«Όσο περνάει ο καιρός και οι εμπειρίες πληθαίνουν, τόσο αντιλαμβάνεται κανείς πως άλλο είναι πραγματικότητα και άλλο αλήθεια.»
Ένα τηλεφώνημα από τις εκδόσεις Το Ροδακιό έγινε η αιτία για μια αναπάντεχη συνομιλία μ’ έναν παράξενο τύπο (τουλάχιστον στην αρχή) από την Έδεσσα. Ο Κώστας Θεοδώρου ήθελε να γνωρίσει το συγγραφέα του βιβλίου Ο σκοτεινός κύριος του Βέρτεκοπ. Όμως την άλλη μέρα επέστρεφε στην Έδεσσα κι έτσι δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε. Φεύγοντας άφησε για μένα ένα σιντί μουσικής με τίτλο Ρουσίλβο. Όταν το άκουσα μου ήρθαν όλα πάλι στο νου: Το Βέρτεκοπ, η ομίχλη του Καϊμάκτσαλαν, τα σιωπηλά βουνά της Μακεδονίας, οι άνθρωποι με τα χοντρά πανωφόρια και οι φοβισμένες τους λέξεις. Εντέλει, με το μουσικοσυνθέτη Κώστα Θεοδώρου βρεθήκαμε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Στην αρχή ήμασταν και οι δυο επιφυλακτικοί. Κατορθώσαμε πάντως να μιλήσουμε για βιβλία, μουσική, για τους Primavera en Salonico (είναι ένας απ’ αυτούς) και πολλά άλλα. Σ’ ένα μαγερειό της οδού Αθηνάς προσπάθησα να τον ξεκλειδώσω.
Πριν λίγες μέρες βρέθηκες στην Αθήνα. Τι έκανες; Ήταν ένα προγραμματισμένο ταξίδι για τις ανάγκες της ηχογράφησης ενός νέου δίσκου με την Σαβίνα Γιαννάτου και τους Primavera en Salonico. Είχαμε αρκετά χρόνια να μπούμε στο στούντιο. Η τελευταία μας δουλειά εκδόθηκε το 2008. Δε θα μπω στον πειρασμό να μιλήσω για το περιεχόμενο της νέας δουλειάς. Άλλωστε η έκδοση δε θα αργήσει και πολύ…
Με το ένα πόδι είσαι στην Έδεσσα και με το άλλο στο Μόναχο, πώς διαχειρίζεσαι το κομμάτιασμα του εαυτού σου; Είναι μια παλιά συνήθεια που ξεκίνησε πίσω στις αρχές του ’90. Τότε ταξίδευα με ένα παλαιό βαν που είχα μετατρέψει σε μόνιμη κατοικία. Πέρασα πολλές πόλεις της κεντροδυτικής Ευρώπης παίζοντας μουσική αρχικά στο δρόμο και έπειτα σε συναυλίες και ηχογραφήσεις με μουσικούς που γνώριζα στην πορεία. Ήταν έντονη περίοδος και η ανάμνηση ισχυρή. Τα τελευταία χρόνια με τις δυσκολίες που όλοι βιώνουμε εντός των συνόρων, και δεν εννοώ μόνο τις οικονομικές, ένιωσα την επιθυμία της φυγής όχι για έναν καλύτερο κόσμο αλλά για μια νέα περιήγηση. Αυτή τη φορά διάλεξα το Μόναχο ως βάση μια και είναι κάπου στο κέντρο του χάρτη της Ευρώπης και οι μετακινήσεις για συναυλίες γίνονται σχετικά εύκολα οδικώς. Συχνά πυκνά επιστρέφω στην Έδεσσα, πάλι οδικώς, και συνεχίζω τη δραστηριότητά μου ως το νέο ταξίδι…
Ο Dine Doneff ποιος είναι; Χμμ… Βαθιά νερά… Ο Dine Doneff είμαι εγώ, δηλαδή ο Κώστας Θεοδώρου. Όσο περνάει ο καιρός και οι εμπειρίες πληθαίνουν, τόσο αντιλαμβάνεται κανείς πως άλλο είναι πραγματικότητα και άλλο αλήθεια. Έτσι, με μια γενικότητα μπορώ να πω πως ο Dine Doneffείναι η αλήθεια και ο Κώστας Θεοδώρου η πραγματικότητα. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα λέει ο Σκαρίμπας στο Σόλο του Φίγκαρο, «οι γενικότητες σώζουν».
