Λ Ο Χ Λ Ο Μ ΟΝΤ
του Τζον Μίλινγκτον Σινγκ
Μόνος εσείς, ω κάπτεν Ντογκ, σ’ αυτό τ’ ακραίο λιμάνι;
Η πίπα σας να ‘χει καπνό και τίποτ’ άλλο. Φτάνει
Στη Βόρεια αντίκρυ θάλασσα να κάθεστε μονάχος
Κι ασάλευτος σα βράχος.
Γυρίζει η σφαίρα, η γης γυρνά, πνίγεται ο τόπος. Κι όμως
Φύλακας μένετε πιστός του ωκεανού λοστρόμος.
Το κιάλι, η μούδα, η καθετή, τα παλαμάρια, ο γλάρος
Κι άγρυπνος πάντα ο φάρος.
Μα τάχα δε σας πόνεσε να πάτε προς την πόλη,
Πάντα σε τούτη τη γωνιά θα σβυέται η ζωή σας όλη;
Ξέρετε, η Μάριον έγραψε το τελευταίο της γράμμα
Πνιγμένη από το κλάμα.
Ο Ντράκυ αγόρασε ακριβά μποτίνια να σας στείλει
Καθώς του παραγγείλατε τον περασμένο Απρίλη.
Ω, κάπτεν Ντογκ, να γράψετε δυο λόγια σ’ ένα φύλλο
Για τον παλιό σας φίλο.
Περλ Χάρμπορ, Μπούρμα, Ουανταλκανάλ, τρία στ’ απούντο χρόνια,
Πλάκα και σεις τα βάλατε μαζί του τα γαλόνια.
Κι ύστερα εκείνη η Τζαπανγκέρλ, κάτω από μια παγόδα
Σας κοίμιζε με ρόδα.
Ξέρω, στον ώμο σας δεξιά, σας μένει ένα σημάδι
—Θυμάστε, τ’ αποχτήσατε στη Σάιγκον κάποιο βράδυ—
Από ένα τρελογιάπωνα που ‘σπασε ένα ποτήρι
Να κάνει χαρακίρι.
Ω, κάπτεν Ντογκ, ποιος πόλεμος θα σας τραβήξει πάλι
Να παρατήσετε εκειδά το σκουριασμένο κιάλι
Και στη Γουόλτερ Άβενι με μια γραβάτα ωραία
Να κάνουμε παρέα.
Δεκάξι μήνες μοναχός· πετάξτε αυτό το βάρος,
Σας καλογέρεψε θαρρώ του Λοχ-Λομόντ ο φάρος.
Η θάλασσα μένει άστατη και η πιο τρελή ερωμένη,
Μα η Μάριον περιμένει.
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη (1947-1949),
μετάφραση: Γιάννης Β. Ιωαννίδης