«Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική, μου έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. “Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι”, έλεγε το σημείωμα, “να ’χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου”. Ήταν γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκραντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: “Κομμουνιστικό κορόϊδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου”».
Το απόσμασπα είναι από το «Αγοράζοντας τον Λένιν», ένα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο «Ανατολικά της Δύσης» με το οποίο μας συστήθηκε – προ διετίας – ο Βούλγαρος Μίροσλαβ Πενκόφ. Στο νέο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις προσεγμένες εκδόσεις Αντίποδες, η ιδέα αυτή εξελίσσεται σε ένα μυθιστόρημα.
Ένας μεταπτυχιακός φοιτητής επιστρέφει από τις ΗΠΑ σε ένα χωριό στη Βουλγαρία για να πουλήσει τα χωράφια που έχει κληρονομήσει, ώστε να αποπληρώσει το φοιτητικό δάνειό του και για να βρει τον παππού του, τον οποίο έχει να δει από παιδί. Εκεί, στο τριεθνές Βουλγαρίας-Ελλάδας-Τουρκίας, θα βρεθεί σε μια πραγματικότητα ξεχασμένη, όπου ο χρόνος έχει μείνει κολλημένος και το παρελθόν πολεμάει το μέλλον.
Έχοντας μόνο ακούσει ιστορίες για τον παππού του, έχει σχηματίσει μια μυθική εικόνα για τον διάσημο, γενναίο αντάρτη που αργότερα έγινε δάσκαλος και έχτισε με τα ίδια του τα χέρια το σχολείο του χωριού. Όμως, η εικόνα αυτή αρχίζει να κλωνίζεται, όταν συνειδητοποιεί ότι τα χωράφια που θα κληρονομούσε, έχουν ήδη πουληθεί και τα λεφτά έχουν χρησιμοποιηθει από τον παππού για να αγοράσει ερειπωμένα σπίτια του χωριού, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει μακριά από το χωριό ένα πάρκο ανεμογεννητριών, το οποίο θα καταστρέψει το χωριό.
Η κατάσταση περιπλέκεται, όταν ο φοιτητής θα ερωτευτεί και έπειτα θα αφήσει έγκυο μια κοπέλα, η οποία ασφυκτιά και πασχίζει να ξεφύγει από τον οπισθοδρομικό πατέρα της, τον ιμάμη του χωριού.
Όμως, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Οι αποκαλύψεις αλλάζουν τελείως την εικόνα, τόσο για το παρελθόν του παππού και την τωρινή διαμάχη του με τον ιμάμη, όσο και για την κοπέλα, σε μια διαδρομή όπου ο φοιτητής σαν να ξυπνά, με κάθε βήμα, από αυτό το γκροτέσκο όνειρο.
Ο Μίροσλαβ Πενκόφ κατορθώνει να δημιουργήσει μια μπαροκ ατμόσφαιρα, όπου η φύση και το παρελθόν στοιχειώνουν το χωριό και κρατάνε κάθε είδους πρόοδο μακριά. Η επιλογή να παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή με την οπτική της σταδιακής κατάδυσής σε αυτή την μαγεμένη πραγματικότητα, όπου οι κάτοικοι είναι δεμένοι με τις άλυτες διαφορές και τις νοοτροπίες του παρελθόντος, δημιουργεί ένταση, η οποία φορτίζεται ακόμα περισσότερο από την ερωτική ιστορία. Ώσπου η λύση, με τις πολλές ανατροπές της, δίνει ένα αναπάντεχο τέλος και αφήνει τον αναγνώστη με τα ερωτήματα ανοιχτά.
Η αντιδιαστολή του χωριού με το παρόν, η διαδικασία του επαναπατρισμού του απόδημου, η Βουλγαρία που περνάει από το κομμουνιστικό παρελθόν στη σύγχρονη εποχή και το άγνωστο μέλλον που μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσα από ένα απότομο σχίσμα από το παρελθόν, η σφιχτοδεμένη πλοκή και η παραδοσιακή γραφή: με το «Βουνό των Πελαργών» ο συγγραφέας εμπλουτίζει τη βαλκανική λογοτεχνία με ένα σύγχρονο έργο στα χνάρια του Ίβο Άντριτς («Το Γεφύρι του Δρίνου»).