Ο Γιώργος Πεντζίκης είναι ψηλός και ψύχραιμος. Έχει την κοψιά του ανθρώπου που είδε πράγματα κι έζησε ωραίες, πολύ ωραίες, καταστάσεις. Μιλάει ήρεμα και χωρίς βιασύνη. Συστήνεται ως μουσικός από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Ήταν αδερφικός φίλος με τον αείμνηστο Νίκο Παπάζογλου, μέχρι που χωρίσανε οι δρόμοι τους. Μας βάζει να ακούσουμε μια ανέκδοτη ερασιτεχνική ηχογράφηση του Παπάζογλου. «Πιτσιρικά, μη μιλάς, η φωλιά σου είναι χεσμένη», λέει ο τραγουδοποιός, μεταξύ σοβαρού και αστείου, σε κάποιον από τους Zealots και η μουσική ξεκινά. «If the sky will be wide open, chimes voices from above; If the darkens will give its place to the bright light of the sun…», είναι ότι βγάζουμε από το ρεφρέν του 21χρονου μουσικού. Η ηχογράφηση είναι από κασέτα, μασημένη όπως την ακούμε. Αρκεί όμως για να επιστρέψουν οι αναμνήσεις του Πεντζίκη. Θυμάται όταν έκανε τον πρώτο του δίσκο στα 15 με το συγκρότημα των Pacific. «Είμαι γραμμένος στην ΑΕΠΙ από το ‘66», λέει. Στη δεκαετία του ’90 το Magnanimous έβγαζε ροκ «διαμάντια». Έτσι μπήκαμε Μέσα στη Νύχτα των Άλλων με τις Τρύπες, στο Χρονοποιό του Σαββόπουλου, ακούσαμε τον Βραχνό Προφήτη του Θανάση Παπακωνσταντίνου και πόσα ακόμα. Αλλά και πιο πριν, τα καψούρικα του Καρρά, του Μελά και άλλων «πιστόβιων» καλλιτεχνών από τα χέρια του πέρασαν. «Μου αρέσει να ακούω τόσο τον Καρρά, όσο και τον Αγγελάκα», μας λέει χωρίς περιστροφές και δισταγμό. Τα ‘χει ξεπεράσει αυτά. Καθόμαστε αναπαυτικά και μας ανοίγει την ψυχή του. Magnanimous ξέρεις, σημαίνει, μεγάθυμος, μεγάλη ψυχή.
«Το Magnanimous άνοιξε τον Μάρτιο του 1992 και από τότε δεν έχει κλείσει ούτε μια μέρα. Δεν είναι όμως το πρώτο μου στούντιο. Πριν από το Magnanimοus είχα φτιάξει τη Μονοκατοικία, το ’85, σε μια πραγματική… μονοκατοικία στην Τούμπα. Παραλίγο θα ήμουν ένας από τους συνέταιρους στο Αγροτικόν του αείμνηστου Νίκου Παπάζογλου. Με τον Νίκο ήμασταν αδερφικοί φίλοι και συνεργάτες από παιδιά. Όταν βρέθηκα στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70, να παίζω ως μουσικός στα στούντιο της Polygram με την Πάτι Πράβο, τον Τόνι Εσπόζιτο και τον Βλάσση Μπονάτσο, ο Νίκος είχε έρθει να με δει σε μια συναυλία που έπαιζα με μια fusion μπάντα με Αμερικάνους, Ιταλούς και Τούρκους μουσικούς. Στο αυτοκίνητο μου έβαλε να ακούσω μια κασέτα με την τελευταία του δουλειά. Ήταν η Εκδίκηση της Γυφτιάς και έχοντας να τον δω περίπου έξι χρόνια, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να του πω “καλά, μπουζούκια έκανες;”. Φαντάσου ότι εγώ τον είχα αφήσει να τραγουδάει αγγλικό στίχο και να ακούει Ντίλαν. Νομίζω ότι δεν το απέβαλε ποτέ από μέσα του, αν και συνεργαστήκαμε αργότερα στην Ταχεία Θεσσαλονίκης (Χαράτσι) και παίζαμε μαζί. Την άλλη μέρα τράκαρα και ήρθε να με πάρει από το νοσοκομείο. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, σε μια συναυλία στο Θέατρο Κήπου πήγα με τα χρήματα στο χέρι για να αγοράσω το μερίδιο του Φλώρου Φλωρίδη από το Αγροτικόν. Τότε ήταν και η τελευταία φορά που μιλήσαμε με τον Νίκο. Χωρίσανε οι δρόμοι μας και μετά από λίγο έφτιαξα τη Μονοκατοικία.
Στη Μονοκατοικία
Εκεί έγραψε τον πρώτο της δίσκο η Ελένη Τσαλιγοπούλου, το Σώπα και Άκουσε. Το κοντρόλ ήταν στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού και ο θάλαμος ηχογράφησης στην αυλή. Από εκεί πέρασε και όλη η «νύχτα» της Θεσσαλονίκης. Έκανα όλη την παραγωγή της VasiPap, από Βασίλη Καρρά και Ζαφείρη Μελά μέχρι και τα δευτερότριτα ονόματα της μαρκίζας. Σκυλ’ to kill. Εκεί γράψαμε το Αποκλειστικά του Καρρά, το Μη Χαθείς, το Απ’ τη Θεσσαλονίκη με Αγάπη και το Περιμένοντας του Μελά. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Το στούντιο παρέχει υπηρεσίες σε όλους. Σε άλλους μπορεί να μην άρεσε αυτό, αλλά τι να κάνουμε. Η Μονοκατοικία όμως ήθελε να γίνει πολυκατοικία. Οι ιδιοκτήτες με παρακαλούσαν να φύγω για να τη δώσουν αντιπαροχή, αλλά είχα τόσο πολύ δουλειά που αρνιόμουν πεισματικά. Μέχρι που έκοψαν το ρεύμα και βρέθηκα με τα μηχανήματα στα χέρια.
Από Μάρτη Καλοκαίρι
Κάπως έτσι έφτασα εδώ στη Μητροπόλεως και έγινε το Magnanimous. Χρωστάω πολλά σε έναν ευεργέτη μου, άνθρωπο της πόλης με μεγάλη αγάπη στη μουσική που με στήριξε για πολλά χρόνια. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έγινε με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη και τον δίσκο Από Μάρτη Καλοκαίρι, όπου παίζει και το διάσημο «Πλατεία Ναυαρίνου». Στην παρέα ήρθαν μετά ο Χρήστος Χαρμπίλας και ο Τίτος Καργιωτάκης, δυο εξαιρετικοί παραγωγοί που εκτόξευσαν τη φήμη του στούντιο τη δεκαετία του ’90. Όλοι πέρασαν από εδώ. Μαζί με το Αγροτικόν ήμασταν οι δύο, ας πούμε ,«πυλώνες» της μουσικής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη. Εδώ έγραψε και ο Διονύσης Σαββόπουλος τον Χρονοποιό μετά από τις παροτρύνσεις του Τάσου Φαληρέα και του Γιώργου Κυβέλου.
Οι μεγάλες δουλειές όμως δεν έφυγαν ποτέ από την Αθήνα. Η μουσική βιομηχανία και τα μέσα του θεάματος ήταν πάντα εκεί. Φυσιολογικό είναι. Εμείς είμαστε κάτι σαν το ελληνικό Μάντσεστερ. Η Θεσσαλονίκη δεν έκανε ποτέ μέινστριμ μουσική παραγωγή. Ποτέ δεν μπόρεσε. Θυμάμαι για παράδειγμα ένα περιστατικό με τον Παύλο Παυλίδη, λίγο πριν γίνουν τα Ξύλινα Σπαθιά. Μου έδωσαν μια κασέτα με το Ξεσσαλονίκη, τη λάτρεψα και πήγα στην Αθήνα για να την προωθήσω στις δισκογραφικές. Δύο παραγωγοί μου είπαν τότε ότι είναι ωραία τα κομμάτια αλλά δεν θα πουλήσουν. Γύρισα πίσω, τα έδωσα στον Γιώργο Τσακαλίδη της Ano Kato Records, βγήκε ο δίσκος και άρχισε η πορεία τους προς την κορυφή.
Κύριες και κύριοι, οι VIC
Στη δεκαετία του ’90 η δουλειά μας ήταν σχετικά απλή. Κάναμε μια συμφωνία για την τιμή της παραγωγής με τη δισκογραφική που εκπροσωπούσε τον καλλιτέχνη και μπαίναμε απερίσπαστοι στο στούντιο. Τα πράγματα άλλαξαν από τη στιγμή που βγήκε το CD και το μάστερ, η μήτρα που λέμε, δίνεται στον καλλιτέχνη αντί να το κρατάει η εταιρεία, όπως παλιά με τις κασέτες και τα βινύλια. Οπότε τώρα οι πελάτες μας είναι απευθείας οι μουσικοί και οι καλλιτέχνες. Όταν όμως βάζεις λεφτά από την τσέπη σου και δεν έχεις χρηματοδότηση από πίσω, η σχέση γίνεται προβληματική. Πρέπει να βρεις μια τρομερή ισορροπία. Το ’90 είχε καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και μεγάλες σπατάλες σε χρήμα. Οι εταιρείες κατασκεύαζαν είδωλα και ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα σε διάφορα μουσικά σκουπίδια της εποχής. Τη δεκαετία του 2000 τα πράγματα άρχισαν να φθίνουν. Πλέον τα έσοδα των καλλιτεχνών προέρχονται κυρίως από τις συναυλίες. Τίποτα άλλο δεν πουλιέται.
Πάντα θα υπάρχει ανάγκη για νέα πρόσωπα και νέους ήχους. Αυτή την περίοδο έχουμε εδώ τους Chinese Basement και τους VIC (Villagers of Ioannina City), οι οποίοι ξεκίνησαν από χαμηλά και τώρα γεμίζουν μεγάλες αίθουσες. Τώρα για να ασχοληθεί μαζί σου η υπάρχουσα μουσική βιομηχανία πρέπει να φανεί ότι έχεις ήδη φτιάξει κοινό, ότι έχεις προχωρήσει μερικά βήματα. Όπως γινόταν το ’50 και το ’60 με τους τραγουδιστές που μάζευαν τον κόσμο στα πάρτι. Δεν το βρίσκω κακό αυτό.
Αν και ξεκίνησα ως μουσικός, σ’ αυτό το στούντιο δεν μπήκα ποτέ για μένα. Ήμουν πάντα από την πλευρά της κονσόλας. Ίσως όμως έφτασε ο καιρός. Έχω αγοράσει έναν χώρο για το προσωπικό μου εργαστήριο. Ένα προσωπικό ατελιέ για να στεγάσω τη μούρλα μου. Μετά ποιος ξέρει;
όλες οι φοβερές φωτογραφίες από το αρχείο του Magnanimous στην παρακάτω γκάλερι