Ο Μαλντορόρ το 2018 έκανε ένα ακόμη σύντομο πέρασμα απ’ τη γη. Αναστημένος από την φρικίαση που αισθάνθηκε, ακοίμητος μέσα στο τάφο του, από κάποια στα σίγουρα ανεκλάλητη ηδονή. Όταν αντιλήφθηκα ότι ανεγέρθηκε και ξαναβρέθηκε ανάμεσα στον εσμό των ανθρώπων, αποφάσισα να τον παρακολουθώ και να σημειώνω τις δράσεις του, δίνοντας προς τον κόσμο το νέο χάρτη της κακότητας του είδους μας. Φυσικά και ήμουν πλάι του στην αγρύπνια. Ήτανε τόσο φοβερή η παρουσία του που μάτι ανθρώπου που τον έβλεπε δεν έκλεινε για τουλάχιστον τρία εικοσιτετράωρα. Φανταστείτε εγώ που ήμουν προορισμένος να φτιάξω το μαρτυρολόγιο των νέων του θυμάτων. Απομακρύνθηκα απ’ το κρεβάτι για μέρες. Ώσπου να σβήσει αυτό το κορωμένο μετέωρο -γέννημα του Λωτρεαμόν- και να ξεδιψάσει την δίψα του με αίμα απ’ τα θνησιμαία του. Πρώτα θα σας δώσω μια αμυδρή περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνισης. Αν φτιάξω μια όσο πιο αληθινή εικόνα του γίνεται, θα βγείτε απ’ την ανάγνωση για πάντα, ξερνώντας δεξιά και αριστερά. Σας θέλω μαζί μου και συγχωρείστε την σκληρότητα της πένας μου. Θέλω οι λέξεις μου να είναι τόσο πανουκλιασμένες όσο οι ειδεχθείς πράξεις του Μαλντορόρ.
Το ύψος του ήταν το φυσιολογικό για άντρα καμπούρη. Τα χεριά του ροζιασμένα σαν κάποιου μπαμπόγερου με την ηλικία της ελιάς στην αυλή μου. Την κοιλιά του είχαν καταλάβει ερπετά, αρθρόποδα και αμφίβια. Ο Μαλντορόρ ήταν ένας ξενιστής που με το αίμα του έθρεφε όλη την χλωρίδα και την πανίδα πάνω στην κορμοστασιά του. Γιατί ο Μαλντορόρ ήταν πληγιασμένος. Δεν ήταν ένας τυχαίος κακούργος της καθημερινότητας. Είχε στο παρελθόν δώσει μάχες με τον υπέρτατο κακό. Τον επίβουλο των ειμαρμένων όλων των ανθρώπων. Τον Θεό. Το πρόσωπο του ήταν δυσειδές σαν κάποιου τέρατος. Τα μάτια του αλληθώριζαν, το στόμα του ήταν σφραγισμένο σ’ ένα μορφασμό πίκρας. Και τα αυτιά του είχανε πάνω τους αναπτύξει μια άναρχη τριχοφυΐα σαν γάτας που την είχε χτυπήσει η ψώρα. Τα ρούχα του ήταν ελάχιστα. Ίσα για να κρύβεται το άθλιο καυλί του, ο κώλος του και η καμπούρα του. Τα υπόλοιπα φαίνονταν και το στήθος του ήταν πεντακάθαρο και γυμνασμένο απ’ τις άπειρες κακίες που είχε προσφέρει στον κόσμο. Ίδιο με το στήθος των σύγχρονων bodybuilders που και τί δεν θα δίναν κάτι πούστηδες να γαμηθούν από δαύτους. Εννοείται κι εγώ ο ίδιος. Είχε κάτι λυσσάρηδες τότε που και μόνο γι’ αυτό το τόσο θελκτικό στήθος θ’ αψηφούσαν τις άλλες ατέλειες του αποτρόπαιου σώματος του. Για να βυζάξουν αυτό το στήθος θα γούσταραν ακόμη κι ένα βάτεμα με τούτο τον αρχοντικό κακούργο.
