O Ελληνο-Δανός Mickey Pantelous είναι ο άνθρωπος πίσω από την one-man band Dr. Albert Flipout One CAN band με επιρροές από παλιά μπλουζ, τζαζ, καμπαρέ και γκαράζ ροκ των 60s. Με τον Mickey μπορεί κανείς να συζητά για ώρες. Αν και ισχυρίζεται ότι θα γεράσει άσχημα επειδή η μνήμη του είναι πολύ κακή, είναι αστείρευτος σε ιστορίες και διηγήσεις, που επιλέγει όμως να τις εκφράσει κυρίως μέσα από τους στίχους του. Έμπνευσή του η καθημερινότητά του, που εκτυλίσσεται στα Εξάρχεια όπου ζει την τελευταία δεκαετία, ο εθελοντισμός που κάνει για τους άστεγους, η μουσική του και οι φρόνιμες -όπως λεει χαρακτηριστικά- μπαρότσαρκες κάθε βράδυ.
Ασχολείται με τη μουσική από πέντε χρονών. Όντας ο μικρότερος στην οικογένεια, παρατηρούσε και τα δυο του αδέρφια να παίζουν μουσική, ενώ η μητέρα του έπαιζε φλογέρα και τραγούδαγε και ο πατέρας του κιθάρα. «Ήθελα να γίνω χορευτής και όχι μουσικός. Είχα ξεκινήσει και κλασσικό χορό αλλά μετά διέκοψα γιατί ήμουν το μόνο αγόρι στην τάξη. Είχα έντονη εφηβεία, ξεκίνησα να παίζω ντραμς, και η μεγάλη επιρροή έγινε από τους Who και τον Keith Moon. Δεν είμαι πολύ καλός ντράμερ ούτε καλός κιθαρίστας ούτε και τραγουδιστής. Θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδοποιό, και τίποτα παραπάνω, και δεν θέλω να υπάρχουν άλλες προσδοκίες. Η έμπνευση είναι στους στίχους. Μουσικά δεν κάνω κάτι φοβερό, η μουσική μου είναι παραδοσιακή και χιλιοειπωμένη. Απλώς προσπαθώ να την παραλλάσσω και να την εκτελώ διαφορετικά».
Γράφει σε αγγλικό στίχο (ο ίδιος είναι τρίγλωσσος) και δεν του αρέσει το ελληνόφωνο ροκ, θεωρώντας ότι απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό. «Είναι σαν να είσαι ο αδικημένος σε ένα σπίτι, και να φωνάζεις εκεί μέσα ότι αδικείσαι. Το θέμα είναι να βγεις από κει και να εισακουστείς και έξω από το σπίτι σου. Υπάρχει βέβαια και η άποψη του να κάνει ο καθένας ό,τι τον εμπνέει. Αν κάτι μ’ αρέσει το κάνω και το συνεχίζω από προσωπική ανάγκη. Δεν αρέσει ακριβώς με τον τρόπο που θα ήθελα να αρέσει αλλά αυτό είναι μια ατελείωτη κουβέντα. Επειδή είναι αγγλόφωνο δεν μπορείς και να απαιτήσεις κάποιος να παρακολουθεί επακριβώς τη ροή των στίχων».
https://www.youtube.com/watch?v=pFgDn51TLGg
Έχει κυκλοφορήσει δύο album, το Can’t find my pills (2010) και το North of Africa (2013) – μάλιστα το δεύτερο του άνοιξε τις πόρτες για συμμετοχή σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι Dr. Feelgood. Ετοιμάζει αργά και σταθερά ένα καινούργιο δίσκο που θα είναι ολοκληρωμένος μέχρι την άνοιξη. Αν τον ρωτήσεις «σε τι ύφος θα είναι», θα σου απαντήσει πως αυτή είναι μια ερώτηση που σκοτώνει. Δεν έχει ένα στυλ και για εκείνον όλο αυτό εκτυλίσσεται σε κεφάλαια. Έχει σαφώς τις επιρροές από τον Tom Waits που πάντα του καταλογίζουν, αν και αυτό ανήκει πιο πολύ στο παρελθόν. «Μου αρέσει ο συσχετισμός αλλά είναι σκλαβιά. Tα κομμάτια που γράφω είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Η καλλιτεχνική ταυτότητα για μένα βρίσκεται στον τρόπο εκτέλεσης και όχι τόσο στο είδος της μουσικής».
