Βλέπω τα ρυτιδιάσματα πάνω σ’ ένα κομμάτι θάλασσας. Είναι αργά το απόγευμα. Η θολούρα και η υγρασία του νοτιά αποχώρησαν και τη θέση τους πήρε ένα απαλό βοριαδάκι. Στον μικρό κόλπο κάτι ανεπαίσθητοι στροβιλισμοί χορεύουν τα χάδια πάνω στο γκρι-μπλε. Είναι η θέα από το σπίτι των γενναίων. Αυτό είναι το όνομα του ατελιέ που εκδίδει το περιοδικό Haute Réalité, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στην Αθήνα.
Βλέπω τον ήλιο, μπροστά μας, έτοιμο να πέσει. Είναι ένας ωραίος ανατολίτικος ήλιος, όλο χρώματα από εξωτικούς προορισμούς. Τι σας κάνει να σκέφτεστε μια μέρα που φεύγει; Μάλλον τίποτα. Είναι όλα τόσο ασύμφορα. Έχω την εντύπωση ότι ζω τις παύσεις των όπλων, χωμένος μόνιμα μέσα σ’ ένα ανάχωμα.
Δραματική ακούγεται η πραγματικότητά σας. Θλιμμένη, στενή. Έχετε πέσει μέσα. Δεν ξέρω αν σ’ αυτή τη στενωσιά αναπνέει και ο ήλιος που μόλις χάθηκε, αλλά, τουλάχιστον, μέχρι στιγμής, δεν έχω βιώσει εμπειρίες ιδιαίτερης ευρυχωρίας. Είναι σαν να σε θυμούνται, πάντα, πράγματα και άνθρωποι, εκεί που πας να ησυχάσεις ή να φύγεις.
Νιώθετε δηλαδή ότι αντιμετωπίζετε κάποιο πρόβλημα καταδίωξης; Τι είναι αυτό που σας εμποδίζει να βλέπετε τα πράγματα και τους ανθρώπους ήρεμα; Τι είναι αυτό που δεν σας αφήνει να ησυχάσετε; Τι να σας πω; Φαντάζομαι, λίγο-πολύ, ό,τι καταδιώκει εμένα, καταδιώκει και εσάς. Έχουμε βγει από το ίδιο εργοστάσιο. Από εκεί και πέρα, μάλλον έχει να κάνει με τον τρόπο που ασκούμε την αντίληψή μας.
Τι εννοείτε; Εννοώ ότι καθένας από μας, ανάλογα με τον τρόπο που επιτρέπει τη φθορά, διαλέγει και το βάρος της ευθύνης. Ή αλλιώς, ότι ανάλογα με τον τρόπο που επιτρέπει καθένας τη ροή, διαλέγει και την ανάταση ή τη σήψη. Το δυστυχές που εντοπίζω –και το λέω δυστυχές γιατί, τελικά, φέρνει μόνο προβληματισμό– είναι ότι η ύπαρξη είναι ομαδικό άθλημα.
Και γιατί αυτό να αποτελεί δυστυχία; Κοινωνία δεν ήταν πάντα ο στόχος του ανθρώπου; Ναι, βέβαια. Δεν έχω να αρνηθώ ούτε τη διαπίστωση, ούτε τον αγώνα για την επαλήθευσή της. Απλά, βλέπω, όλο και πιο καθαρά, μέρα με τη μέρα, δύο πράγματα. Από τη μια, την όλο και εντεινόμενη διάθεση του ανθρώπου να απολαμβάνει την επιτυχία ενός παίκτη, χωρίς όμως να αναλαμβάνει το μόχθο της άσκησης και, από την άλλη, την όλο και αυξανόμενη τάση του να παίρνει τη θέση του προπονητή, χωρίς όμως να αναλαμβάνει το κόστος της γνώσης του παιχνιδιού.