Μια μέρα ακολούθησα τον Μαλντορόρ μέσα στην κάψα του Ιούνη. Ήταν τέσσερεις η ώρα. Στο δρόμο συναντήσαμε ένα σκυλάκι και το χαϊδέψαμε κι οι δυο. Στην αρχή ένιωσα την εξαπίνης τρυφερότητα του οδηγού μου σαν κάποια μεταστροφή στο καλό. Γρήγορα και με σκέψεις αυτομεμψίας θυμήθηκα πως ο Μαλντορόρ ήταν καλός και συνεργάσιμος μονάχα με τα ζώα. Ήταν μέγα κτήνος για τον άνθρωπο , μα πάντα και ακλόνητα ευεργέτης των ψειρών. Μόλις είδε ένα κοριτσάκι μαζί με τον πατέρα του, ένα πλάσμα με μπούκλες όπως αυτές των γλυπτών αγγέλων, προχώρησε με δυνατές και μεγάλες σε άνοιγμα δρασκελιές προς τον στόχο του. Γρηγορότερος απ’ το αντανακλαστικό της πατρικής έγνοιας, διένυσε την απόσταση που τον κρατούσε μακριά απ’ αυτό που λιμπιζόταν και το υφάρπαξε τρέχοντας, παίρνοντας και μένα στην ευρύχωρη αγκαλιά του. Τώρα είχε εμένα και το κοριτσάκι συντροφιά. Τη νύχτα έβγαζε το μικρό κορίτσι βαμμένο με κάτι σπαραξικάρδια χρώματα, κι εξέδιδε την διάφανη ομορφιά του στους πάσης φύσεως ανώμαλους. Από κει τρώγαμε, απ’ την εκμετάλλευση του κοριτσιού. Δεν ήμουν λιγότερο κτήνος απ’ τους άλλους ανθρώπους. Πάντοτε με έθρεφε το έρεβος. Τώρα με άνδρωνε κιόλας. Η καημένη μάνα μου δεν ήξερε που βρισκόμουν. Δεν γνώριζε για τη διατριβή που ήθελα να γράψω για το κακό στη σύγχρονη ιστορία. Την καθησύχαζα από το κινητό μου. Κι έτρεχα παίρνοντας ξοπίσω τα ρεύματα του αέρα που σήκωνε η ξεφτισμένη κάπα του Μαλντορόρ.
Μια άλλη φορά βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβω στο εσωτερικό του σπιτιού μιας οικογένειας γνώριμης σ’ εμένα. Μένανε κοντά στο δικό μου σπίτι. Ο Μαλντορόρ τα ήξερε όλα. Είχε αναπτύξει μια υπερευαισθησία ικανή να προμαντεύει, να βλέπει, να ακούει, να γνωρίζει όλα τα μακρινά και τα κοντινά. Από παντού έρχονταν στ’ αυτιά μας κραυγές ενός αγοριού. Προσπαθήσαμε να προσανατολιστούμε μέσα στον μεγάλο χώρο με τα πολλά δωμάτια μέχρι να φτάσουμε στην πηγή των κραυγών. Το θέαμα δικαίωσε το Μαλντορόρ κι άφησε εμένα άφωνο. Αρχικά! Στη συνέχεια συμμετείχα σαν οφθαλμοπόρνος στα θλιβερά δρώμενα. Ό πατέρας βίαζε τον έφηβο γιο του και μαζί τον έγδερνε. Με νύχια που είχε να κόψει για πολύ καιρό τραβούσε χαραγές αποφλοιώνοντας την πλάτη του γιου του απ’ το δέρμα και το πρώτο υποδόριο στρώμα σάρκας. Ο Μαλντορόρ έτρεξε δίπλα στον πατέρα. Η άγρια όψη του ενέπνεε στον βιαστή νέες ιδέες πιο αλγεινές για το θύμα του και υιό του. Μπήκε κι ο Μαλντορόρ στο παιχνίδι και μαζί με τα ζώα που κάλυπταν το σώμα του. Όλο το πράγμα έμοιαζε με ένα ηδονιστικό βδέλυγμα. Δυο πούτσες , σε αγαστή συνεργασία, μετατόπιζαν με την δύναμη του εμβολισμού τη θέση των οργάνων στα σωθικά του αγοριού. Κάποια στιγμή θέλησα να πάω κι εγώ να ξευτιλίσω μαζί με τους άλλους το ιερόθυτό τους. Με κράτησε η σκέψη πως ίσως έτσι , με τις περιορισμένες δυνάμεις μου, έμπλεκα με την αστυνομία και σπίλωνα το όνομα της πάνσεπτης οικογένειάς μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αστείο απ’ αυτό. Ποια πάνσεπτη οικογένεια; Το μόνο που θυμάμαι πάντα είναι το χαμόγελο Δράκουλα του πατέρα μου, ίδιο με του Γκάρι Όλντμαν στην ομώνυμη ταινία του Μπραμ Στόκερ και του Κόπολα. Οι δυο ελευθέριοι και κακοί χύσανε μέσα στο μπουκωμένο στόμα του εφήβου.Εκείνος έκλαιγε κι έψαχνε παρηγοριά απ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από πίσσα και σκατά. Ακόμη κ’ η παρηγοριά, αν την έβρισκε, θα ερχόταν υπό τη μορφή κάποιας παραδομένης στην έπαρση της φιλανθρωπίας ύπαρξης.