Πού συναντώνται ο Κώστας Θεοδώρου και ο Dine Doneff; Υπάρχει ένας εσωτερικός διάλογος μεταξύ των δύο από τότε που θυμάμαι πως θυμάμαι. Στα σχολικά χρόνια ήταν αδύνατη η έκφραση της κρυφής ταυτότητας μιας και αυτή ήταν τόσο δαιμονοποιημένη από την πραγματικότητα. Κατά την ενηλικίωση τα πράματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο μιας και η ανάγκη της επιβίωσης και ένταξης στο νεοελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι έβαζε «κόκκινες γραμμές». Ήδη ένιωθα γύρω μου την απόρριψη αυτού του «άλλου», ακόμη και στους αριστερο-αναρχικούς κύκλους. Με τον καιρό αυτή η αγωνία μεταφερόταν με ένα φυσικό τρόπο στη μουσική που έγραφα. Στο Νόστο, το πρώτο μου δισκογραφημένο υλικό, υπήρξαν κάποιες κρυπτογραφημένες νύξεις. Στο Ρουσίλβο, η ίδια η θεματολογία του έργου ήταν τέτοια, που μου έδωσε τη δύναμη να εξωτερικεύσω αυτό που διαδραματιζόταν όλα αυτά τα χρόνια εντός μου.
Σαν να μπερδευτήκαμε λίγο, μπορείς να γίνεις πιο σαφής; Είμαι από τη γενιά εκείνη που άλλη γλώσσα άκουγε στο οικογενειακό περιβάλλον και άλλη στους δημόσιους χώρους. Οι γεροντότεροι, και ιδιαιτέρως οι γυναίκες, δε μιλούσαν ελληνικά. Στα αμιγώς «εντόπια» χωριά της Μακεδονίας τα ελληνικά ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και η τοπική γλώσσα είχε την πρωτοκαθεδρία. Στα μεικτά όμως χωριά, και ειδικά στις πόλεις, η δαιμονοποιημένη μητρική κλεινόταν στο σπίτι και ο διακόπτης γύριζε στα ελληνικά μόλις έβγαινε κανείς στη γειτονιά. Εμείς δε, τα παιδιά, κατά κάποιον τρόπο και από τις σχολικές μας γνώσεις μαθαίναμε στους παππούδες, αλλά και στους γονείς μας ακόμη, την καινούρια τους γλώσσα. Παρότι πέρασαν δεκαετίες που η κρατική καταστολή με όλα τα δυνατά μέσα αλλά και με τη βοήθεια της τηλεόρασης κατάφερε να εξελληνίσει και το πιο απομακρυσμένο χωριό, η μητρική γλώσσα κρατιέται ακόμη σε αρκετά σπίτια. Τουλάχιστον εγώ έτσι συνεννοούμαι με τους γονείς μου.
Αυτά που λες και τ’ άλλα που υπαινίσσεσαι είναι «πληγή που ακόμα αιμορραγεί», όπως λέει και το παλιό τραγουδάκι; Δυστυχώς δεν είναι μόνο το παλιό τραγουδάκι που το λέει αλλά και το καινούριο… Είμαστε στο 2014 και ενώ έχουν δημοσιοποιηθεί αρκετές επιστημονικές έρευνες, έχουν γραφτεί βιβλία, υπάρχει ένα μεγάλο αρχείο πληροφοριών στο ίντερνετ για το εν λόγω ζήτημα, παρ’ όλ’ αυτά ένα τεράστιο ποσοστό πολιτών αυτής της χώρας κωφεύει. Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του όταν ακούει πως σε κάποια μακρινή χώρα καταπατώνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων και στην αυλή του φιμώνει το γείτονα θεωρώντας πως έτσι εκτελεί εθνική αποστολή.