Και εσείς σε όλο αυτό; Τι θέλετε να πείτε; Ότι μονοπωλείτε κάποια θέση μοναξιάς, βασανιστηρίου ή ειδικής γνώσης; Τόσοι και τόσοι άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά για να τα φέρουν βόλτα, πολλές φορές, με δυσκολίες, που ούτε επέλεξαν, ούτε κληρονόμησαν. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να πάρω τη θέση του θεωρείου. Ούτε να αδικήσω, ούτε να ισοπεδώσω. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν ξένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Έχω, όμως, μια αυστηρότητα σαν αυτήν που έχει ο ήλιος. Δεν μας έχει προδώσει ούτε μια μέρα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι κάτι φτιαγμένο από τον ίδιο θεό, μπορεί να προδώσει.
Πιστεύετε στο θεό; Τι να σας πω; Εύκολη ερώτηση, δύσκολη απάντηση. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, κάθε φορά που μαζευόμασταν οι στρατευμένοι στο προαύλιο, έβγαινε ένας καημένος και έλεγε την προσευχή. Τότε, καημένος και εγώ, έκανα κάθε τύπου προσευχές μέσα μου. Να μην μαλώσουν ποτέ οι γονείς μου, να γράψω καλά στο διαγώνισμα, να μην πεθάνει η γιαγιά μου. Μετά από κάμποσες προσευχές, είδα ότι δεν γίνεται τίποτα. Και σταμάτησα να ασχολούμαι με τις επικλήσεις, γιατί δεν είχαν νόημα, γιατί δεν έπιαναν τόπο. Άρχισα να νιώθω ότι μόνος υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει, είμαι εγώ. Έγινα, δηλαδή, θεός με τη σειρά μου. Πέρασαν τα χρόνια και, αφού κατάλαβα και αυτήν την ανοησία, άρχισα να πιστεύω ότι δεν ευθύνομαι για τίποτα. Έτσι έκλεισε ο κύκλος της θρησκείας.
Και ποιος κύκλος άνοιξε; Δεν άνοιξε τίποτα. Ίσα-ίσα. Το αντίθετο. Έκλεισαν όλα. Παύση στα σχέδια, παύση στα όνειρα, παύση στο μέλλον. Παύσεις, η μια μετά την άλλη. Μάλιστα, όπως με το πέρασμα της ηλικίας, άρχισαν να πληθαίνουν και οι θάνατοι, το μόνο που βλέπω να μένει είναι μια περίοδος άνθησης για καθετί και ανάλογα με το είδος και η συγγνώμη.
Μάλλον με μπερδεύετε. Κι εγώ μπερδεύομαι. Αλλά αυτά συμβαίνουν όταν δεν υπάρχει θεός. Σκοτώνει ο βράχος το κατσίκι.
Ποιο κατσίκι; Ποιος βράχος; Μα… Μια χαρά τα λέγαμε. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν σας καταλαβαίνω. Τι να σας πω κι εγώ; Δεν ευθύνομαι για τίποτα. Έτσι δεν είπαμε; Ας δούμε τι ανθίζει. Τι φρούτα σας αρέσουν; Έχετε όμορφα μάτια. Αλλά, με συγχωρείτε, παρασύρομαι. Είναι βλέπετε αυτή η κατάρα του ζευγαρώματος. Να ένα ωραίο θέμα.
Μμμμ… Ζευγάρωμα. Τι εννοείτε “ωραίο θέμα”; Αυτό είναι κάτι που γίνεται ή δεν γίνεται. Έχει να κάνει με την τύχη του καθενός και με τις συναντήσεις. Με αυτήν τη συνέντευξη, όμως, πώς θα μπορούσε να ταιριάξει; Αφήστε που, μέχρι τώρα, κουβεντιάζουμε θέματα που δεν έχουν καμία σχέση με τον λόγο για τον οποίο ήρθα να σας βρω. Θα διαφωνήσω μαζί σας. Νομίζω ότι έχουν απόλυτη σχέση. Και ότι έχουν απόλυτη σχέση και με το ζευγάρωμα.
