Υπάρχει ένας θρύλος που λέει ότι όποιος μουσικός μπορεί να παίξει Frank Zappa, τότε μπορεί πολύ απλά να αράξει στις δάφνες του και να θεωρεί εαυτόν «καλό μουσικό». «Μα εδώ υπάρχουν συνθέτες και συνθέτες πιο δύσκολοι, σιγά το Zappa μωρέ», ένας εύλογος αντίλογος. Όμως, το ιδιαίτερο με το Zappa είναι η παντελής έλλειψη φόρμας και η ηχητική πολυσυλλεκτικότητα που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εύκολες αντιγραφές και σημεία αναφοράς, που είναι για ένα μουσικό ότι και οι πινακίδες στο δρόμο για έναν οδηγό. Με όλα αυτά να κολυμπούν στο μυαλό, διαπίστωσα από πρώτο χέρι πόσο ζόρικο είναι το να διασκευάζεις Zappa, στην Πρωτομαγιάτικη βραδιά του διπλού αφιερώματος της ελληνικής τζαζ στο Half Note για το «μεγάλο», όπως τον αποκαλούσαν πολλοί εκ των συμμετεχόντων. Βέβαια, υπήρξαν αρκετά προσωνύμια για το θείο Frank: «Ο καλύτερος συνθέτης του 2οου αιώνα», «ιδιοφυΐα», «αναρχική φιγούρα» και άλλα παρόμοια.
Το ζήτημα έχει να κάνει με τη ρημάδα την πολυσυλλεκτικότητα που προαναφέραμε, γιατί το ύφος του Zappa διαφέρει όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά από δίσκο σε δίσκο και ορισμένες φορές από κομμάτι σε κομμάτι. Οπότε, πώς παρουσιάζει κανείς ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο ενός τέτοιου καλλιτέχνη; Case in point, ενημερωθήκαμε στην αρχή της συναυλίας, ότι αρχικά επρόκειτο να υπάρξουν περισσότεροι μουσικοί, που όμως τα «έφτυσαν» στις πρόβες και συνειδητοποίησαν ότι το να παίξεις Zappa δεν είναι εύκολο ακόμη κι αν ανεβοκατεβαίνεις το πεντάγραμμο με χαρακτηριστική άνεση κι ευκολία. Γιατί, το θέμα δεν είναι η καλλιτεχνική φόρμα, ούτε το ύφος, ούτε καν οι ίδιες οι νότες. Αλλά ένας ασυναγώνιστα δύσκολος συγχρονισμός όλων των παραπάνω, με μπόλικες δόσεις χιούμορ και ειρωνείας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα τα παραπάνω φάνηκαν επί σκηνής στο Half Note.
Προγραμματισμένη ώρα έναρξης ήταν oι 21:30, αλλά στη σκηνή άρχισαν να ανεβαίνουν οι μουσικοί μισή ώρα μετά, έπειτα από αρκετά soundcheck, δείγμα ότι πρέπει να βγει στην εντέλεια, αλλιώς με μια μικρή «στραβοτιμονιά», όλα μπορεί να καταρρεύσουν πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα. Όμως, οι μουσικοί ήταν εξαιρετικά πεπειραμένοι για κάτι τέτοιο. Έπειτα από ένα σύντομο καλωσόρισμα από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Κορνήλιο Διαμαντόπουλο και μερικές σημειώσεις πάνω στο προφίλ του Zappa, ο πιανίστας Νίκος Λάαρης έκατσε στο σκαμπό και εκτέλεσε με μαεστρικό τρόπο το «Little House I Used to Live in», από το άλμπουμ Burnt Weeny Sandwitch, ανοίγοντας τη βραδιά με τον καλύτερο τρόπο.
Αργότερα, τη σκηνή ανέλαβε το σεξτέτο ARTéfacts Ensemble, που έπαιξε την περισσότερη ώρα απ’όλους και πέρασε αρκετά κομμάτια από διαφορετικές περιόδους της καριέρας του Zappa, δίνοντας παράλληλα το προσωπικό ύφος και τη δεξιοτεχνική λεπτομέρεια που επιβάλλουν οι «κανόνες» της τζαζ του Zappa. Πώς θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά άλλωστε, όταν έχουν να κάνουν με τραγούδια όπως το περίφημο «Black Page» (που λέγεται έτσι γιατί η παρτιτούρα περιέχει τόσες πολλές νότες, ώστε μοιάζει με μια μαύρη σελίδα), που αποδόθηκε σχεδόν αψεγάδιαστα, ή το περίφημο medley, που περιπλέκει κλασικά κομμάτια όπως το «Orange County Lumber Truck» με το «Harry, you’re a Beast» και το «Let’s Make the Water turn black», μια πρακτική που άρεσε και στον ίδιο το Zappa και έκανε επί σκηνής για να «ταλαιπωρεί» τους πεπειραμένους μουσικούς του.
Η μεγαλύτερη διαφορά ωστόσο, ήρθε στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, έπειτα από ένα σύντομο διάλειμμα και το τρίο του Γιώργου Μαγκλάρα, με δυο βιολιά και μια κιθάρα. Σε αυτό το σχήμα αποδόθηκε με πολύ περισσότερη ελευθερία η μουσική του Zappa, με μια πολύ προσωπική και σχεδόν βαλκανική εκτέλεση του «King Kong», ενώ διάλεξαν έναν ιδιαίτερο τρόπο να κλείσουν τη δική τους συμμετοχή και φόρο τιμής. «Τα Ματόκλαδα σου Λάμπουν», του Μάρκου και όπως μας είπε πριν την εκτέλεση ο Μαγκλάρας: «του μεγάλου θα του άρεσε, θα δείτε ποιο κομμάτι». Και για το τέλος, η τζαζ φωνή της Αγγελικής Τουμπανάκη με τον Αλέκο Ορφανό συνοδεία στο πιάνο, έδωσαν φωνή σε μια πιο ορχηστρική βραδιά, με κομμάτια όπως το «Lucille Has Messed my Mind up» και το υποτιμημένο διαμαντάκι του Zappa, «Uncle Remus», μεταξύ άλλων. Τα φωνητικά παιχνιδίσματα έδωσαν ένα ιδιαίτερο χρώμα στην ερμηνεία των κομματιών και τα «τζάζεψαν» ακόμη περισσότερο. Ο κόσμος φάνηκε να το απολαμβάνει, αλλά ήταν εμφανώς απασχολημένος με το κάπνισμα που απαγορεύεται στο χώρο, οπότε υπήρχαν αρκετές βόλτες έξω για ένα γρήγορο τσιγάρο, που «έσπαγε» κάπως το ρυθμό. Λίγο πριν τη μια το βράδυ, το «δεύτερο ημίχρονο» αυτού του αφιερώματος έλαβε τέλος και η ελληνική τζαζ σκηνή απότισε το δικό της φόρο τιμής σε έναν μουσικό που ούτε ροκ, ούτε τζαζ, ούτε μπλουζ ήταν. Είχε απλώς πολύ χιούμορ, το μόνο στοιχείο που απουσίαζε δυστυχώς σε μια κατά τα άλλα ποικιλόχρωμη ηχητικά βραδιά.