Οι βρώμικες παμπ που σερβίρουν μπίρα κάτουρο σε no lifers, η βαριά προφορά των αγγλικών που χρειάζεσαι πολύ καλούς υπότιλους για να καταλάβεις, τα απογοητευμένα όνειρα της επιρρεπούς εργατικής τάξης, οι καταχρήσεις που σβήνουν παροδικά τις διαψεύσεις, η βία να παραμονεύει ή να παρίσταται σε κάθε κοινωνική εκδήλωση – από το οικογενειακό τραπέζι στο συζυγικό κρεβάτι κι από το ενδοσχολικό bullying στο ματς της Κυριακής, η ατμόσφαιρα γκρίζα και η βροχή να πέφτει συνεχώς, η τραγωδία που μπορεί να απέχει μια απόφαση ή μερικά δευτερόλεπτα, η μουσική και το στυλ που για λίγο συνιστούν την απόλυτη μορφή κοινωνικοποίησης (άρα κι απόδρασης) – στη δεκαετία του ’50 η Μεγάλη Βρετανία γέννησε τον όρο kitchen sink dramas για να περιγράψει ένα κινηματογραφικό ρεύμα με ήρωες κυρίως νεαρούς θυμωμένους άνδρες και βασικό χαρακτηριστικό την στυγνή απόδοση του κοινωνικού ρεαλισμού χωρίς εξωραϊσμούς και περιθώριο για αισιοδοξία.
Με αφορμή το Γροθιές Στους Τοίχους που παίζεται ήδη στις αίθουσες, θυμηθήκαμε 10 πολύ χαρακτηριστικά βρετανικά φιλμ της σύγχρονης παραγωγής, απόγονους κατά κάποιον τρόπο του kitchen sink genre. Άλλα ακραιφνώς δραματικά, άλλα που αφήνουν μια αχτίδα φωτός, όλα τόσο τυπικά βρετανικά όσο το τσάι με κουλουράκια βουτύρου σε εμαγιέ σερβίτσια ακριβώς στις 5 το απόγευμα…
Εδώ τα πράγματα είναι ζόρικα από την εναρκτήρια σκηνή που ο Τρέβορ εκσφενδονίζει ένα τούβλο στη βιτρίνα ενός καταστήματος Πακιστανού. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται να κλέβει στα Harrods, καθώς είναι και φαίνεται ακροδεξιός skinhead, κι αυτό του δημιουργεί συνεχώς προβλήματα με τις αρχές. Το φιλμ δε διεκδικεί δάφνες υψηλής ποιότητας τελείως σχηματικό και στερεοτυπικό, καταδικασμένο στη low budget αφάνεια ενός βρετανικού b-movie των αρχών της δεκαετίας του ’80. Όμως αποκαλύπτει έναν αφιονισμένο Τιμ Ροθ σε ηλικία 21 ετών με ένα δολοφονικό βλέμμα να βανδαλίζει προς όλες τις καετυθύνσεις, πολύ πριν (και πολύ μακριά) από τις μέρες του ως «κύριος πορτοκαλί» στο Reservoir Dogs και δίνει, έστω αφελώς και εντυπωσιοθηρικά, και τη διάσταση των ρατσιστών skinheads ως δημιουργήματα του ίδιου καταπιεστικού καθεστώτος.
Φόκλαντ, απεργίες, φυλετικές δαιμονοποιήσεις, καπιταλισμός, MTV, ανεργία, εντατικές ιδιωτικοποιήσεις, τα πρώτα χρόνια των 80s είναι ταραχώδη για τη Μεγάλη Βρετανία. Ο Σον έχει χάσει τον πατέρα του στον ανοήτο πόλεμο των Μαλβίνων κι αντιμετωπίζει τα συνηθισμένα εφηβικά προβλήματα στο σχολείο, ώσπου μια συμμορία από protoskinheads θα του προσφέρει καταφύγιο, ενδιαφέρον, στοργή, ακόμα και το πρώτο του κορίτσι. Η ταινία αποκαθιστά ιστορικά τις «μαύρες» (και ειρηνικές) ρίζες των σκινάδων κι αναπαριστά πειστικά την ταυτότητα της κουλτούρας τους: Dr. Martens αρβύλες, Ben Sherman πουκάμισα, τιράντες, ska, reggae, κάπέλα. Και διηγείται γλαφυρά την ισοπέδωση της από τους εθνικιστές με τα ξυρισμένα κεφάλια που ανήκαν στο Εθνικό Μέτωπο. Ο Μίντοουζ, ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς σκηνοθέτες των ημερών μας, γυρίζει μια τρυφερή ανθρώπινη ιστορία, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, χωρίς να διστάζει να μιλήσει σε όρους ντοκιμαντέρ. Καταλήγοντας στο πικρόχολο συμπερασμα του τίτλου, «Αυτή Είναι Η Αγγλία». Το έχουν πει και οι Clash. Το κόνσεπτ πάντως ξεχειλώθηκε από δύο τηλεοπτικά spin offs, τα This Is England ’86 κι ’88, ενώ το αντίστοιχο This Is England ’90 έχει παγώσει λόγω υποχρεώσεων του Μίντοουζ.