Ήθελα να βγω μια βόλτα στην πόλη και επειδή δεν ήμουν πολύ καλά παρακάλεσα τον Μαλντορόρ να με πάρει μέσα στη μαύρη ομίχλη του για να μην φαίνομαι. Μου είπε πως θα μου έδειχνε πόσο άσχημοι ήταν οι άνθρωποι. Μου είπε ακριβώς: «ο άνθρωπος στο πέρασμα των αιώνων πάντα θεώρησε τον εαυτό του ωραίο. Εγώ υποθέτω ότι ο άνθρωπος πιστεύει στην ομορφιά του μάλλον από καθαρή φιλαυτία, κι ότι δεν είναι ωραίος πραγματικά, κι ότι αμφιβάλλει κι ο ίδιος γι’ αυτό. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί κοιτάζει την όψη των ομοίων του με τόση απαξίωση.» Μπροστά μας προπορεύονταν μια χοντροκώλα γυναίκα με το παιδί της που έμοιαζε να στερείται νοημοσύνης. Οι άνθρωποι είναι αποβλακωμένοι και μεταλαμπαδεύουν την αβελτηρία τους και στα τέκνα τους. Κι εγώ βέβαια ήμουν ένας απ’ αυτούς. Ένα τέρας με φιλοδοξίες ομορφιάς. Παρ’ όλ’ αυτά έβρισκα μια πελώρια όρεξη να κατακρίνω τις ατέλειες στα ασουλούπωτα σώματα των άλλων. Κι αυτό το έκανα με την παντοδυναμία του αψεγάδιαστου και πεντάμορφου ανδρός. Είχα τα ναρκισσιστικά μου. Δεν κοίταγα τα χάλια μου! Πιο κει δίπλα στην χοντροκώλα ήταν μια που μες στο βλέμμα της κοιμόντουσαν όλες οι προσπάθειες της να σταθεί σε εγρήγορση. Αυτή λοιπόν η τελευταία, αν μου έλεγες ότι πάσχει από διπολική διαταραχή προσωπικότητας θα σε πίστευα. Κι αν είναι όλοι τόσο άσχημοι τότε που είναι η ομορφιά; Μα δεν υπάρχει ομορφιά. Όλα τα έργα του ανθρώπου είναι βουβές κραυγές συσκοτισμένων ψυχών. Κάτσαμε με τον Μαλντορόρ σ’ ένα καφενείο. Όλοι κοιτάζαν ενδεείς τον ερεβώδη συνοδό μου. Έτσι μπορούσαμε κι εμείς να τους κοιτάζουμε. Δίπλα μου ήταν μια χοντρή που όταν μιλούσε έχυνε δηλητήριο για κάθε ένα που περνούσε απ’ την καταλαλιά της. Ήταν γλυκιά στο πρόσωπο αλλά το στόμα της όταν επιδιδόταν σ’ αυτά τα ανηλεή κουτσομπολιά γινόταν σαν ερπύστρια που καταπλάκωνε τα πάντα κι η ίδια γινόταν κακομούτσουνη. Δεν είχε άδικο ο Μαλντορόρ. Και το δίκιο του έκλεισε με το πέρασμα ενός άντρα που ενώ έμοιαζε να παρεκκλίνει του κανόνα της ασχήμιας, ήρθε η διάγνωση του αιωνόβιου μου να τον καταβαραθρώσει. Έπασχε από μικροφαλία. Αυτό από μόνο του γκρέμιζε την εικόνα της αρτιμέλειάς του. Ο Μαλντορόρ ενεφύσησε μέσα μου τα κοφτερά ευερέθιστα νεύρα , ικανά σαν σόναρ να αποκαλύψουν την παραμικρή ατέλεια μέσα σε οποιοδήποτε φαινομενικά αρμονικό κατασκεύασμα.
