Το Netflix είναι συνδεδεμένο στις συνειδήσεις των συνδρομητών του με αρκετά πράγματα (σειρές-κράχτες για binge-αστραπή, ανόητα reality, ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ, μέτριες ανατολικοευρωπαϊκές παραγωγές και ακριβά αγορασμένο πρεστίζ), όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα ισχυρή ταυτότητα στο πεδίο της κωμωδίας: πέρα από λίγα επώνυμα stand-up specials που έχει πληρώσει μια περιουσία, βασίζεται σε καταλόγους τρίτων για τις περισσότερες ταινίες και σειρές. Εξαίρεση αποτελούν οι ρομαντικές κομεντί, ένα από τα ισχυρότερα brands της πλατφόρμας (που για λίγο έμοιαζε με σωσίβια λέμβο του είδους), που όμως τον τελευταίο καιρό έπεσαν θύματα της υπερπροσφοράς και της επακόλουθης πτώσης της ποιότητας, που συχνά χαρακτηρίζουν το Netflix.
Ωστόσο τόσες συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της κωμωδίας στο δικό τους τερέν θα απέφεραν αργά ή γρήγορα αποτελέσματα και σε επίπεδο πρωτότυπης μυθοπλασίας για το Netflix – ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση φαίνεται να έγινε με το Bad Trip, με πρωταγωνιστή τον Έρικ Αντρέ, σταρ του δικτύου Adult Swim το οποίο φιλοξενεί από το 2021 μέχρι σήμερα το κορυφαίο σε θεαματικότητα The Eric Andre Show, μια σειρά από σουρεάλ σκετσάκια με φόντο ένα ψεύτικο talk show. Σίγουρα όχι high concept, αλλά όχι και εντελώς ευτελές (αν και το προσπαθεί πολύ), το Bad Trip συνδυάζει την ένοχη απόλαυση των εκπομπών με κρυφή κάμερα με μια τυπική buddy comedy: οι ήρωες, ο Κρις (Αντρέ) και ο κολλητός του, Μπαντ (Λιλ Ρέι Χάουερι), υπάρχουν μέσα στο σύμπαν της ταινίας και ακολουθούν το σενάριο που τους θέλει να κάνουν ένα road trip από την Φλόριντα ως την Νέα Υόρκη για να κερδίσει ο Κρις το κορίτσι των ονείρων του (Μικέλα Κόνλιν) ενώ τους καταδιώκει η αδερφή του Μπαντ, Τρίνα (Τίφανι Χάντις), που έχει δραπετεύσει από τη φυλακή για να πάρει πίσω το αγαπημένο της ροζ αυτοκίνητο που οι δύο φίλοι δανείστηκαν χωρίς την άδειά της. Όμως οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στο Bad Trip και αφορά τρίτους, είτε είναι περαστικοί είτε μάρτυρες είτε απλώς συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο με τους ηθοποιούς, είναι μια φάρσα: ο Κρις, ο Μπαντ και η Τρίνα επιδίδονται σε ολοένα και πιο τρελά/αηδιαστικά/εξωφρενικά κόλπα παραμένοντας εντός χαρακτήρα ενώ οι κρυμμένες κάμερες καταγράφουν τις αντιδράσεις των ανυποψίαστων ανθρώπων που τυχαίνει να βρίσκονται στο σημείο.
Αν το όλο εγχείρημα μοιάζει να έχει μια αύρα Borat, αυτό συμβαίνει μόνο σε επίπεδο φόρμας. Οι πλάκες του Bad Trip, που ξεκινούν από κάτι σχετικά αθώο όπως ένας καβγάς ανάμεσα σε αδέρφια και καταλήγουν σε απίστευτα σκηνικά σαν το βιασμό του Κρις από ένα γορίλα σε ένα ζωολογικό κήπο μπροστά στους εμβρόντητους επισκέπτες, δεν έχουν σκοπό να ξεσκεπάσουν την ηλιθιότητα ή τις προκαταλήψεις της περίφημης “Μέσης Αμερικής” και να επηρεάσουν εκλογικά αποτελέσματα. Τα “θύματα” των φαρσών του Αντρέ και των συνεργατών του δεν εκτίθενται για τις απόψεις τους – απλώς συμμετέχουν άθελά τους σε ένα χοντροκομμένο αστείο. Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μιλημένος θεατής διασκεδάζει με τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους την ίδια στιγμή που εύχεται να μην βρεθεί ποτέ μα ποτέ στη θέση τους, όσο ανώδυνη κι αν είναι.
