Η ταινία σας Horn and Halos (2002), ένα ντοκιμαντέρ για την ίντριγκα που περιέβαλε την έκδοση μιας βιογραφίας του George W. Bush στην οποία καταγγέλλεται ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών, αντιμετώπισε δυσκολίες για να φθάσει στο κοινό… Ξεκινήσαμε να το γυρίζουμε το όταν διαβάσαμε σε ένα μικρό άρθρο ότι το “Fortunate Son” του J.H. Hatfield, μια βιογραφία του Bush που είχε βγει στην διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας και ισχυριζόταν πως είχε συλληφθεί για κοκαΐνη, αποσύρθηκε αμέσως από τα ράφια γιατί αποκαλύφθηκε πως ο συγγραφέας ήταν καταδικασμένος κακοποιός. Η όλη αναφορά στον Bush και την κοκαΐνη εξαφανίστηκε από τις ειδήσεις, γιατί η παράξενη αυτή ιστορία κρίθηκε επισήμως ως ανυπόληπτη. Ανακαλύψαμε όμως πως ένας underground εκδότης θα ξανάβγαζε το βιβλίο και ξεκινήσαμε γυρίσματα την επόμενη μέρα. Το φιλμ πιάνει μια πραγματικά μοναδική τροχιά. Τον Bush στην αρχή τον έβλεπαν σαν ανέκδοτο αλλά, σταδιακά, οι αντίπαλοί του έχαναν. Ο εκδότης είχε τότε προβλήματα και δεν μπορούσε να εκδώσει το βιβλίο -οπότε δεν είχε καμιά επίδραση στον κόσμο στην εποχή πριν τις εκλογές. Όταν κατέληξαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, η ιστορία είχε ακόμη πιο περίεργη εξέλιξη. Τελικά, στους εννιά μήνες προεδρίας του Bush ο εκδότης κατάφερε να εκδώσει το βιβλίο. Κι εμείς συνεχίσαμε να γυρίζουμε την ταινία. Τον επόμενο μήνα, προφανώς από το όλο στρες της έκδοσης, ο συγγραφέας αυτοκτόνησε και δυο μήνες αργότερα, στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν η τελευταία μας μέρα γυρίσματος, με θέμα τον διωγμό του εκδότη από το κτίριο του! Γενικώς υπήρχε ένα αντί-Bush συναίσθημα στον κόσμο που διαρκώς μεγάλωνε, και φαινόταν πως πραγματικά η ταινία μας θα χτύπαγε πλατύ κοινό. Την επόμενη μέρα οι Δίδυμοι Πύργοι κατέρρευσαν και κανείς δεν μπορούσε να πει πια κακιά κουβέντα για τον Bush. Τελικά, στον ένα χρόνο επετείου από την κατάρριψη των Διδύμων, το φιλμ παίχθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο και κατέληξε στην βραχεία λίστα υποψηφιοτήτων των Όσκαρ. Αλλά ήταν μια πραγματικά σκληρή χρονιά…
Εκτός από σκηνοθέτης είσαι φωτογράφος, μουσικός, συγγραφέας. Ποια είναι η γοητεία που κάθε μια από αυτές τις τέχνες ασκεί πάνω σου; Πάντα αντιστεκόμουν στα όρια και τις ταμπέλες. Ήμουν μέλος μπάντας αλλά ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου μουσικό. Αγαπούσα πάντα τη φωτογραφία αλλά μισούσα την εμμονή στον εξοπλισμό. Μου άρεσαν οι δουλειές που ήταν κάπως έξω από το ρεύμα. Νιώθω ότι οι τέχνες χτίζουν η μια πάνω στην άλλη και η εφαρμογή της μιας στηρίζεται στις υπόλοιπες. Μετά από κάποια χρόνια σε μια μπάντα ανακάλυψα ότι αντιλαμβανόμουν πολύ καλύτερα το πώς στήνεις ένα βιβλίο. Όταν αντιλήφθηκα πώς δομείται ένα τραγούδι, κατανόησα και πώς μια φωτογραφία επηρεάζει την άλλη. Πριν από 5 χρόνια αποφάσισα να γίνω καλύτερος συγγραφέας και ξόδεψα αρκετό χρόνο σε αυτό. Πριν από 2-3 χρόνια ξανάρχισα να φωτογραφίζω. Τα αγαπάω όλα και μακάρι να ξόδευα όλο τον χρόνο μου δημιουργώντας. Παρόλα αυτά μόλις άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι ήμουν τελικά καλλιτέχνης, η ζωή μου κατακλύστηκε από το γεγονός της πατρότητας και την προσπάθεια να ισορροπήσω ανάμεσα στη δημιουργία και την επιβίωση…