Συνέχισα τις ολοήμερες εξορμήσεις μου με τροχιοδεικτικό μηχανισμό των διαδρομών μου τον Μαλντορόρ. Ήθελα να πνιγώ πιο βαθιά στα υφάδια του κακού. Στους ιστούς του και τους παγιδευμένους τους. Κάποτε ο σκοτεινός αυτός έκπτωτος με πήγε στη θάλασσα. Την δαιμονισμένη όλων των μεγάλων μυστών και των ιεροφάντων. Εκεί μέσα στην αψηλάφητη από ανθρώπους άβυσσο της, ο Μαλντορόρ είχε τοποθετήσει την κατοικία του Εωσφόρου. Του πρώτου ανάμεσα στους πρώτους των λεγεώνων των δαιμόνων. Ένας νεαρός καθόταν στην κορυφή ενός βράχου που πάνω στις παρυφές του έσκαγαν τα κύματα. Προσηλωμένος απόλυτα στην επιφάνεια της κοσμοχαλασιάς από το σάλο κι από ξεβράσματα του βυθού που αναδεύονταν. Ήταν κι εκείνος λάτρης του κακού, αλλά η αγάπη του για τον Σατανά ήτανε θυσιαστική. Ισόβια θα ευγνωμονώ τον Μαλντορόρ για όσα μου μάθαινε. Σταθήκαμε σε απόσταση από τον δαιμονολάτρη για να μην χαλάσουμε την προσευχή του με την εκδήλωση της παρουσίας μας. Ήταν πανσέληνος και ο Μαλντορόρ γνώριζε τί ήθελε να κάνει το παιδί. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να το προστατέψει. Παρά μόνο να το αφήσει στο θάλπος της αγκαλιάς του κακού. Και ήθελε πάνω απ’ όλα να με μυήσει στην ανυπέρβλητη ομορφιά της θάλασσας της αναμεμειγμένης με ανθρώπινο αίμα. Ήξερα κι εγώ τί ήθελε να κάνει το παιδί. Είχα πια μάθει απ’ τις ειδήσεις στο διαδίκτυο ότι πολλοί νέοι ακολουθούσαν τον σατανισμό και τα τυπικά του. Τελετές με σφαγές ζώων και αφαίμαξη τους μέσω της πόσης του χυμού της αιμορραγίας… σφαγές και κάψιμο ανθρώπων. Το παιδί πήδηξε μ’ ένα άλμα , έπεσε και το κεφάλι του χτύπησε πάνω στο βράχο δυο φορές μέχρι που διανοίχτηκε το καύκαλο του κι από εκεί πέρασε όλο το αίμα – σαν από πηγή ποταμού – μέσα στην θάλασσα. Πήγαμε στο σημείο της πρόσκρουσης, σύμφυρμα νερού , αίματος και πέτρας. Της πρόσκρουσης του θυσιασμένου με την δολοφονική συμπαγή μάζα του βράχου. Το πτώμα έπλεε στην υδάτινη επιφάνεια και το δέρμα του νέου έμοιαζε να μπλαβίζει. Κέρδισα αποδεχόμενος αυτή την ομορφιά μια πιο απρόσκοπτη προσήλωση στην μελέτη του γεγονότος. Ταυτόχρονα θαύμαζα το πρόσωπο τοy αποθανόντος.