Πολύ πιο πεζό είναι το Thunder Force, η νέα συνεργασία της Μελίσα Μακάρθι με το σύζυγό της, Μπεν Φαλκόνε, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Η Μακάρθι, που έγινε η μοναδική γυναίκα σούπερ σταρ της κωμωδίας μετά την υποψηφιότητά της για Όσκαρ για το Bridesmaids, πασχίζει τα τελευταία χρόνια να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού για το προσωπικό της είδος κωμωδίας (με λαμπρή εξαίρεση το ξεκαρδιστικό Spy, δια χειρός όμως του σκηνοθέτη του Bridesmaids, Πολ Φιγκ), σε σημείο που η επόμενη οσκαρική υποψηφιότητά της ήρθε για τη σπάνια δραματική της στροφή στο Θα Μπορούσες Ποτέ Να Με Συγχωρήσεις;
Όμως φαίνεται πως η ίδια προτιμά τις κωμωδίες και παραμένει στο στοιχείο της και στο Thunder Force, που προσπαθεί να σατιρίσει τη μανία του κοινού με τους υπερήρωες και να την προσαρμόσει σε μια κωμική συνθήκη που δεν θα ήταν απίθανο να βλέπαμε στη μεγάλη οθόνη στα 90s: η Μακάρθι ενώνει τις δυνάμεις της με την Οκτάβια Σπένσερ και υποδύονται δύο πρώην κολλητές που ξανασυναντιούνται χρόνια μετά το σχολείο και τα βάζουν με τους κακούς που τρομοκρατούν την πόλη τους. Στον κόσμο της ταινίας, οι κακοί με υπερδυνάμεις έχουν επικρατήσει και η ‘Εμιλι Στάντον (Σπένσερ) είναι μια επιστήμονας που έχει αναπτύξει μια φόρμουλα που θα δώσει στην ίδια υπεράνθρωπη δύναμη και την ικανότητα να γίνεται αόρατη, με στόχο να τους κατατροπώσει. Όμως, η παλιά της φίλη και νυν loser Λίντια (Μακάρθι) που έχει επισκεφτεί τα νέα της γραφεία για να την προσκαλέσει στο reunion του σχολείου, παίρνει τη δόση της υπερδύναμης και έτσι οι δυο τους αναγκάζονται να δουλέψουν μαζί ως σούπερ δίδυμο Thunder Force για να νικήσουν τους εχθρούς του Σικάγο.
Η ιδέα του αταίριαστου διδύμου που δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνεργαστεί για να επικρατήσει το καλό έχει σχεδόν εξαντληθεί σε παλιότερες και καλύτερες ταινίες, αλλά το Thunder Force δεν είναι η πλήρης καταστροφή που μπορεί να ακούγεται με κριτήριο το πρόσφατο παρελθόν της Μακάρθι. Ίσως λόγω της οικειότητάς του με την Μακάρθι που ξεπερνά την επαγγελματική, ο Φαλκόνε ξέρει να χρησιμοποιεί το κωμικό ταλέντο της πρωταγωνίστριας με μέτρο και να το προσαρμόζει στην περσόνα της, αφήνοντας την απρόσμενη χημεία της με την Σπένσερ να χτιστεί με πειστικό ρυθμό. Προδίδονται, όμως, από ένα σενάριο χωρίς εφευρετικό χιούμορ – δεν είναι τόσο ότι τα αστεία πέφτουν στο έδαφος με κρότο, αλλά περισσότερο ότι εξαφανίζονται μόλις το ακουμπήσουν. Gags όπως τα καβουροχέρια του γκεστ σταρ Τζέισον Μπέιτμαν και ο ερωτικός του χορός με την Μακάρθι σε ένα μίνι μάρκετ θυσιάζονται στο βωμό της γενικής μετριότητας του υλικού του Φαλκόνε, που δεν φτάνει ποτέ σε επίπεδα κλασικών spoofs όπως το Johnny English, το Στραβοί Πιλότοι σε F-16 ή το Not Another Teen Movie. Το Thunder Force αρκείται στο να μην φλερτάρει με την πλήρη καταστροφή – μια ανησυχητική τάση στην ψυχαγωγία που συντηρεί και η υπηρεσία που το φιλοξενεί.