Στα live του μας παρασύρει στο δικό του boogie με μεγάλες δόσεις από rock ‘n’ roll attitude, αυξομειώνοντας το γκάζι ανάλογα με τη διάθεση και τις αφορμές που παρουσιάζονται από την προσωπική κωμικοτραγική ιστορία του συνοδοιπόρου του, δόκτορα Albert Flipout. Το στήσιμό του περιλαμβάνει δυναμική, σκληρή slide κιθάρα, φυσαρμόνικα, grand κάσα και μια κονσέρβα, τον Dr. Albert Flipout, δεμένη στο αριστερό του πόδι που εκτελεί χρέη ταμπούρου (εξού και το όνομα «one CAN band» που είναι λογοπαίγνιο αναλόγως της ανάγνωσης: Τενεκές Ορχήστρα ή Ένας μπορεί να είναι ορχήστρα).
«Έφτιαξα μπάντα κάνοντας δικά μου πράγματα, αλλά είχα πρόβλημα στο να την διαχειριστώ. Δεν ήμουν πολύ καλός στο να κλείνω συναυλίες και το πράμα χειροτέρευε, οι μουσικοί μου δικαίως προτιμούσαν άλλες συναυλίες ακυρώνοντας τις δικές μας για οικονομικούς λόγους, οπότε αναγκάστηκα να διαλύσω το σχήμα. Έτσι έμεινα με ένα μεγάλο δίλημμα: Να παρατήσω την μουσική, ή να το κάνω μόνος μου. Γεννήθηκε λοιπόν ο χαρακτήρας του Dr. Albert Flipout, η κονσέρβα, ώστε να σπάσει η μοναξιά, και αυτό ήταν. Πάνω από το πιατίνι ήρθε και η πολυαγαπημένη μας Jess από το Ρότερνταμ, ο άλλος χαρακτήρας (σχεδόν αδιάφορη και ατάραχη είναι πάντα εκεί αραχτή στο HiHat και ρίχνει μια ματιά στα πράγματα να σιγουρευτεί ότι όλα είναι υπό έλεγχο)».
Ο Mickey παρουσίασε για πρώτη φορά τον συνοδοιπόρο του Dr. Albert Flipout το 2008 σε μία παράσταση υπό τον τίτλο Dr. Flipout’s Story Through A Century Of Blues-Based American Music, ξεδιπλώνοντας την ιστορία των blues μέσα από τις περιπέτειες της ζωης του Dr. Flipout, δείχνοντας φωτογραφίες και ντοκουμέντα και παίζοντας τραγούδια που ηχογραφήθηκαν κατά τις περιόδους στις οποίες αναφερόταν. Aντιμετωπίζει τα live ανάλογα με το κοινό. «Τα live δεν τα κάνει μόνο το συγκρότημα αλλά ο κόσμος. Είναι συνδυασμός όλο αυτό και είναι διαδραστικό. Γενικά συγκινούμαι όταν αντιλαμβάνομαι ότι χαίρω εκτίμησης και χαίρομαι όταν παίρνω τέτοιο feedback».
Από ελληνικές μπάντες , του αρέσουν τελευταία οι Dogbeat, ένα electro blues και punk σχήμα από την Αθήνα.
Αναφέρει πώς όσο κλισέ και αν ακούγεται, ευτυχώς υπάρχει η μουσική. Πάντως, αν και η μυθολογία του rock ‘n’ roll τον είχε κάνει να πιστέψει ότι θα μείνει για πάντα single, μεγαλώνοντας όμως κατάλαβε ότι το r’n’r με ένα περίεργο τρόπο σου λέει να παντρευτείς – ο ίδιος το έκανε για ένα διάστημα. «Ούτως ή άλλως oι σχέσεις είναι μπερδεμένες. Είμαι μοναχικός τύπος έως και αντικοινωνικός. Αλλά η μοναξιά δεν είναι ωραίο πράγμα. Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Όταν ταξιδεύω νιώθω σπίτι μου και όταν είμαι σπίτι μου νιώθω λίγο εγκλωβισμένος». Kλείνοντας, επισημαίνει ότι δεν του αρέσει αν το κοινό του θεωρεί πως κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα στη σκηνή. «Όλα όσα κάνω, τα αντιμετωπίζω ως ένα όργανο. Για παράδειγμα σαν ένα πιάνο που κάνεις ταυτόχρονα διαφορετικά πράγματα με τα δάχτυλά σου, αλλά το όργανο παραμένει ένα».