Μια άλλη μέρα που μια ομάδα ανθρώπων είχε επιλέξει να σπάσει τα μάρμαρα σ’ ένα νεκροταφείο και έκανε τα μύρια όσα όμοια και διαφορετικά, ο Μαλντορόρ έμαθε την παρόρμηση του πλήθους και καύλωσε τούμπανο το πέος του. Όταν είδε και την εικόνα μετά τη δήωση του ιερού αυτού τόπου εκσπερμάτισε. Με πήρε νύχτα και με πήγε σ’ ένα άλλο άθικτο κοιμητήριο. Σκαρφαλώσαμε τα τείχη , τα προστατευμένα από ακανθώδη αναρριχητικά φυτά, δεν κατάλαβα πως ακριβώς το κάναμε, και βρεθήκαμε μέσα στο ωραιότερο νεκροταφείο που είχα δει ποτέ μου. Οι τάφοι, περίλαμπροι τάφοι πλουσίων πεθαμένων. Και υπό το σεληνόφως είχαν την όψη της ανέγγιχτης ομορφιάς που περίμενε τους βανδάλους για να την καταστρέψουν. Πραγματικά όλη αυτή η ομορφιά μ’ έκανε να δυσφορώ και περιόριζε την ελευθερία των κινήσεων μου. Ήταν μια προκλητική ομορφιά που επέτασσε απ’ τον θαυμαστή της υποταγή και σεβασμό σ’ αυτά που την απαρτίζανε. Ο εξωπραγματικός Μαλντορόρ βρήκε ένα βράχο πιο σκληρό απ’ το μάρμαρο και με σχήμα μπαλτά… για να αντιμετωπίσει τον αξιομίσητο Θεό του γι’ άλλη μια φορά. Άρχισε να σπάει τις ταφόπλακες, τους σταυρούς , του αγγέλους, παράξενους μασονικούς βλάσφημους θυρεούς- άνθρωποι που επιβίωσαν χάρη στην αλληλοϋποστήριξη τους και που ακόμη επιβιώνουν διευρύνοντας αενάως το σύνολο τους. Ο Μαλντορόρ κατούρησε τον τάφο κάποιου αρχιτέκτονα τριακοστού τρίτου βαθμού. Και η οργίλα του μανία σάρωσε και αγιογραφίες. Έσβησε όλα τα καντήλια. Έχεσε πάνω σε ταφόπλακες επιφανών προσώπων. Έκαψε τα λουλούδια που στολίζανε -μέσα σε βάζα παρωδίες- τα μνήματα και τα κενοτάφια. Ζωγράφισε πούτσες και μουνιά πάνω στις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους ενταφιασμένους. Οτιδήποτε θύμιζε θεό έπρεπε να φθαρεί τόσο μέχρι να διαρραγεί η σχέση της μορφής του ενθυμίου με την παραπομπή στον μέγα δημιουργό. Όλος αυτός ο παροξυσμός μεταλαμπαδεύτηκε και σ’ εμένα σαν δράση τρομερή και αξιέπαινη. Εγώ είχα για όπλο μου τα χέρια μου. Τα ένιωθα πιο δυνατά από ποτέ. Σε τέλεια συνεργασία με τη φαντασία μου αποκτούσαν πολλαπλάσια δύναμη από την κεκτημένη τους. Με μια μικρή τριβή έσβηνα όλα τα κατευόδια στις επιτύμβιες πλάκες ή εμπλούτιζα επιγράμματα με σκατολογικές λέξεις. Κομμάτιαζα κι εγώ τους αγγέλους κι από ουράνιους τους έκανα καταχθόνιους, ηττημένους για πάντα στη συνάντηση των σπασμένων μελών τους με το χώμα. Ατίμαζα τους τάφους ξαπλώνοντας πάνω τους η ποδοπατώντας τους. Από κάποια ανάγνωση του παρελθόντος