Πώς το λέτε αυτό; Ο κόσμος περιμένει να μάθει ποιος είστε, τι είναι αυτό που κάνετε, γιατί το κάνετε και, βέβαια, τι περιμένετε από αυτό. Ποιες είναι οι επιρροές σας, τι νέο φέρνετε; Όλα αυτά που φτιάχνουν μια παρουσίαση και που επιτρέπουν στον άλλο να μπει στον κόσμο σας, να επικοινωνήσει μαζί σας. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας μιλήσω για τις προηγούμενες σχέσεις μου, για να πιούμε ένα ποτήρι κρασί. Ας πιούμε αυτό το ποτήρι, και ας πονέσουμε μέσα σε αυτήν την άγνοια, μέσα σε αυτό το όμορφο μυστήριο. Μετά, και εφόσον δεν έχουμε πιει τόσο πολύ, μέσα στις ημέρες, ώστε να κυλήσουμε στα άκρα, θα έχουμε πολύ χρόνο, θα έχουμε όλον τον χρόνο δικό μας, για να μάθουμε τα μυστικά και τους φόβους μας. Τις καλοσύνες και τις αρρώστιες μας.
Ζευγάρωμα λοιπόν. Ή όχι; Ζευγάρωμα. Ή ρήξη. Για να είστε ακόμα εδώ, σημαίνει ότι αντέχετε. Και για να σας μιλάω, σημαίνει ότι προσφέρεστε.
Ναι, αλλά να μην πούμε κάτι; Κάτι λίγο, κάτι ελάχιστο. Το όνομά σας, για παράδειγμα; Κάτι μικρό, συμβολικό, κωδικοποιημένο, έτσι ώστε να προχωρήσουμε με ασφάλεια. Να σας θυμίσω, ότι ούτε εγώ γνωρίζω το όνομά σας. Ήρθατε, τόσο μαζί, με τη θάλασσα και τον αέρα, που γίναμε συγγενείς χωρίς ερώτηση, ούτε σύσταση. Και να σας πω την αλήθεια, δεν χρειάζομαι το όνομά σας, ούτε για να κουβεντιάσω μαζί σας, ούτε για να σας θαυμάσω. Όσο για τα σύμβολα και τους κωδικούς, θα σας προσφέρω κι εγώ, όπως όλοι, το γούρι που μου χάρισαν. Αλλά, δεν θα είναι ποτέ για να με αναγνωρίζετε. Θα είναι για να με δείχνετε ή για να με καλείτε. Και όπως έλεγα προηγουμένως, οι προσευχές μου από το μικρό προαύλιο δεν έπιασαν ποτέ.
Τι να σας πω; Το κάνετε όλο και πιο δύσκολο. Είναι αυτά τα τερτίπια της άνθησης. Πόσες φορές το χρόνο; Πόσες φορές τη μέρα; Πόσες φορές το λεπτό; Αχόρταγη η φύση του ανθρώπου. Πόσες φωνές; Πόσα σώματα; Αυτό είναι το δράμα μου. Είχα, από την αρχή, μεγάλη δυσκολία με τις παρουσιάσεις. Είναι σαν να πρέπει να επιβάλω τον θάνατο. Και κουβαλάω, μάλλον, αυτήν τη μανία της ανοιχτωσιάς.
Μα εσείς λέγατε ότι νιώθετε εγκλωβισμένος. Ε, ναι. Αυτό λέω και πάλι. Στενά τα περιθώρια αν επιλέξει η δύναμη την έξοδο. Έχεις γίνει σεζόν. Και τέλος. Και η δύναμη δεν ελέγχεται ποτέ. Εμείς υποκλινόμαστε για να πατήσει πάνω μας ή για να μας αγνοήσει. Ή παράσημο-πληγή, ή ελπίδα για την άφταστη όαση.
Πάλι με μπερδεύετε. Λυπάμαι. Δεν είναι ο στόχος μου. Αν θέλετε, καθοδηγήστε με.