Ο Φρίαρς αποφασίζει στα μέσα των 80s να πολεμήσει το νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό της Θάτσερ, που φυσικά συμπεριλάμβανε σε περίοπτη θέση του μισανθρωπικού ρεπερτορίου του τους γκέι, έχοντας στο σεναριακό πλευρό του τον σπουδαίο βρετανό συγγραφέα (πακιστανικής καταγωγής) Χανίφ Κιουρέισι. Σε μια τριλογία που ολοκληρώθηκε με τα Τεντώστε Τα Αυτιά Σας και Ο Σάμι και η Ρόζι Κάνουν Έρωτα. Εδώ, πρωταγωνιστής είναι ο Ομάρ -γιος πακιστανού μετανάστη- που ζει στο Λονδίνο, αλλά μισεί ότι έχει σχέση με τη Βρετανία. Μισεί ακόμα και τους συγγενείς του, τους οποίους θεωρεί προσκυνημένους. Η ομοφυλοφιλική του σχέση με τον Τζόνι (πρωτοεμφανιζόμενος Ντάνιελ Ντέι-Λιούις) και το άνοιγμα μιας επιχείρησης πλυντηρίου θα τους βοηθήσουν να σπάσουν οριστικά τα φυλετικά δεσμά τους και να χαρίσουν μια από τις πιο χαρακτηριστικές γκέι σεκάνς της ιστορίας με την τελευταία σκηνή που μπουγελώνονται γυμνόστηθοι στο «όμορφό τους πλυντήριο».
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Κινγκ, το Εργοστάσιο Ποδοσφαίρου μεταφέρεται στις εξέδρες των βρετανικών γηπέδων στη δεκαετία του ’80 που το Νησί υπέκυψε στο χουλιγκανισμό. Κεντρικός ήρωάς του ο Τόμι Τζόνσον, ένας τυπικός νεαρός της εργατικής τάξης που όλη την εβδομάδα σαπίζει στο κακοπληρωμένο οκτάωρο και τρέφεται με τα pints των βρωμερών pubs. Όμως, το Σαββατοκύριακο βάζει «τα καλά του» και τα σπάει στα γήπεδα ως μέλος των περίφημων ‘Headhunters’, των σεσημασμένων χούλιγκανς της Τσέλσι. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια μετριότατη μεταφορά ενός μυθιστορήματος – τομή στη βρετανική γηπεδική κουλτούρα (εκδ. ΟΞΥ στα ελληνικά). Γυρισμένο σαν ένα μακράς διάρκειας βίντεο – κλιπ με σπιντάτο σάουντρακ, αδυνατεί να δώσει το κοινωνικό πλαίσιο που οδηγεί στην εκτόνωση των μπάχαλων. Αλλά, δείχνει όμως την παράνοια του Σαββακύριακου ειδικά στην κλασική σκηνή της κλήρωσης του Κυπέλλου που φέρνει την Τσέλσι αντιμέτωπη με τη Μίλγουολ εκτός έδρας σε ένα τυπικό λονδρέζικο ντέρμπι. Το συνιστούμε combo με το εξαιρετικό ID, την ιστορία ενός undercover μπάτσου που διεισδύει στις τάξεις των σκληροπυρηνικών οπαδών και γίνεται ένας από αυτούς
Κάποτε το Ντάλστον δεν ήταν ο παράδεισος των λονδρέζων hipsters, αλλά μια ημιπαρακμιακή ξεχασμένη γειτονιά του ανατολικού Λονδίνου που χάρισε στον Μαικ Λι το σκηνικό για να τοποθετήσει την πιο σκληρή, αν όχι καλύτερη, ταινία της καριέρας του. Ο Ντέιβιντ Θιούλις, σε ρόλο ζωής, υποδύεται τον Τζόνι έναν «αστικό φυγά» που περιπλανιέται στα σοκάκια της πρωτεύουσας κυνικός, εριστικός, πανετόιμος