ήταν που ήξερα πως τέτοιες κινήσεις ήταν βλάσφημες. Ο Μαλντορόρ με βοήθησε να αναθυμηθώ την γνώμη που είχα για την παραβατικότητα. Ήταν εξόχως διεγερτική. Γι’ αυτό και καλωσόρισα το ντελίριο στην ψυχή μου, άμεσο απότοκο της ατιμώρητης ανομίας. Με τον σύντροφό μου για προστάτη ήξερα πως και φόνο να έκανα, κανείς δεν θα μ’ έπιανε. Πριν φύγουμε απ’ τον τόπο, ο Μαλντορόρ έκανε κάτι που δεν το περίμενα με τίποτα. Ψέματα. Το περίμενα με τα χίλια. Έσκαψε ένα ημιτελή φρέσκο τάφο, χωρίς τίποτα από εξωτερική διακόσμηση, είχε μόνο το χώμα του με τις δαχτυλιές του νεκροθάφτη να μην έχουν σβηστεί, άνοιξε το φέρετρο και σήκωσε τον νεκρό. Ήταν ένας -τί άλλο- νεαρός στην ηλικία άντρας για τον οποίο δεν σας κρύβω πως δεν καύλωσε μόνο ο Μαλντορόρ. Τοποθέτησε το σώμα του σε θέση ικανή να τον πηδήξει. Τον έγδυσε όπου χρειαζόταν μόνο και τον πήδηξε μέχρι που έρευσε η χύση του βαθιά μέσα στον κώλο του. Ήταν απ’ αυτά τα αδάμαστης ορμής πράγματα γιατί ο ένας εκ των δύο ήταν ξεψυχισμένος. Αμφιβάλλω λίγο ως προς αυτό. Κάποια στιγμή νόμιζα πως είδα τον νεκρό να γελάει και κάποια άλλη πως το στιλπνό του δέρμα έκανε παιχνιδίσματα στίλβης όμοια με αυτά των αστεριών. Ο Μαλντορόρ παράτησε άταφο και κακοποιημένο τον πεθαμένο εραστή του. Στο δρόμου μου έκανε μαθήματα για την επανάσταση απέναντι στο κακό θεό.
Κάποιες ώρες της μέρας ο Μαλντορόρ χανόταν από δίπλα μου. Ήξερα πως μερικές απ’ τις performances του τίς ετοίμαζε με ιδιαίτερο ζήλο. Όπως αυτή που έγινε τότε και ήταν ταυτόσημη με μία πολυκαιρισμένη φαντασίωση μου. Ο άρχοντας του άφωτου, με αναπεπταμένα τα χέρια του να καλύπτουν ένα εύρος πάνω από δέκα μέτρα, άδραξε δέκα αδερφές. Ανάμεσα τους κι εγώ. Προχώρησε με βήμα ή πτήση, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Κάτι εικασίες ψέλλισα περί πετάγματος γιατί φτάσαμε στον προορισμό μας ακούραστοι. Οι υπόλοιποι εννιά ήταν λίγο τρομαγμένοι και έγιναν περίτρομοι σαν είδανε να μας τραβάει ο ταξιδευτής στα γραφεία ενός γνωστού ακροδεξιού κόμματος της χώρας. Ακούστηκαν κάποιες διαμαρτυρίες που αίφνης άλλαξαν σε επιφωνήματα θαυμασμού. Αυτή η μετάλλαξη των εκφερόμενων λέξεων και φθόγγων ήταν συντονισμένη με την εναλλαγή των εικόνων. Απ’ τον προθάλαμο με τα σύμβολα πολέμου, μπήκαμε σ’ ένα δωμάτιο που μας περίμεναν δέκα γυμνοί παράγοντες του κόμματος. Κορμιά γυμνασμένα- σαν από γλύπτη λαξευμένα. Φάτσες κτηνώδεις που τις βλέπαμε με ηδυπάθεια. Και κυρίως οι ψωλές. Ψωλές