Σας ευχαριστώ. Λοιπόν, είδα το περιοδικό που εκδίδετε, που, αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν μοιάζει με περιοδικό, και, αμέσως, θέλησα να μάθω περισσότερα. Ο λόγος είναι απλός. Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τη φόρμα, τη χρήση των γλωσσών, το αντικείμενο. Πραγματεύεται καλλιτεχνικά θέματα ή την επικαιρότητα; Είστε ένας; Είστε πολλοί; Δεν συνοδεύεται από υπογραφές το υλικό σας. Θα ήθελα, αν έχετε την καλοσύνη, να με διαφωτίσετε. Ευχαρίστως. Βλέπετε, πάντως, ότι επανερχόμαστε στο ζήτημα των συστάσεων και της ταυτότητας. Είναι κάτι ευγενές, το να προσπαθείς να μάθεις τον άλλο. Και, σίγουρα, κάτι προβληματικό, το να προσπαθεί ο άλλος να σου κρύβεται. Αλλά θα σας παρακαλούσα να φύγουμε, έτσι, με μια απότομη στροφή, από αυτό το επίπεδο συλλογισμού. Ας πάμε παραπέρα. Ας σκεφτούμε τη στιγμή, όπου έχουμε μπροστά στα μάτια μας, μια εικόνα τόσο δυνατή, τόσο μοναδική, τόσο καθοριστική για την ισορροπία του συναισθήματος, που προσπαθούμε να την αιχμαλωτίσουμε στην πιο υψηλή ανάλυση, για πάντα. Ας σκεφτούμε ότι αυτή η φωτογραφία είναι αδύνατη. Και ας δηλώσω, εδώ, με την ευκαιρία που μου δίνετε, ότι αυτό είναι το επίπεδο στο οποίο επιλέγουμε να κινηθούμε. Ένας αγαπημένος ποιητής μας, ο Πιερ Ρεβερντί, έλεγε, “je ne veux pas céder à l’anecdote”. Λοιπόν, για αρχή, δεν θα θέλαμε σε καμία περίπτωση να παίξουμε το ρόλο κάποιου πράγματος που προσφέρεται για οφθαλμολάγνους. Και με αυτό εννοούμε ότι δεν επιθυμούμε να επισκεφθούμε κάποια κατάταξη στην ημερήσια διάταξη, ή κάποια φόρμα γνωστή ή που τώρα στήνεται. Εκεί βρίσκεται, θεωρώ, και η δυσκολία σας να μας κατανοήσετε ή να κατανοήσετε το έργο μας. Δεν αφήνουμε σημάδια. Όταν δεν πατάς σε μια γνωστή, ιδεολογικοποιημένη ή βιβλιογραφημένη φόρμα, είσαι, θες δεν θες, τροφή για τους αγράμματους. Οι αγράμματοι, λοιπόν, είναι φίλοι μας. Όσο για τον αριθμό των συντελεστών, την προέλευση ή την ποιότητά τους, τι να σας πω; Τι να σας καταθέσω; Εσείς, είστε ένας ή πολλοί; Και αυτά τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα σας, είναι όλα δικά σας; Και τι θα πει τέχνη ή επικαιρότητα; Ποιος είναι αυτός που απομόνωσε την τέχνη από την επικαιρότητα ή την επικαιρότητα από την τέχνη; Και γιατί η δυσκολία στο να δούμε δίπλα-δίπλα δύο γλώσσες αμετάφραστες; Έχετε δει εσείς ποτέ την άμμο να κάνει διερμηνεία στη θάλασσα για λογαριασμό του γλάρου; Και, τέλος, η περιπέτεια της γλώσσας ήταν πάντα η εξής: το πράγμα έφτιαχνε τη λέξη. Γιατί να προσπαθούμε το ανάποδο;
Νομίζω ότι μπορώ να νιώσω από μέρους σας μόνο μια άρνηση επικοινωνίας. Δεν πέφτετε και πολύ έξω. Θα γινόμουν πολύ προκλητικός αν σας ρωτούσα τι σας είπε ο θεός την τελευταία φορά που του ζητήσατε να σας παρουσιάσει τη ζωή;
Δεν ξέρω για τον θεό, αλλά, εσείς, μια φορά, για το περιοδικό δεν μου είπατε τίποτα. Είναι μάλλον τέτοια η αξία του. Τίποτα. Γι’ αυτό ίσως.
