Το πόσο αγαπητός είναι ο Matt Elliott στην Ελλάδα φάνηκε, όχι μόνο από το sold out της συναυλίας του, αλλά κι από την προσθήκη δεύτερης εμφάνισής του την Κυριακή, προκειμένου να τον δουν οι πολλοί που δεν είχαν εισιτήριο κι έμειναν απ’ έξω το Σάββατο (κι όσοι τον είδαν, μίλησαν για μια εξίσου αν όχι ακόμα περισσότερο αξιομνημόνευτη βραδιά). Ένας καλλιτέχνης μισάνθρωπος στη μουσική του αλλά απόλυτα κοινωνικός στη ζωή του, που πριν τη συναυλία είναι ανάμεσα στο κοινό και συζητάει μαζί του χωρίς διακρίσεις, φιλικότατος και ετοιμόλογος. Αναφορά να γίνει και στο πάμφθηνο merchandise και στην πανέμορφη μπλούζα που προσφερόταν σε αυτό.
Ο ION ανέβηκε επί σκηνής όχι πολύ ώρα μετά την καθορισμένη. Με παραμυθένιες urban εικόνες να προβάλλονται στον τοίχο της σκηνής, μας ταξίδεψε σε μελωδικά post industrial, «λουπαδόρικα» μονοπάτια, που άλλοτε έγερναν πιο πολύ προς τον μινιμαλισμό της σύγχρονης dark techno σκηνής, αν αυτή φιλτραριζόταν μέσα από το αιθέριο Echos Pastoraux των Elodie κι άλλοτε αποκτώντας ξεκάθαρο ρυθμό. Ένα ρυθμό που με λίγη περισσότερη βρωμιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως rhythmic noise ή αν ήταν πιο «φλύαρος» ως EBM, αλλά κι έτσι μια χαρά μας έκανε να παρασυρθούμε και να κουνήσουμε (σεμνά, όχι πως ξεφύγαμε και καθόλου από την όλη μινιμαλιστική ατμόσφαιρα) τους γοφούς μας.
Σειρά του αγαπημένου τροβαδούρου του κυνισμού να ανέβει επί σκηνής. Καθώς η προηγούμενή του εμφάνιση στο Tin Pan Alley ήταν απέριττα υπέροχη, ο πήχης των προσδοκιών ήταν ιδιαίτερα υψηλός. Αλλά έλα μου που κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του για μια ακόμα φορά. Από τις πρώτες νότες του “The Right To Cry” που άνοιξε το live μέχρι τις τελευταίες νότες της Μισιρλούς, το μόνο που ακολούθησε ήταν ένα υποδειγματικά σιωπηλό κοινό να αφουγκράζεται τα κομμάτια του και να επευφημεί τον καλλιτέχνη όταν αυτός τέλειωνε κάθε κομμάτι. Δεν έλειψαν τα σχόλιά του ίδιου του καλλιτέχνη, πόσο ήσυχοι είμαστε, πόσο βαρετό είναι ένα κομμάτι που θα έπαιζε οπότε «όσοι θέλετε να πάτε τουαλέτα κάντε το τώρα», «επιτέλους παίζω σε γκοθάδικο, παλιά ήμουν γκοθάς», «εγώ στη θέση σας θα είχα φύγει εδώ και ώρα» και άλλα όμορφα που εμπλούτιζαν την όλη εμπειρία ανάμεσα στα κομμάτια.
Από setlist, δεν ξέφυγε πολύ από τα δεδομένα της τουρνέ, εκτός, ίσως από τη σειρά με την ποία έπαιξε τα κομμάτια του. Εκεί ήταν το “Zugzwang”, εκεί και το “Kursk”. Η διασκευή του “I Put A Spell On You” και το “Also Ran”. Από τον καινούριο δίσκο The Calm Before (2016, Ici d’ailleurs) τιμήθηκε το ομώνυμο (το «βαρετό» προαναφερθέν) όπως και το “Wings And Crown”, το οποίο αφιέρωσε «στα αγόρια». Όλα τους τραβηγμένα στα άκρα σε διάρκεια, χωρίς να κουράζει, όμως το αποτέλεσμα. Έφτασε η ώρα του encore και, φυσικά, το “Dust Flesh And Bones” δε θα μπορούσε να λείπει από το setlist. Αλλά, τότε ήρθε η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς, όταν μας ανακοινώνει πως του δάνεισαν μια μελόντικα προκειμένου να παίξει ένα παλιό κομμάτι και θα προσπαθήσει να τα βγάλει πέρα καθώς πάει πολύς καιρός από τότε που το έπαιξε τελευταία φορά. Κι από το πουθενά, το “I Name This Ship The Tragedy” μας άφησε έκπληκτους. Ακολούθησε η διασκευή της Μισιρλούς και κάπου εκεί ξεκινήσαμε να μαζεύουμε τα κομμάτια μας και να συνεχίσουμε τη βραδιά μας (αν όχι τη ζωή μας, ελέω του να ακουστώ υπερβολικός).
Αν εξαιρέσουμε το στρίμωγμα λόγω του sold out και την έλλειψη ικανοποιητικού εξαερισμού, επρόκειτο για μια βραδιά επίπονα λυτρωτική. Όπως, άλλωστε, είναι κάθε του εμφάνιση. Ο κρυστάλλινος ήχος άφησε τη βαρύτονη φωνή του Elliott να αναδειχθεί όπως της αρμόζει, ο φωτισμός σε κάθε κομμάτι έδινε αυτό το κάτι παραπάνω στην ατμόσφαιρα και εν τέλει η έκπληξη του “I Name…” συνέβαλαν στο να μετατραπεί σε μια συναυλία στοιχειωτικά όμορφη.
Και αν η προηγούμενή του στο Tin Pan Alley ήταν τέλεια, αυτή εδώ στην Death Disco κατάφερε να την ξεπεράσει.