σκληρές, πολύ χοντρές και εικοσιπέντε πόντους η μικρότερη. Όλες σε στύση, υγραμένες απ’ την καύλα και έτοιμες να ανοίξουν ορύγματα στις δέκα άπληστες τρύπες των οπίσθιών μας. Τα στόματα μας ήταν ανοιχτά για τις πεολειχίες-ξελαρυγγιάσματα. Για πότε βρέθηκα στα τέσσερα με δυο νταγλαράδες από πάνω μου να πιλατεύουν ηδονικά το στόμα μου να χωρέσει και τις δυο τους πούτσες μαζί, δεν το κατάλαβα. Κι ενώ διαφαίνονταν πως τα γαμήσια θα γίνονταν μεταξύ δέκα ζευγαριών , γίναμε όλοι μια αδιάσπαστη αλυσίδα από κορμιά, μ’ εμάς να έχουμε σε όλους τους σχηματισμούς ρόλο υποταγής. Εγώ είχα επικεντρώσει σ’ έναν τύπο που είχε όλο το πακέτο. Δεν ήταν μόνο ψωλαράς , είχε και τις πιο μεγάλες αρχιδάρες που είχα συναντήσει στη ζωή μου. Ύστερα τον έχασα και συνέχισα το διπλό τσιμπούκι. Η γλώσσα μου θαρρείς με κάποιο από όμοιο υλικό παρέκταμα είχε διπλασιάσει το μήκος της για να μπορεί να υλοποιεί τις σκέψεις μου. Μεταλλασσόμουν ανάλογα προς αυτές τις οργιώδεις επιθυμίες μου. Ίσως να ήμουν υπό την επιρροή των αγνώστων δυνάμεων του Μαλντορόρ. Ο αναμορφωτής μου καθόταν και με μπάνιζε και αυνανιζόταν με τα υπέροχα παθήματά μου. Γιατί και ξύλο έτρωγα και βρισίδια άκουγα και ένα φασιστικό πολιτικό λόγο – σπασμωδικό λίγο αλλά απόλυτα ερεθιστικό- εναντίον της πουστιάς μας. Όταν κάποιος τρίτος διείσδυσε στην πρωκτική μου περιοχή, έβγαλα κάτι περιέργους μυκηθμούς. Αυτοί φανέρωναν το ξέσκισμα που ένιωθα βαθιά ως μέσα στην κοιλιά μου. Σταδιακά και γρήγορα οι ναζί επιδόθηκαν σε οργισμένες εισόδους απόρριψης της σεξουαλικότητας μας. Κι αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην ευαρέσκεια μας και τις καταστροφικές τους προθέσεις ήταν που τους αποθηρίωνε. Τα πέη τους είχαν γίνει πιο χοντρά απ’ το πολύ τρομπάρισμα μέσα στα έντερα μας. Και βγάζαν σάλια απ’ τους ασυνάρτητους μύδρους τους και τη ξεφτίλα μας, που άνοιγαν (οι μύδροι και η ξεφτίλα μας) την όρεξη μας αντί να την καταλαγιάζουν. Δεν θα αλλοιώσετε εσείς την εθνική συνείδηση, έλεγαν και μας σούβλιζαν ακόμη πιο βαθιά. Δεν ήταν πούτσες αυτά τα πέη, ήταν παλούκια κ’ οι μάστορες τους οι ακριβοθώρητοι δράστες του σεξουαλικού ανασκολοπισμού μας. Χύσανε μέσα στα στόματα μας. Ο Μαλντορόρ μας πήρε γρήγορα μακριά τους. Ήταν το καλύτερο όργιο στο οποίο είχα πάρει ποτέ μέρος. Και το καλύτερο μάθημα πως τα ένστικτα είναι πιο δυνατά απ’ την λογική, ικανά να μας οδηγήσουν στην ολοκληρωτική αυτομόληση μέχρι σε απολύτως εχθρικά ιδεολογήματα.