Μα είναι δυνατόν; Το τραβάτε όλο και περισσότερο. Γιατί να σας ψάξει ο κόσμος; Γιατί να σας διαβάσει; Για το τίποτα; Πώς θα προωθήσετε τη δουλειά του εργαστηρίου σας; Ο κόσμος που το απαρτίζει πώς θα ζήσει; Κοιτάξτε. Ούτως ή άλλως ζούμε για το τίποτα. Ούτως ή άλλως, είμαστε τίποτα. Είναι αυτό που μας κάνει “τα πάντα” ή το σκέτο “πάντα”. Αν φάω μια ζουμερή, μοσχοβολιστή ντομάτα, θα μου αρέσει τόσο, που θα απολαύσω τη στιγμή και την ντομάτα. Μάλιστα, θα εργαστώ σκληρά, ώστε να βρίσκω τέτοιες ντομάτες και στη συνέχεια του χρόνου μου ή των γευμάτων μου. Αλλά δεν χάθηκε και ο κόσμος. Ας μην το κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα. Έφαγα τη σπάνια, νόστιμη ντομάτα. Έγινα νόστιμος. Θα με φάει αυτός που θα με θέλει τόσο, ώστε να με βάζει στο τραπέζι του.
Οπότε, μου λέτε να δω τη δουλειά σας και εσάς σαν φυτό, σαν γεύμα; Να μας δείτε σαν σοδειά που προσπαθεί να βελτιώσει τις σοδειές.
Δηλαδή; Είμαστε όλοι δέσμιοι ενός συμβολαίου που αγωνιζόμαστε να σπάσουμε. Για να επιστρέψω, λίγο, στην αρχή της κουβέντας μας, αν μου επιτρέπετε, σ’αυτήν την αλήθεια του αναχώματος. Αρχίζει να γίνεται σπάνιος ο αέρας. Εδώ και αρκετό καιρό, η τροφή του ζώου που είμαστε λιγοστεύει επικίνδυνα. Έτσι, για να σας δώσω κάτι, να μην φύγετε με το παράπονο. Το σπίτι των γενναίων γεννήθηκε μαζί με το περιοδικό Haute Réalité, λόγω απανωτών θανάτων. Λόγω ανεξήγητων θανάτων. Λόγω θανάτων που δεν δίνουν τροφή στο κάθε επόμενο, αλλά, αντιθέτως, το γεννούν στείρο και ανάπηρο. Όλη αυτή η προσπάθειά μας εκεί εντοπίζεται και εκεί βρίσκει τους λόγους της ύπαρξής της. Παραδίδονται νέες γενιές σακατεμένες, άχρηστες. Παραδίδονται ποσότητες που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα…
Μα, τίποτα λέγατε ότι είναι… Ξέρω, ξέρω. Ας μην παίξουμε εδώ τη λέξη. Θα σας βοηθήσω παρακάτω. Επιτρέψτε μου. Παραδίδονται, λοιπόν, ποσότητες που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα. Λες και έχουμε σταματήσει το χρόνο. Λες και δημιουργούμε θεϊκά τη στασιμότητα. Λες και φτιάχνουμε την πιο πετυχημένη έρημο. Προσπαθώ να φανταστώ έναν αέρα που να υπάρχει και να μην παρασέρνει τα μαλλιά μου. Δεν βρίσκω κανέναν. Κι αν βρίσκω είναι επειδή παρασέρνει άλλα μαλλιά. Λες και έχουμε ποντάρει τα πάντα πάνω στην ακινησία. Παίζουμε τη γη ολόκληρη, τη ρισκάρουμε, την ξεπουλάμε, μόνο και μόνο, για να να απομακρύνουμε στον αγύριστο το θάνατο. Είναι τέτοια δυστυχώς η εποχή. Οτιδήποτε, προκειμένου να μειώσουμε τον πόνο ή την ευθύνη του χεριού μας. Γενικά, έρχονται πολλά προβλήματα όταν αρχίσεις να αποφεύγεις τη σφαγή. Και εμείς, όλοι, εδώ, επειδή βαριόμαστε πολύ τη ζωή του μοντέλου, είπαμε να παίξουμε το κορμί μας. Ας πεθάνει ο παίκτης. Ας χαρεί ο θεατής. Ας γεννηθεί η επανάληψη. Εμείς προσθέτουμε, ας χαρεί το άγνωστο. Αλλά, μάλλον σας κούρασα.
Δεν ξέρω αν με κουράσατε. Αυτό που ξέρω είναι ότι επιστρέφοντας στο σπίτι θα σκέφτομαι πού πήγε ο ήλιος. Πού πήγε;