Μπορώ να προσθέσω κι εγώ τη μικρή εμπειρία μου ή καλύτερα αυτό που με παραξένεψε όταν πρωτοεκδόθηκε το Βέρτεκοπ. Ζήτησα από μια κυρία (κάτοικο του Βέρτεκοπ η οποία με είχε βοηθήσει σε κάποια ελάχιστα για τη γεωγραφία της πόλης) να μου προτείνει κάποιον ή κάποια για να στείλω το βιβλίο. Το έστειλα σε δύο ανθρώπους, αλλά κανείς δε μου απάντησε απ’ αυτούς, κι όπως αργότερα έμαθα, δεν μπήκαν καν στον κόπο να το διαβάσουν. Απογοητεύτηκα εντελώς. Μα ούτε ένας; Αργότερα έγινε παρουσίαση του βιβλίου στην Αριδαία και στο Λύκειο Σκύδρας. Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση τη δουλειά που έκαναν πάνω στο κείμενο οι καθηγήτριες με τους μαθητές τους. Ο σκοτεινός κύριος του Βέρτεκοπ δεν έγινε η αιτία μόνο για να γνωριστούμε αλλά και κατά κάποιον τρόπο η αφορμή και για αυτή μας την κουβέντα. Ίσως και αν προτού στείλεις το βιβλίο σου στην Σκύδρα, που είναι το σημερινό μετονομασμένο Βέρτεκοπ, είχε πέσει στα χέρια σου Η απαγορευμένη γλώσσα, το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου, το οποίο να πω πως είναι μια εξονυχιστική έρευνα με ιστορικά τεκμηριωμένα ντοκουμέντα και συνάμα μια ψύχραιμη και θαρραλέα καταγραφή του ζητήματος, ίσως θα το περίμενες πως το βιβλίο σου μόνο και μόνο επειδή είχε στον τίτλο του την παλαιά ονομασία δε θα διαβαζόταν από τους σημερινούς κατοίκους της κωμόπολης. Ειδικά από εκείνους που πάσχουν από την ασθένεια της αυτολογοκριμένης μνήμης. Είναι και η εθνική αλλεργία στα «αλλόφωνα» ονόματα. Με αυτή ζήσαμε και ζούμε στην περιοχή ως αυτόχθονες ξένοι. Μακεδονομάχων και Εξελληνισμού γωνία. Ωστόσο στάθηκες τυχερός που έστω και μετά από αρκετό διάστημα βρέθηκαν κάποιοι καθηγητές που δεν κατάγονταν από την περιοχή και η δαιμονοποίηση δεν τους αφορούσε ή ενδεχομένως να ένιωσαν πως το βιβλίο σου δεν είναι εθνικά «επικίνδυνο» και σου έκαναν την παρουσίαση. Πάντως, και μιας και το έφερε η κουβέντα, να σου πω για άλλη μια φορά πως στο βιβλίο σου μου έκανε μεγάλη εντύπωση η διαίσθηση που είχες όταν το έγραφες καθώς έπιασες τον ιδιαίτερο σφυγμό της εποχής που περιγράφεις και που έτυχε κι εγώ το ίδιο χρονικό διάστημα να πηγαίνω στο σχολείο του Βέρτεκοπ.