Το φωτογραφικό λεύκωμα σου Malls Across America, αιχμαλωτίζει το καταναλωτικό πνεύμα των malls της Αμερικής, όταν πρωτοξεκίνησαν στη δεκαετία του ’80 και αποτέλεσαν τότε το highlight της κοινωνίας της. Όταν ήμουν 20 χρονών ήξερα ότι ήθελα να γίνω φωτογράφος αλλά δεν ήθελα να πάω σε σχολή και πήρα μαθήματα φωτογραφίας στο Πανεπιστήμιό μου. Για την πρώτη μου αποστολή έτυχε να είμαι σε ένα απαίσιο mall στο Long Island -επίκεντρο της κουλτούρας των 80s- και παρατήρησα όλα αυτά τα χρώματα. Θαύμαζα τη δουλειά του Gary Winogrand και γύρισα τον χώρο φωτογραφίζοντας με τον τρόπο που θα το έκανε εκείνος, φωτογραφίες του δρόμου δηλαδή, αλλά έχοντας τες στο μυαλό μου ως έγχρωμες. Λάτρευα επίσης τον τρόπο που ο William Eggleston αιχμαλώτιζε την εσάνς των 70s. Δεν ήμουν Μoϊκανός punk rocker, αλλά είχα ξεκάθαρη απέχθεια για την εμπορική κουλτούρα και τα malls. Έκανα επίσης αρκετά μαθήματα φιλοσοφίας, ανθρωπολογίας και θεολογίας, οπότε προσπάθησα να πλησιάσω το θέμα με διερευνητικό μάτι παρά με κριτικό. Μια από τις δεσπόζουσες θέσεις της καταναλωτικής κουλτούρας που ανεπαίσθητα υπαινίσσονται αυτές οι φωτό, είναι ότι προκειμένου να πουληθεί κάτι σε μια καπιταλιστική κουλτούρα πρέπει να προκαλεί την προσοχή στον ίδιο τον εαυτό του. Ο δάσκαλος ενθουσιάστηκε με το πρώτο σετ φωτογραφιών και με ενθάρρυνε να συνεχίσω. Οπότε εκείνο το καλοκαίρι ταξίδεψα σε όλη τη χώρα φωτογραφίζοντας τυφλά κι απρογραμμάτιστα στα malls. Ήξερα πως είχα κάτι σπέσιαλ οπότε πήγα τις φωτογραφίες σε μερικές γκαλερί, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς έκανα, και βασικά το περιγελούσα...
Από τη μια το λεύκωμα για την εμπορική ζωή των malls, από την άλλη το λεύκωμα Scraps (εκδ. Verse Chorus Press – 1999), πάνω στην ανεξάρτητη ροκ σκηνή των 90s. Από τη μια σκηνοθετείς τη μουσική ταινία Half–Cocked, από την άλλη κάνεις το August in the Empire State, ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τα γεγονότα που περιέβαλαν το Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων το 2004. Τι σε ιντριγκάρει ώστε να συνδιαλέγεσαι με τόσο διαφορετικά θέματα; Με ενδιαφέρει η κουλτούρα, η διερεύνηση, τα μίντια, η δικαιοσύνη, και ο τρόπος που αλληλεπιδρά το ένα στο άλλο και διασταυρώνονται. Το ταξίδι στα malls ήταν στην ουσία το πρώτο μου project. Υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στις φωτογραφίες των malls και την δουλειά μου πάνω στο underground rock. Τον καιρό που τράβαγα τις πρώτες είχα φοβερή εμμονή με τη μουσική και είχα αρχίσει να πηγαίνω σχεδόν κάθε βράδυ σε συναυλίες στη Νέα Υόρκη παίρνοντας πάντα και την κάμερα μου μαζί. Όταν γύρισα στη Νέα Υόρκη από το ταξίδι μου στην Αμερικανική ενδοχώρα έφτιαξα μια μπάντα με φίλους, τους Sleepyhead (σ.σ. που ακόμη παίζουν χωρίς τον ίδιο πια στο μπάσο) και την επόμενη χρονιά πηγαινοερχόμασταν και παίζαμε στο Σικάγο. Αντιπαθούσα τη μουσική βιομηχανία αλλά ήμουν μέλος ενός κινήματος με μπάντες που υπήρχαν έξω από αυτή. Οι φωτογραφίες μου στα malls ήταν μια φευγαλέα διερεύνηση από την πλευρά ενός outsider σε αυτήν την κουλτούρα. Ενώ οι φωτογραφίες του Scraps ήταν η φευγαλέα άποψη ενός μέλους αυτού του κόσμου. Οι ροκ φωτό κοιτούσαν σε έναν κόσμο που ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αντίποδας στον κόσμο των malls.
