Υπάρχουν στη σημερινή Αθήνα λογοτεχνικές παρέες; Βεβαίως. Πολλοί λογοτέχνες κάνουν παρέα με άλλους λογοτέχνες. Δεν υπάρχουν στέκια με την παλιά έννοια όπως ήταν π.χ. στον Λουμίδη ή στο Brazilian αλλά υπάρχουν κατά τόπους μαγαζιά όπου συχνάζουν.
Οι παρέες αυτές είναι δημιουργικές για τους ίδιους τους συγγραφείς; Μα όταν κάνει κανείς παρέα το βράδυ με τους ομότεχνους του δεν κοιτάει αν είναι παραγωγικός, λέει αστεία, ιστορίες, μιλάει για τα βιβλία ή για την μπάλα.
Εσείς είστε ποδοσφαιρόφιλος; Δεν θα το έλεγα ακριβώς έτσι. Με ενοχλεί η καθημερινή επανάληψη. Όπου και να πας υπάρχει μια οθόνη που παίζει ποδόσφαιρο. Κατ’ άλλα μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Το κολύμπι που προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ τι ενδιαφέρον έχει να το παρακολουθήσεις στην τηλεόραση; Κανένα. Βλέπεις μια πισίνα χωρισμένες σε διαδρόμους, μπαίνουν μέσα και κολυμπούν. Δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση που έχεις όταν είσαι στη θάλασσα. Στο γήπεδο είναι διαφορετικά, υπάρχουν οι φωνές του κόσμου, ο φανατισμός των οπαδών, υπάρχει μια ενέργεια.
Αγαπάτε τη θάλασσα; Ναι, πολύ. Είμαστε τυχεροί όλοι οι Έλληνες που έχουμε θάλασσα. Είναι ένα αγαθό για το οποίο κάτοικοι άλλων χωρών έρχονται από μίλια μακριά για να κάνουν ένα ή δύο μπάνια. Εμείς το έχουμε μέσα στα πόδια μας. Η «Οδύσσεια» είναι χτισμένη πάνω στη σχέση μας με τη θάλασσα, όπως και άλλα ναυτικά αφηγήματα. Είχαμε συγγραφείς που έγραφαν για τη θάλασσα όπως ο Κόντογλου και ο Βενέζης. Και σήμερα ακόμη, αν και η πεζογραφία είναι πια περισσότερο αστική. Υπάρχει ένα νέο παιδί, ο Χρήστος Οικονόμου που έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», που κι αυτός αναγκαστικά είναι εγκλωβισμένος σε μια γειτονιά, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και αποτυπώνει τις δυτικές συνοικίες του Πειραιά.
Στην Αθήνα πάρχει ακόμη ένα γελαστό πρόσωπο παρά την όλη κατήφεια. Νομίζω ότι αυτό είναι σύμφυτο με τις συνθήκες ζωής εδώ λόγω του κλίματος. Βοηθάει το κλίμα, η θάλασσα.
Συμμετέχετε και σε μια συλλογή που θα κυκλοφορήσει εκδόσεις Τόπος σε συνεργασία με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο κόκκινο» όπου καταξιωμένοι συγγραφείς προτείνουν νέα λογοτεχνικά πρόσωπα. Εσείς ποιους προτείνετε; Τον Χρήστο Οικονόμου, τον Γιάννη Τσίρμπα και τη Λητώ Πιτυρή.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που εκτιμάτε σε έναν νέο πεζογράφο; Όταν καταλαβαίνω ότι η γραφή αυτή είναι δουλεμένη. Δεν είναι κάτι που «γράψαμε και τελείωσε». Γιατί υπάρχει και αυτή η αντίληψη που έχουν κάποιοι ότι «εγώ δεν δουλεύω τα γραπτά μου», κάτι που βρίσκω τρομερό αφού όλη η ουσία, το μεδούλι, η καρδιά ενός γραπτού είναι όταν το δουλεύεις. Εκεί βρίσκεις και τις σωστές λέξεις και αυτές που πρέπει να φύγουν. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν και άνθρωποι χαρισματικοί που γράφουν με την πρώτη αλλά και αυτοί δουλεύουν, όπως είναι ο Σωτήρης Δημητρίου που έχει γραφή βιωματική και έχει μέχρι και αλβανικά μέσα αλλά όλα αυτά είναι δουλεμένα.
Πόσο άνετα αισθάνεστε στις συνεντεύξεις και για ποια πράγματα προτιμάτε να μιλάτε; Αυτό εξαρτάται πάρα πολύ από τον άνθρωπο που παίρνει τη συνέντευξη και από τι τον ενδιαφέρει να μάθει. Δεν είναι μόνο τα βιβλία, είναι και οι ερωτήσεις όπως αυτές που μου κάνατε για την πόλη, την καθημερινότητα ή και για την πολιτική ακόμη. Η συζήτηση για την πολιτική είναι βέβαια ένα ναρκοπέδιο.
Γιατί το λέτε αυτό; Γιατί είναι ένα επικίνδυνο κεφάλαιο για να ανοιχθείς. Είναι εύκολο να πεις ότι η κουβέντα του Γεωργιάδη ότι αν βγει ο Τσίπρας θα πάρει τα λεφτά του από τις τράπεζες ήταν άστοχη, χαζομάρα μέχρι και επικίνδυνη, κι όντως αυτά τα πράγματα δε θα έπρεπε να λέγονται αλλά από την άλλη αυτό είναι ένα κομματάκι τόσο δα, αυτό θα έχει ξεχαστεί αύριο. Δηλαδή δεν αξίζει καν το σχόλιο.