Επειδή είσαι και μέσα και έξω, πώς βλέπεις την Ελλάδα; Θα έλεγα πως υπάρχουν δυο Ελλάδες. Η μια, η Ελλάδα της πραγματικότητας, η οποία υπό το βάρος του εθνικού της μύθου συντηρεί ένα μεγαλοϊδεατισμό ακόμη και στα λαϊκά στρώματα. Και αυτό την καθιστά ευάλωτη στην ακροδεξιά εθνικιστική ιδεολογία που θέλει όλους τους γειτόνους της υποδεέστερους, και μάλιστα εχθρούς, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνάψει σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Για τους ίδιους λόγους θεωρεί πως είναι φυσικό να καταπατά βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όχι μόνο μεταναστών αλλά και Ελλήνων πολιτών που τυγχάνει να έχουν διαφορετική καταγωγή θεωρώντας τους πολίτες β’ και γ’ κατηγορίας. Παράλληλα καταφέρνει και διαμελίζει το ίδιο της το σώμα αναγκάζοντας ένα τεράστιο οργανικό-παραγωγικό της κομμάτι να αναζητήσει την τύχη του εκτός συνόρων. Συχνά δείχνει πως δεν έχει το υπόβαθρο να δεχτεί την ελεύθερη σκέψη, την αμφισβήτηση, την έρευνα, και βέβαια την αποδοχή του διαφορετικού. Η κρίση που περνάει είναι πρώτα πολιτισμική. Τα γενεσιουργά της μπορεί να τα ψάξει κανείς στο εκπαιδευτικό της σύστημα, στους εκάστοτε ιεράρχες της, στους εθνολάγνους πολιτικούς και στους πολίτες που τους στηρίζουν. Υπάρχει όμως και η αληθινή-ιδανική Ελλάδα και υπάρχει στην έννοια του ελληνισμού, όταν η λέξη λαμβάνεται ως πολιτισμικός όρος και όχι φυλετικός. Υπό αυτή την έννοια, Ελλάδα σημαίνει ελεύθερη σκέψη, αμφισβήτηση, ταπεινότητα, έρευνα. Πνεύμα αδέσμευτο από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες χριστιανικού τύπου. Πιστεύω πως δε γεννιέται κανείς Έλληνας αλλά γίνεται. Πως είναι επίτευγμα και όχι τύχη.
Οι Γερμανοί; Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι όταν βρίσκομαι στο Μόναχο τυχαίνει να ασχολούνται με την τέχνη και προφανώς λόγω αυτής της ιδιότητας υπάρχει καλό επίπεδο αντιληπτικότητας και συνεργασίας. Πέραν τούτου, στην καθημερινή ζωή αντιμετωπίζει κανείς ευγένεια και, όπως τουλάχιστον εγώ το νιώθω, αποδοχή. Η πόλη έχει μεγάλο αριθμό μεταναστών όλων των αποχρώσεων και στους δρόμους ακούει κανείς πολλές διαφορετικές γλώσσες. Μάλιστα αρκετοί είναι πολιτογραφημένοι Γερμανοί. Προσφάτως γνώρισα το διευθυντή ενός από τα μεγαλύτερα μουσεία σύγχρονης τέχνης του Μονάχου ο οποίος είναι Νιγηριανός και τυγχάνει μεγάλης αποδοχής. Επίσης ο υπεύθυνος για θέματα μετανάστευσης στο δήμο είναι Έλληνας. Βάλτε με το νου σας τι θα γινόταν αν στη χώρα μας τέτοιες θέσεις τις κατείχαν Αλβανοί ή «έστω» Αφρικανοί… Πάντως, παρότι στην Ελλάδα ακούω συνέχεια για Γερμαναράδες και άλλες προσφωνήσεις τέτοιου τύπου, ακόμη δεν είχα την τύχη να συναντήσω κάποιον ως τέτοιον. Ενδεχομένως θα υπάρχουν. Ίσως όμως να εννοούν το μακρύ-μακρύ χέρι του καπιταλισμού που σου χτυπά την πόρτα