Έχοντας μια σταθερά πετυχημένη καριέρα από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, με ένα Όσκαρ στο ενεργητικό του, ο Μάθιου Μακόναχι δύσκολα θα επισκιαζόταν από κάποιον συμπρωταγωνιστή του σε αυτή τη φάση της πορείας του, πόσο μάλλον από έναν εντελώς άπειρο πρωτοεμφανιζόμενο πιτσιρικά.
Αυτό όμως κοντεύει να συμβεί στην καινούργια του ταινία White Boy Rick, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και βασίζεται σε μια άγνωστη αλλά απίστευτη αληθινή ιστορία από αυτές που μπορού να συμβούν μόνο στην Αμερική. Ο Μακόναχι υποδύεται έναν φτωχό πατέρα που πουλάει περίπου νόμιμα όπλα για να μεγαλώσει τα δύο παιδιά του, μετά την εγκατάλειψή τους από τη μητέρα τους. Κι ενώ η μεγάλη κόρη του εθίζεται στα ναρκωτικά, ο 14χρονος γιος του που ξέρει πολλά για την τοπική συμμορία του Ντιτρόιτ γίνεται ο νεότερος πληροφοριοδότης στην ιστορία του FBI και ζει δεκαετίες ζωής μέσα σε ελάχιστα χρόνια, πριν όλα καταρρεύσουν με τον πιο καταλυτικό τρόπο. Στο ρόλο του γιου, ο Ρίτσι Μέριτ κάνει το ντεμπούτο του στην υποκριτική, έχοντας ανακαλυφθεί σχεδόν στο δρόμο από το σκηνοθέτη Γιαν Ντεμάνζ (’71) και τους συνεργάτες του.
Στην αποκλειστική συνέντευξη που μας έδωσε το πρωταγωνιστικό δίδυμο στο Τορόντο, το πρώτο πράγμα που ξεκαθάρισε ο Μέριτ ήταν η πρόθεσή του να μην εγκαταλείψει την καλή του τύχη. «Σίγουρα θα συνεχίσω την ηθοποιία, το βλέπω ως κάτι που θα ήθελα να κάνω. [Ο Μάθιου] το κάνει και δεν είναι άσχημη δουλειά. Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός αλλά δεν βρέθηκα ποτέ στην κατάλληλη περίσταση μέχρι που πήγα σχολείο μια μέρα και γνώρισα τον υπεύθυνο του κάστινγκ. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει τέτοια δουλειά. Δεν ήξερα τι να περιμένω γιατί είμαι καινούργιος σε όλο αυτό». Ακούγοντάς τον, ο Μακόναχι θυμήθηκε τη δική του breakout στιγμή, το A Time To Kill το 1996, και το πώς άλλαξε η ζωή του εν μια νυκτί. «Την Παρασκευή βγήκε η ταινία και τη Δευτέρα περπατούσα στο δρόμο και όλοι με ήξεραν. Αυτό θα συμβεί και σε σένα, Ρίτσι, και δεν θα το πιστεύεις. Γι’αυτό πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, που είναι άλλωστε και το κεντρικό θέμα της ταινίας,», λέει ο διάσημος ηθοποιός.
Μπορεί ο σκηνοθέτης Γιαν Ντεμάνζ, που έγινε περιζήτητος στο Χόλιγουντ μετά τη γεμάτη ένταση πολιτική περιπέτεια ’71, να προσεγγίζει την ιστορία στυλιστικά σαν τα κλασικά αστυνομικά της δεκαετίας του ’70 (φέρνοντας μέχρι και DJ με βινύλια στο πλατώ για να αναπαραστήσει πιο αυθεντικά την εποχή), αλλά στον πυρήνα του, το White Boy Rick ασχολείται με κάτι που μπορεί να ταυτιστεί σχεδόν οποιοσδήποτε θεατής: μια προβληματική αλλά τελικά αγαπημένη οικογένεια. Ο Μακόναχι ενδιαφέρθηκε ακριβώς γι’ αυτό το στοιχείο. «Για μένα, είναι η ιστορία ενός πατέρα που φοβάται να χάσει το γιο του και προσπαθεί να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά του αποτυγχάνοντας. Προσπαθώ να κερδίσω και να χάσω κάθε φορά. Δεν μπορώ να πω ότι ο χαρακτήρας μου δεν έκανε ό,τι μπορούσε. Απλώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα [για να τους προστατεύσει]».
Η ταινία εκτυλίσσεται το 1984 στο Ντιτρόιτ, την πόλη που πλέον έχει ταυτιστεί με την αποτυχία του αμερικάνικου ονείρου, και οι παραλληλισμοί με τη σύγχρονη εποχή προκαλούν εμφανές πάθος στον Μακόναχι. «Μπορούμε να μιλήσουμε για την οπλοκατοχή, την κυκλική πορεία της φτώχιας, αλλά δεν είναι δουλειά μου να ηθικολογήσω. Μου άρεσε η απουσία συναισθηματισμού στο σενάριο, ο κόσμος στον οποίο ζούμε μπορεί να κρίνει, αλλά για εκείνους τους ανθρώπους ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης», λέει αναφερόμενος στις παράνομες μεθόδους στις οποίες κατέφυγε η οικογένεια για να επιβιώσει, με αποκορύφωμα το εμπόριο κοκαΐνης του Ρικ που τον έστειλε ισόβια στη φυλακή. Αυτή τη στιγμή είναι ο μακροβιότερος κρατούμενος για μη βίαιο έγκλημα στην Αμερική, με πιθανότητα αναστολής φέτος (όπως αναφέρεται στους τίτλους τέλους) ή το αργότερο το 2022.
Σύμπτωση ή φόβος αρνητικής διαφήμισης για ένα ελαττωματικό σύστημα δικαιοσύνης; Οι ηθοποιοί αποφεύγουν να τοποθετηθούν, αλλά η ιστορία του Ρικ, σπάνια αλλά ταυτόχρονα και τόσο συνηθισμένη για συγκεκριμένες ομάδες της αμερικάνικης κοινωνίας, δίνει την απάντηση από μόνη της.