να αποπλανήσει όποια γυναίκα βρεθεί μπροστά του και οριακά σαδιστής στον τρόπο που τις προσεγγίζει και τους φέρεται – μην ξεχνάμε ότι αναγκάστηκε να φύγει από το Μάντσεστερ όταν μια σεξουαλική πράξη δεν κατέληξε ακριβώς συναινετικά. Ο Λι φτάνει στο αποκορύφωμα του δικού του ιδιότυπου ρεαλιστικού στυλ, απεικονίζοντας στο πρόσωπο του Τζόνι την κατάθλιψη της εργατικής τάξης στις βρετανικές μεγαλουπόλεις, την παραίτηση και το μισανθρωπισμό που προκαλεί η απουσία οράματος και προοπτικής. Όχι φυσικά χωρίς κόστος για τον ήρωά του και κριτική για τον ίδιο που κατηγορήθηκε για μισογυνισμό στον τρόπο που τοποθετεί τις γυναίκες στο φιλμ.
Είναι αδύνατον να λείπει από τούτη τη λίστα. Ένας πρώην τζάνκι από τις εργατικές πολυκατοικίες του Ληθ στο Εδιμβούργο, μαζεύει τα κομμάτια του και κάποιες μικρές ιστορίες, τις ενώνει σε ένα μυθιστόρημα που γράφεται στη φωνητική και βγάζει το μυθιστόρημα – ποίημα της «χημικής γενιάς». Λέγεται Irvine Welsh και μας γνωρίζει τον Ρέντον, τον Αρρωστιάρη, τον Μπέγκμπι, τον Τόμι και τον Σπαντ που πίνουν πρέζα εν μέρει και γιατί η Θάτσερ τους έχει αναγκάσει να μην έχουν τι άλλο να κάνουν, κάποια στιγμή ξεπερνούν τον Iggy για το rave και σκέφτονται διαρκώς το κόλπο με το οποίο θα πιάσουν την καλή και θα ξεκόψουν. Η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη υπήρξε αντάξια από ένα εξαιρετικό τιμ και γνώρισε τρομερή καλλιτεχνική κι εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Το Trainspotting κατάφερε σε μια κρίσιμη στροφή να εικονογραφήσει τα αδιέξοδα μια καπιταλιστικής κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της και να χαρίσει μια αξεπέραστη σκηνή που σημάδεψε μια δεκαετία: ο μονόλογος ‘Choose Life’ με σάουντρακ το ‘Born Slippy’ των Underworld.
“The weekend has landed; all that exists now is clubs, drugs, pubs and parties”. Έτσι υποδέχεται το Σαββατοκύριακο, (κάθε Σαββατοκύριακο), μια παρέα 20somethings στο Κάρντιφ, βιώνοντας στο έπακρο την ιδιότητα του weekender. Κάνουν δουλειές που δε θέλουν, τα αισθηματικοσεξουαλικά τους είναι κατεστραμμένα, αλλά όταν μπαίνουν στο club, καταπίνουν το χάπι και συνθλίβονται από το μπάσο. Το φιλμ του Κέρριγκαν δεν μπορεί να διεκδικήσει ντοκιμαντερίστικη αξία, αλλά είναι γυρισμένο με την τρυφερότητα ενός insider που το έζησε και τώρα το καταγράφει. Φοβερές οι σκηνές της πτώσης μετά τη χημική φρενίτιδα, όπως εκείνη με τον πιτσιρικά που δέχεται το οικογενειακό κήρυγμα στο κυριακάτικο τραπέζι και χρησιμοποιεί το τηλεκοντρόλ για να δίνει το λόγο σε μαμά, μπαμπά και γιαγιά αντίστοιχα.