Το Half–Cocked (1994), η πρώτη μας ταινία, ιδιαίτερα επηρεασμένη από τον Cassavetes, δεν είναι ένα εμφανώς πολιτικό φιλμ αλλά είναι ένα εφηβικό ριζοσπαστικό φιλμ με την έννοια ότι μιλάει για μια ομάδα παιδιών που νιώθουν φοβερά διαχωρισμένοι από την πλατύτερη εμπορεύσιμη κουλτούρα -τον κόσμο των malls. Κοιτάζω πίσω μου και βλέπω ότι ακολουθώ ένα μονοπάτι δουλειάς που έχει λογική εκ των υστέρων αλλά δεν ήταν σχεδιασμένο. Δέκα χρόνια μετά το Half–Cocked βοήθησα στη δημιουργία του August in the Empire State (2006). Σε αυτό το φιλμ μπορούμε να δούμε την απαρχή του κράτους της στρατιωτικής αστυνομίας που αναδύθηκε σε όλον τον κόσμο. Γιατί όλο και περισσότερο πια η αστυνομία χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κράτος παρά τον πολίτη.
Ποιο είναι το θέμα του All the Rage, του δεύτερου ντοκιμαντέρ σου που φιλοξενείται στο φεστιβάλ; Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας Dr. John Sarno, είναι ακόμη ένας άνθρωπος που δεν ακολουθεί το ρεύμα. Μάθαμε για αυτόν επειδή ο πατέρας μου διάβασε ένα βιβλίο του για τον πόνο στην πλάτη στα μέσα των 80s και καλυτέρευσε δραματικά! Θεωρεί πως ο χρόνιος μυϊκός πόνος στην πλάτη έχει συναισθηματικά παρά σωματικά αίτια κι ότι η ιατρική διάγνωση και οι θεραπευτικές μέθοδοι που δίνονται συχνά σε ασθενείς δεν κάνουν τίποτα. Αυτό άρχισε να το συνειδητοποιεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αρχές των 80s προέβλεψε ότι θα έχουμε επιδημία χρόνιου πόνου γιατί θεραπεύαμε τα συμπτώματα χωρίς να αναγνωρίζουμε την αιτία που τα προκαλούσε. Είχε δίκιο. Τα πράγματα έχασαν τον έλεγχο και τα κόστη εκτοξεύτηκαν. Το 2012 ο χρόνιος πόνος κόστιζε στην Αμερική 636 δις δολάρια. Αυτό ξεπερνά όλα τα άλλα κόστη ιατρικής περίθαλψης μαζί! Ο Dr. Sarno εξέδωσε αρκετά βιβλία, που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα, εκθέτοντας την απλή συνταγή του ότι η γνώση είναι η θεραπεία. Παρόλα αυτά, οι άλλοι γιατροί τον αγνοούσαν γιατί η πρακτική του δεν ήταν σύμφωνη με τις υπόλοιπες του ιατρικού χώρου. Τελικά όμως ο κόσμος τον άκουσε κι αποκτά πλέον θερμούς και διάσημους υποστηρικτές. Ενθουσιαστήκαμε όταν μάθαμε ότι κι εδώ, στα γραφεία του φεστιβάλ, είχαν διαβάσει τα βιβλία του και θεραπεύτηκαν! Δουλεύουμε γι’ αυτό το φιλμ μια δεκαετία και επιζητάμε να το ξαναφέρουμε στη Θεσσαλονίκη του χρόνου ολοκληρωμένο. Είναι ένα φιλμ που έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο!
INFO
ΠΡΟΒΟΛΗ
17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –Εικόνες του 21ου Αιώνα
ΠΟΙΟΣ ΑΡΠΑΞΕ ΤΟΝ ΤΖΟΝΙ / WHO TOOK JOHNNY (ΗΠΑ, 2014, 81’)
των David Beilinson, Suki Hawley & Michael Galinsky
Τετάρτη 18Μαρτίου // αίθουσα ΦΡΙΝΤΑ ΛΙΑΠΠΑ // ώρα: 20:30