και που αν δεν του ανοίξεις παίρνει την πόρτα και φεύγει… Εδώ είναι όλα προϋπολογισμένα σε τέτοιο βαθμό, που, αν δεν μπορέσεις να συντονιστείς, το ίδιο το σύστημα σε συνθλίβει ή σε πετάει έξω κι αυτό γίνεται με την ίδια ευγένεια που λέγαμε και πριν. Σε αυτόν τον «πολιτισμένο» καπιταλισμό έχουν εμποτιστεί οι νεότερες γενιές και πλέον θεωρείται φυσικό να είναι όλα μετρημένα με ακρίβεια. Ίσως και για αυτόν το λόγο να έχουν τόση αγάπη και σεβασμό, ανάγκη θα έλεγα, για την τέχνη, ώστε θέατρα, εκθέσεις και χώροι συναυλιών να έχουν τεράστια προσέλευση καθώς η τέχνη έχει τη δύναμη να σε βγάζει από το κάδρο και, έστω και στιγμιαία, να νιώθει κανείς ελεύθερος. Λέω ίσως…
Τα μελλοντικά σου σχέδια; Κάποια στιγμή θα μπω στο στούντιο, ελπίζω σύντομα, για την ηχογράφηση ενός νέου δίσκου. Υπάρχει αρκετό φρέσκο αλλά και παλαιότερο υλικό από το οποίο θα διαλέξω ώστε να βγει το καινούριο αφήγημα που σκαρώνω τελευταία. Έχω ήδη παρουσιάσει σε αρκετές συναυλίες εντός και εκτός συνόρων τα Τραγούδια δίχως λόγια και πιο πρόσφατα το νεότερο εγχείρημα με τίτλο Lost_Anthropology. Και τα δυο είναι έργα που παραμένουν ανέκδοτα. Επίσης μετά το Νόστο του 1999 και το Ρουσίλβο του 2010, που είναι τα δύο πρώτα μέρη τριλογίας, υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί… Ίδωμεν.. Έχω εξαιρετικούς φίλους και συνεργάτες και αυτό μου δίνει δύναμη για τη συνέχεια. Κατά τα άλλα, συναυλίες δώθε-κείθε.
Ο Σολωμός λέει «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή ό,τι άλλο)…» κι ο Σεφέρης παρατηρεί: Λίγα σημάδια του είναι πιο χαρακτηριστικά από αυτή την παρένθεση. Εσύ τι λες γι’ αυτή την παρένθεση; Ο Σολωμός επίσης κάπου αλλού λέει πως «…το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό» και είναι αυτό που έρχεται στο νου μου όχι μόνο διαλογιζόμενος στην περίφημη παρένθεση αλλά και κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με το αξίωμα που θέλει την Ελλάδα κράτος συνιστώμενο από μια εθνότητα και μια φυλή, αυτή των Ελλήνων. Σύμφωνα με τη δική μου πρόσληψη λοιπόν, ο ποιητής μού ζητάει να κλείσω μέσα στην ψυχή μου το αληθινό, αυτό που δεν έχει νοθευτεί. Και ο συλλογισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία αν στοχαστεί κανείς πάνω στην ετυμολογία της λέξης «αληθινό» όπου αλήθεια είναι η μη λήθη. «Μην στέρξεις να περικοπεί έστω και μια καμπύλη απ’ τα δακτυλικά αποτυπώματά σου. Αν υποκύψεις, την τρίτη μέρα θα βρεθείς δίχως στήριγμα δικό σου», γράφει κάπου ένας άλλος ποιητής, ο Άρης Αλεξάνδρου, και είναι στίχος που αν σε στοιχειώσει μπαίνεις σε αέναη διαλεκτική σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι αληθινό και άρα εθνικό, σύμφωνα με τον Σολωμό.
Το βιβλίο του Ιερώνυμου Πολλάτου Ο σκοτεινός κύριος του Βέρτεκοπ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.