Μια πολύ σκληρή ιστορία κοινωνικής επανένταξης που εξελίσσεται σε τυπικό βρετανικό κοινωνικό δράμα είναι αυτή ταινία με την οποία ο Τζον Κρόουλι έκανε το breakthrough που τον έχει φέρει στην ευχάριστη θέση να γυρίζει σήμερα ρομαντικές κομεντί σε σενάριο Νικ Χόρνμπι. Εδώ βέβαια τα πράγματα είναι πολύ σκληρά, το Boy A είναι ο Έρικ που μετά από τη θητεία του σε αναμορφωτήριο για μια σκοτεινή υπόθεση παιδικής δολοφονίας, απελευθερώνεται και προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του με άλλο όνομα κι αγαθές προθέσεις να ξορκίσει το παρελθόν. Όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες κινηματογραφικές αφηγήσεις τα πράγματα πάνε αρχικά λαμπρά μέχρι που κάποιος σκαλίζει το παρελθόν του και όλα έρχονται τούμπα. Μοιάζει στερεοτυπικό, αλλά είναι προφανώς αρκετά κοντά στο Starred Up (την αφορμή δηλαδή για αυτήν τη λίστα) κι ασκεί μια «που σε πονεί και που σε σφάζει» κριτική στις μικροαστικές συνήθειες της βρετανικής επαρχίας.
Ο Πάντι Κόνσινταϊν είναι μεγάλη μορφή του βρετανικού ανεξάρτητου σινεμά, συμμετέχοντας σχεδόν σε κάθε αξιόλογη παραγωγή από το μιλένιουμ κι έπειτα. Έχει δώσει ρεσιτάλ ως πρωταγωνιστής στο στοιχειωτικό Τα Παπούτσια του Νεκρού του Μίντοουζ, έχει υποδυθεί τον Ρομπ Γκρέτον της Factory Records στο 24 Hour Party People, έχει παίξει τον new age πνευματικό γκουρού στο Submarine και πριν τρία χρόνια έκατσε πίσω από την κάμερα για τον Τυραννόσαυρο. Μια ταινία, όχι ακριβώς για να σου φτιάξει η διάθεση: έχει ενδοοικογενειακή βία, βιασμό, θανάτώσεις κατοικιδίων, γενικώς η μαυρίλα περισσεύει. Αν καταφέρεις να επιβιώσεις όμως, απολαμβάνεις ένα αληθινά ανθρώπινο, αφτιασίδωτο και ειλικρινές σινεμά που πια γίνεται ολοένα και πιο σπάνιο. Και επιβεβαιώνει την πίστη μας στον Κονσιντάϊν ως μια από τις σπουδαίες «μούρες» του indie του αληθινού, πάντα μιλώντας σε κινηματογραφικό πλαίσιο.
Αντιγράφω από την παρουσίαση του Φοίβου Κρομμύδα την περασμένη εβδομάδα, εδώ στην Popaganda: “Σκληρό και βρώμικο σαν τα ντουβάρια της φυλακής, το τελευταίο πόνημα του David Mackenzie, έστω και αν στην πορεία περνά από γνωστά και προβλέψιμα μονοπάτια, κρατά μια λάμψη ελπίδας αναμμένη, ως φάρο διαφυγής από το σκοτεινό κόσμο που πλάθει”. Αναφέρεται στην ιστορία του Έρικ που κλείνεται σε φυλακή ανηλίκων για να εκτίσει την ποινή της νεαρής παραβατικότητάς του. Εκεί θα ξαναβρεί δύο προστάτες, οι οποίοι είναι όμως σωτήρες; Ο πατέρας του που προσπαθεί να τον προφυλάξει από φυλακόβιο περιβάλλον και ο ψυχοθεραπευτής που θέλει να τον βοηθήσει να επιβληθεί στη βίαιη συμπεριφορά του και να επανασυνδεθεί με τον κόσμο. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι αστυνομικοί δε διστάζουν να αντιμετωπίσουν με υπέρμετρη σκληρότητα τα ξεσπάσματα του Έρικ. Με αυτά τα ταπεινά, συνηθισμένα υλικά και με τη νοσηρή φωτογραφία να δίνει τον ατμοσφαιρικό του τόνο χτίζεται σε το καλύτερο prison flick που έχουμε δει εδώ κι αρκετά χρόνια (το οποίο στάθηκε λίγο άτυχο στην έξοδό του στις αίθουσες μαζί με 2-3 μεγαθήρια της φετινής σεζόν, αλλά αξίζει μιας προσεκτικότερης ματιάς).