, αν αυτό έφερνε η ζωή.
Στην αναπόφευκτη αναφορά για την Αποστασία, ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τίποτα και ότι δεν δέχεται ότι μπορεί να χρηματίστηκαν βουλευτές (αναφέροντας ονομαστικά δύο-τρεις περιπτώσεις), παρότι γνωρίζει ότι ο Νιάρχος έδωσε χρήματα. Πιστεύει δε ότι ο βασικός λόγος που αποστάτησαν κάποιοι ήταν η εξουσία, ήτοι οι υπουργικοί θώκοι, οι οποίοι είναι – κατά τη γνώμη του – μεγάλο δέλεαρ. Ο ίδιος δε, έκανε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τον Γέρο, δεν ήξερε τίποτα για τον Νόβα (σελ 206) και μάλιστα έπεσε από τα σύννεφα όταν ο Νόβας του ειπε ότι έγινε Πρωθυπουργός!
Αναφέρει δε και ένα πραγματικά πρωτότυπο επιχείρημα για το ότι ο λαός ήξερε ότι αυτός ήταν άμεμπτος στο θέμα της Αποστασίας: εκείνες τις μέρες γινόταν μεγάλο συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας και ένα από τα συνθήματα ήταν «Μητσοτάκη Κάθαρμα». Ενώ γινόταν το συλλαλητήριο, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να περάσει ανάμεσα από τους διαδηλωτές για να πάει κάπου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι διαδηλωτές πάγωσαν όταν τον είδαν και τον άφησαν να περάσει, χωρίς π.χ. να τον λιντσάρουν και μετά συνέχισαν να φωνάζουν «Μητσοτάκη Κάθαρμα» (σελ. 220). Άρα, ο λαός ήξερε ότι αυτός δεν σχετιζόταν με την αποστασία! Η φράση του που τα συνοψίζει καλύτερα είναι «όλοι μας ήθελαν κι όλοι μας έφτυναν» (σελ. 241).
Είναι σαφές στο παρόν βιβλίο, ότι δεν έχει καμία διάθεση να απολογηθεί για τίποτα, καθώς δείχνει να θεωρεί ότι είναι δεδομένο ότι στη ζωή του Έλληνα πολιτικού, όλα επιτρέπονται, αφού όλοι τα ίδια κάνουν.
Φυσικά, ενδιαφέρον έχουν και οι διάφορες κρίσεις που κάνει για τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Όπως το ότι ο Καραμανλής ήταν σοσιαλιστικών απόψεων λόγω καταγωγής και ήταν ενάντια στο κεφάλαιο, ότι δεν έκανε καμία θυσία (σελ. 287) και αν δεν έφευγε το 1963, δεν θα γινόταν η Χούντα (σελ. 135) και ότι για τη Χούντα φταίει ο Κανελλόπουλος με τη γελοία πολιτική του (σελ. 190) και ότι η Χούντα έγινε από πολιτικό λάθος (σελ. 291). Ή ότι η Κυβέρνηση ανετράπη για να κάνει τη δική της δικτατορία η Δεξία (σελ. 281). Ή ότι με το Νόβα υπήρξε «μικρή εκτροπή» (σελ. 226) και ότι ο Κωνσταντίνος φταίει για τον Νόβα. Ή ότι για την ανατροπή του Στεφανόπουλου φταίει ο Νιάρχος (σελ. 286). Ή ότι οι εκλογές «βίας και νοθείας» ήταν ένα γεγονός, αλλά όχι στο βαθμό που θεωρεί ο κόσμος και ότι έτσι κι αλλιώς το γνώριζαν όλοι από πριν, αλλά προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν (σελ. 116).
Για τον Γέρο, τη μία τον θεωρεί έξυπνο και ικανό πολιτικό και την άλλη λέει ότι δεν πολυκαταλάβαινε. Για τον Ανδρέα, λέει ότι συμπεριφέρθηκε αισχρά στον πατέρα του και τον ενδιέφερε μόνο ο εαυτός του.
Για το θέμα της Κύπρου, αναφέρει ότι είχε αναλάβει – ερήμην του Μακάριου – μυστικές συνομιλίες με τους Τούρκους, οι οποίοι αποδέχονταν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά σταμάτησαν τα πάντα όταν ανέλαβε η Χούντα, διότι οι Τούρκοι δεν ήθελαν να διαπραγματευούν με μια Χούντα.
Ένα από τα πιο χαριτωμένα και ενδεικτικά σημεία είναι οι αναφορές του στο ρουσφέτι, το οποίο δεν είναι και ό,τι καλυτερο, αλλά «δεν είναι και έγκλημα» και «εγώ έκανα τα περισσότερα». Επίσης, «εγώ έκανα πολιτική παροχών» με τα λεφτά που είχε μαζέψει ο Καραμανλής (σελ. 127), με στόχο να κερδίσουμε τις εκλογές (σελ. 138).
Ο Α’ τόμος του «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια» είναι σίγουρα ένα βιβλίο με ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί την τελευταία παρακαταθήκη του μακροβιότερου πολιτικού της χώρας. Όμως μοιάζει και με ευκαιρία που χάθηκε, καθώς τόσο ο δημοσιογράφος όσο και ο βιογραφούμενος θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει ένα πραγματικό απόσταγμα γνώσης και εμπειριών που θα ήταν ένα μάθημα πολιτικής για μια χώρα που μαστίζεται επί αιώνες ακριβώς από την έλλειψη πολιτικής.