Συμφωνώ ότι ήταν ένα κομματάκι αλλά τελικά τα πολλά μικρά κομματάκια δε χτίζουν ένα κλίμα; Οπωσδήποτε αλλά όταν ασχολείται κανείς με ψείρες χάνει το τοπίο.
Άρα με τι αξίζει να ασχοληθεί κανείς; Με αυτό που τον ενδιαφέρει. Τίποτε άλλο εκτός από πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Οποιοσδήποτε ασχολείται με άλλα πράγματα είναι καταδικασμένος καθώς είναι κάτι που φαίνεται αμέσως. Έτσι και στη γραφή. Μόνο για πράγματα που σε ενδιαφέρουν γράφεις. Ακόμη και οι μικρές λεπτομέρειες που λένε μερικές φορές οι αναγνώστες «τώρα γιατί το γράφει αυτό; Είναι άσχετο», όμως ο καλός συγγραφέας δεν γράφει ποτέ άσχετα πράγματα. Κάποια στιγμή αυτή η εκ πρώτης όψεως άσχετη λεπτομέρεια θα χρησιμεύσει κάπου, αργότερα. Δεν υπάρχουν τυχαία πράγματα.
Ούτε μια λέξη δεν είναι τυχαία; Προσπαθούμε. Βέβαια αυτή την ευλογία την έχει μόνο η ποίηση. Η ποίηση είναι η λέξη. Προσπαθώ όμως κι εγώ στην πεζογραφία όσο το δυνατόν να αποδώσω το αναγκαίο. Είχα διαβάσει κάποτε σε ένα κείμενο «τα χέρια της ήταν σαν κρίνα του αγρού» και μιλούσε για μια μαγείρισσα. Δεν έχω τίποτε με τις μαγείρισσες αλλά ειδικά σε μια μαγείρισσα, λόγω συνθηκών, δεν μπορεί τα χέρια της να είναι σαν τα «κρίνα του αγρού».
Την πρώτη φορά που εκδώσατε πόσο σίγουρος ήσασταν για το κείμενο; Ποτέ δεν είναι κανείς σίγουρος αλλά κάποια στιγμή ωριμάζει το πράγμα και τότε πρέπει να το εκδώσεις αλλιώς σαπίζει. Είναι όπως τα δέντρα που θέλουν κλάδεμα, που πρέπει να μαζέψεις τον καρπό σε ορισμένο χρόνο. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ζωντανό αλλιώς δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη. Από εκεί και πέρα όποιος πράγματι θέλει να διαβάσει θα το κάνει ανεξαρτήτων συνθηκών. Υπάρχουν βέβαια και οι τεμπέληδες αναγνώστες. Εξάλλου όλες αυτές οι κυρίες οι «ευπώλητες» πουλάνε ακριβώς σε τέτοιους αναγνώστες, σε κυρίες μαλθακές που δεν σκέπτονται.
Φαντάζομαι ότι εντάσσεται στη λογική «έχω τόσα προβλήματα, δεν θέλω να με διαβάσω κάτι που θα με προβληματίσει κι άλλο». Αναρωτιέμαι αν η ανάγνωση των «ευπώλητων» λύνει τα προβλήματα. Ακριβώς. Ύστερα υπάρχει και το άλλο, συγγενικό με αυτό που είπατε. Αποφεύγουν να διαβάζουν για θανάτους, για αρρώστιες. Μα ο θάνατος και οι αρρώστιες στα βιβλία είναι τελείως διαφορετικά από ότι στη ζωή γιατί στη λογοτεχνία υπάρχει λύτρωση. Από τα βιβλία θυμόμαστε τον θάνατο του γιου του γιατρού στο «Πατέρες και γιοι» του Turgenev ή τον θάνατο της Μαντάμ Μποβαρύ, τους θυμόμαστε και νιώθουμε λύτρωση. Οι άνθρωποι που φοβούνται να αγγίξουν δυσάρεστα θέματα στη λογοτεχνία είναι αυτοί που και στην πραγματική ζωή αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με λάθος τρόπο.
Εκτός από λογοτεχνία παρακολουθείτε και σινεμά; Ναι, μου αρέσει πολύ. Έχω ακούσει για μια καινούρια ταινία που θα ήθελα να δω, λέγεται «Στο σπίτι». Από ταινίες προηγούμενων χρόνων μου άρεσε πολύ το «Στρέλλα». Βλέπω λίγο τηλεόραση ενώ κάποτε έβλεπα και σήριαλ, για παράδειγμα «Οι τρεις Χάριτες» ήταν πολύ χαριτωμένο πρόγραμμα. Τώρα τα περισσότερα απευθύνονται σε κρετίνους. Θα μου πεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που τα βλέπουν και το ευχαριστιούνται γιατί έτσι «φεύγουν» από τη ζωή τους. Μα και με τη λογοτεχνία «φεύγεις» από τη ζωή σου αλλά παραμένεις στη ζωή.
Τις επόμενες ημέρες το νέο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Ο θησαυρός του χρόνου» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη.