desa

Το 1888 ο ψυχιάτρος Richard von Krafft-Ebing εισηγήθηκε τον όρο «σαδισμός» από τον όνομα του διαβόητου Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Εκείνη την περίοδο, ο Μαρκήσιος που έζησε 29 χρόνια της ζωής του (1740-1814) σε φυλακές και άσυλα χωρίς να περάσει ποτέ δίκη, είχε ήδη ξεχαστεί, καθώς κατά τον 19ο αιώνα μόνο ελάχιστοι γνώριζαν το έργο του (ανάμεσά τους ο Φλωμπέρ και ο Μπωντλαίρ), είτε κατέχοντας παράνομα αντίγραφα των βιβλίων του ή διαβάζοντάς τα στο τμήμα απαγορευμένων βιβλίων της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι.

Το ενδιαφέρον για το έργο του ξεκίνησε στον 20ο αιώνα ο Απολλιναίρ με τα κείμενά του, τα οποία παρακίνησαν τους Σουρρεαλιστές (Νταλί, Μπρετόν, κλπ) που είδαν στον Σαντ τον δικό τους Αρετίνο. Πάρα ταύτα, τα έργα του ήταν απαγορευμένα στη Γαλλία ως το 1957, ενώ ακόμα και οι ίδιοι οι κληρονόμοι του σχεδόν αγνοούσαν την ύπαρξή του ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έκτοτε, τα βιβλία του έχουν βρεθεί στο επίκεντρο πολλαπλών αναγνώσεων και πέρα από ο πιο ακραίος πορνογράφος στην Ιστορία, έχει αναγνωριστεί ως φιλόσοφος και υπέρτατος υπερασπιστής της ελευθερίας, τον διδάσκουν στα γαλλικά σχολεία (!) και εκδίδεται από τις σημαντικότατες εκδόσεις Gallimard! Ο Μπουνιουέλ και ο Παζολίνι έφεραν το έργο του στον κινηματογράφο. Το δε περίφημο «μυστικό πρωτότυπο» του «120 Μέρες στα Σόδομα» – που γράφτηκε το 1785 σε ξεχωριστά χαρτιά που κολλήθηκαν σε ένα ρολό μήκους πάνω από 10 μέτρα, το οποίο κρύφτηκε στον τοίχο της φυλακής της Βαστίλλης – πωλήθηκε στην τιμή των 7.000.000 ευρώ (!), καθιστώντας το ένα από τα πλέον πολύτιμα στον κόσμο (κατηγορία μεγέθους: η Magna Carta).

0013496_195

Η ζωή του Ντε Σαντ ήταν πραγματικά σκανδαλώδης (μαστίγωνε πόρνες και τους μιλούσε για την ψευτιά της θρησκείας, φυλάκισε σε ένα μπουντρούμι και κακοποιούσε για 6 εβδομάδες κάποιους νέους, κλπ.), έφαγε την περιουσία του στις ακολασίες και τελικά κατέληξε στη φυλακή, εξαιτίας της πεθεράς του (!), η οποία δεν είχε την ανεκτικότητα της κόρης της Πελαγίας (ο ντε Σαντ έφυγε στην Ιταλία με την αδερφή της Πελαγίας). Το συγγραφικό του έργο άρχισε αφού μπήκε στη φυλακή και συνεχίστηκε με όλο και περισσότερη μανία της οργιώδους φαντασίας του, καθώς τα χρόνια περνούσαν κι αυτός μεταφερόταν από φυλακή σε φυλακή και στο τέλος σε άσυλο. Δεν γνώρισε την παραμικρή επιτυχία όσο ζούσε και πέθανε με το παράπονο ότι δεν έγινε μεγάλος συγγραφέας και ο κόσμος θα τον ξεχάσει.

Πώς λοιπόν τα κατάφερε και σήμερα το όνομά του το ξέρει όλος ο κόσμος; Μερικές από τις απαντήσει μπορούμε να βρούμε στο «Η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και είναι το πιο «εύπεπτο» από τα κείμενα του (π.χ. σε σχέση με το πραγματικά παρανοϊκό ανοσιούργημά του, «120 μέρες στα Σόδομα»).

Η υπόθεση του έργου – που έχει θεατρική μορφή και εξελίσσεται σε 7 διαλόγους/κεφάλαια – έχει να κάνει με την διαπαιδαγώγηση της Ευγενίας, πρόθυμης 15χρονης παρθένας καλλονής, από το δίδυμο των λιμπερτίνων, του ακόλαστου γόη Ντολμανσέ και της έκλυτης κυρίας Ντε Σεντ-Ανζ. Στο έργο τους συνδράμουν και δύο πρόθυμοι νεαροί, ο Ιππότης (αδερφός της κυρίας) και ο κηπουρός και εραστής της Αυγουστίνος. Το «μάθημα» λαμβάνει χώρα στο σπίτι της κυρίας Ντε Σεντ-Ανζ και περιλαμβάνει τη μύηση της Ευγενίας σε κάθε πιθανή έκφανσή του σαρκικού έρωτα και κυρίως την άγρια πλευρά του, από τον βίαιο σοδομισμό ως τη μαστίγωση.

Στα διαλείμματα των αχαλίνωτων σεξουαλικών πράξεών τους, ο Ντολμανσέ και η κυρία Ντε Σεντ-Ανζ διδάσκουν την Ευγενία ότι κάθε ηδονή είναι σωστή, καθώς η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια που να επιζητά την ηδονή (από το σεξ μέχρι τον φόνο). Άρα, οι περιορισμοί που έχει βάλει η κοινωνία, η θρησκεία και κάθε άλλο «καθεστώς» στην απόλαυση των ηδονών είναι παράλογη, καθώς αντιτίθεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα πρέπει να απελευθερωθεί από δεσμά των ψεύτικων προκαταλήψεων και να κυνηγάει διαρκώς την ηδονή.

Στη μέση του πέμπτου διαλόγου, ο Ντολμανσέ παρουσιάζει μια μπροσούρα που αγόρασε με τίτλο «Γάλλοι, άλλη μια προσπάθεια να γίνετε δημοκράτες». Στις πάνω από 60 σελίδες της (στην παρούσα μετάφραση) ο Ντε Σαντ – γράφοντας το 1795, στη μέση της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1799) – καλεί τους συμπατριώτες του που ξεσηκώθηκαν κατά των ηγεμόνων και των πλουσίων, να κάνουν και τα επόμενα βήματα για να γίνουν πραγματικοί δημοκράτες: να απαλλαγούν από τη θρησκεία και τον γάμο, να αλλάξουν τα χριστιανικά ήθη («κανένα είδος λαγνείας δεν ήταν υπό διωγμό στην Αθήνα ή την Σπάρτη»), όλες οι γυναίκες να υποτάσσονται στα καπρίτσια όλων των ανδρών «γιατί είναι βέβαιο πως, στη φυσική τους κατάσταση, οι γυναίκες απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα των λοιπών θηλυκών ζώων και ανήκουν, ομοίως και ανεξαιρέτως, σε όλα τα αρσενικά». Υπερασπίζεται το καθολικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία (που η Γαλλική Επανάσταση έχει μόλις καθιερώσει), αλλά είναι και υπέρ της κλοπής, γιατί η κλοπή υπάρχει στη φύση. Είναι κατά της θανατικής καταδίκης που τότε ήταν συνηθέστατη ποινή.

Το τέλος του βιβλίου θα βρει την Ευγενία, μαζί με τους συνεργούς της, να τιμωρούν βίαια τη μητέρα της, γιατί δεν άφηνε την κόρη της να παραδοθεί στην ηδονή.

Στη «Φιλοσοφία του Μπουντουάρ» βρίσκουμε το όραμα ενός ανθρώπου που ήταν μπροστά από την εποχή του. Βάζοντας τη σεξουαλικότητα στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής, θεωρεί ότι ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγεί από κάθε ψεύτικο περιορισμό που έχει επιβληθεί στη σεξουαλική συμπεριφορά. Πολύ πριν τον Φρόυντ, μιλά για κάτι που είναι πολύ κοντά στην έννοια του υποσυνείδητου. Πολύ πριν τον Όσκαρ Ουάιλντ, μιλά για την ομοφυλοφιλία ως κανονική συμπεριφορά και όχι παρεκτροπή. Η τόλμη του απέναντι στη θρησκεία, την κοινωνία και τα ήθη, ήταν πολύ πέρα από δεδομένα της εποχής.

Σίγουρα, οι λογοτεχνικές αρετές του κειμένου δεν είναι πολλές. Μιλάμε άλλωστε για ερωτική λογοτεχνία. Όμως, δύο αιώνες μετά το θάνατό του Ντε Σαντ, η ακραία ελευθεριότητα του κειμένου κατορθώνει να εντυπωσιάζει ακόμα και το, χορτασμένο από την πορνογραφία της εποχής του ίντερνετ, μάτι του σημερινού αναγνώστη και να ταράζει την θρησκόληπτη συνείδησή μας.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.