Ευχαρίστησα τον ξένο γνώριμό μου για τα γλυκά δεινά της παρτούζας. Εκείνος ήδη σε άλλη ατραπό σκέψης βαλμένος μου μίλησε για κάτι παλιά δικά του που είχε καταγράψει ο Λωτρεαμόν. Κάποτε, είπε ο Μαλντορόρ, «ξερίζωσα μια θηλυκή ψείρα απ’ τα μαλλιά της ανθρώπινης φύσης. Με είδανε να κοιμάμαι μαζί της τρεις νύχτες συναπτές, και την πέταξα. Η ανθρώπινη γονιμότητα, που θα ήταν ατελέσφορη σ’ άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, έγινε αποδεκτή, αυτή τη φορά απ’ την ειμαρμένη. Και μετά λίγες μέρες, μυριάδες τέρατα, μυρμηγκιάζοντας σ’ ένα συμπαγή κόμπο ύλης, γεννήθηκαν στο φως.» Δεν ήξερα γιατί ήθελε να μου τα πει όλα αυτά. Μέχρι που τον είδα να πηγαίνει προς έναν δρόμο που γνώριζα πολύ καλά γιατί είχε ακόμη μονοκατοικίες. Σπίτια που στην αυλή τους είχαν σκυλιά και γάτες. Υπήρξε μία σύγχυση. Άλλο να πηδήξεις με αγάπη τη ψείρα και άλλο με βία τον σκύλο ή την γάτα. Ερχόταν ένα κακό για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Ούτε καν αυτήκοος. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί να σμπαραλιάσει κάποιος την ατόφια καλοσύνη των οικόσιτων ζώων. Και ειδικά ο συνοδός μου που αγαπούσε κι αυτός τους τετράποδους φίλους μας. Ο Μαλντορόρ άρπαξε ένα μαύρο σκυλί και καυλωμένος το κράτησε σφιχτά για να το πηδήξει. Μου είπε να πάρω μέρος κι εγώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να γίνω κτηνοβάτης, οξύμωρο σχήμα λόγου, γιατί ο άνθρωπος είναι το κτήνος της υπόθεσης. Κι ο σκύλος είναι ο άνθρωπος. Σ’ ένα παλιό βιβλίο μου είχα γράψει πως για να γίνει κάποιος άνθρωπος πρέπει να αποκτήσει το βλέμμα του σκύλου. Μ’ αυτά που έβλεπα ερχόμουν αντιμέτωπος με την πιο αδιάσειστη αρχή μου. Οι γάτες και τα σκυλιά είναι αθωότητα περίκλειστη στις αυλές για να προστατευτεί απ’ τις επιθέσεις των δειλών στην αδύναμη ύπαρξη της. Δεν μπόρεσα να γνωρίσω τη γλυκύτητα του ηδύποτου που ο Μαλντορόρ μου πρόσφερε. Είχαμε διαφορές τελικά. Για μένα η παραδοχή ότι ήμουν κτήνος , νομίζω, είχε να κάνει με το αξίωμα ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν κτήνη. Και οι κτηνωδίες θα διαμοιράζονταν μεταξύ των ομοίων μας. Έμεινα με το στόμα χάσκον να κοιτάζω και να ακούω το σκυλί να βιάζεται από ανθρώπινο καυλί. Στα πρώτα δυνατά αλυχτίσματα που έμοιαζαν λίγο και με επιθανάτια, απομακρύνθηκα απ’ την περιοχή. Κι αυτό το αλάργεμα μου, έσωσε το σκυλί. Ο Μαλντορόρ ένιωσε το φευγιό μου και πιλαλώντας με κυνήγησε. Με έφτασε πολύ γρήγορα και φοβισμένος καθώς ήμουν από την έλξη που τ’ ασκούσαν οι ραδιούργες πράξεις, στάθηκα σ’ ένα σημείο ανήμπορος να κινηθώ. Γύρισα και τον είδα κατάκοπο. Δεν είχε αυτήν την σάπια αρχοντιά που είχε πάντοτε ύστερα απ’ τους άθλους του στον στίβο της μεταμόρφωσης του. Σαν λίγο αποκαμωμένος, σαν ηλιοκαμένος στρατολάτης. Υπό την κυριαρχία μιας ανηδονίας που αδρανοποιούσε. Μου είπε πως παρεκτράπηκε γιατί ήθελε να γευτεί και κάτι παραπάνω. Μου είπε πως τέλειωσε κι αυτή η διαδρομή του στη γη. Επήλθε κορεσμός και έπρεπε να επιστρέψει στον μυστικό του τάφο. Μέχρι την επόμενη φορά. Με χάιδεψε στα μαλλιά μου και για πρώτη φορά με βλέμμα πεντακάθαρο κοίταξε με ευγνωμοσύνη την καρδιά μου. Με αποχαιρέτισε κι εγώ ανταποκρίθηκα αναλόγως. Λιγότερο διαχυτικός ετούτη τη φορά. Ο Μαλντορόρ είχε εξοκείλει των αρχών του. Κι αυτό με πόναγε ακόμη.
*Με πλάγια γράμματα είναι σημειωμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Λωτρεαμόν, Τα Άσματα του Μαλντορόρ , Εκδόσεις Νεφέλη, Μετάφραση Στρατή Πασχάλη.