Και μόνο ο τίτλος «Ρετροσπεκτίβα» για μια συναυλία, σημαίνει πως είναι αναπόφευκτο να μας απασχολήσει πολύ το ζήτημα του χρόνου. Ήδη από το ξεκίνημα. Το «Θα Συναντηθούμε στο Σαλούν», εκτός από εναρκτήριο τραγούδι της βραδιάς, ήταν και το track (αυλάκι σημαίνει, εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο βινύλια, κι αυτά είχαν αυλάκια) που άνοιγε το μυθικό Σαμποτάζ, το οποίο πέρυσι έκλεισε αισίως τα 35.
Αισίως δεν θα πει τίποτα: είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ως αυτά τα κομμάτια κουβαλάνε τόσα χρόνια στην πλάτη τους. Κατ’ αρχήν γιατί ακούγονται απολύτως σημερινά. Και κατά δεύτερον, γιατί κοιτάζω γύρω μου το κοινό. Όλοι ξέρουν απ’ έξω όλους τους στίχους, και τουλάχιστον στις πρώτες σειρές κανείς δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Στο «Χίλιες και Μία Νύχτες Σινεμά» που ακολουθεί, συνειδητοποιώ πως ελάχιστες από τις αίθουσες που μνημονεύονται μπορεί να έχουν προλάβει σε λειτουργία τα παιδιά που με περιβάλλουν. Μόνο από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες δείχνουν αυτά τα τραγούδια την ηλικία τους. Τι μπορεί αλήθεια να σημαίνει Τρινιτά γι’ αυτά τα παιδιά; Ακόμα και για μένα είναι πια μια λέξη χαμένη στις μνήμες των θερινών κινηματογράφων της πρώιμης παιδικής μου ηλικίας…
Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια η Λένα Πλάτωνος γνωρίζει ακριβώς αυτό που της άξιζε: μια δικαίωση με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Το Γκάλοπ της επανεκδόθηκε από τη δισκογραφική Dark Entries, και χαιρετίστηκε από το σύνολο του μουσικού Τύπου Ευρώπης και Αμερικής ως μια από τις σημαντικότερες επανεκδόσεις της χρονιάς. Φέτος είναι η σειρά του δίσκου Μάσκες Ηλίου. Ανακούφιση για πολλούς συλλέκτες και θαυμαστές της μιας και τα αυθεντικά βινύλια είναι πλέον πραγματικά πανάκριβα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί στην εποχή τους, ελάχιστες κόπιες πουλήθηκαν. Η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού που αγάπησε το Σαμποτάζ, δεν ακολούθησε τη Λένα στις επόμενες αναζητήσεις της.
Όσο η συναυλία προχωρά, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί συνέβη αυτό. Αν τα κομμάτια ακούγονται σήμερα έτσι, καταλαβαίνει κανείς πώς πρέπει να φάνταζαν τότε. Πώς είναι δυνατόν οι «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» να έχουν γραφτεί το 1985; Ποια κρυστάλλινη σφαίρα της επέτρεπε να μιλήσει γι’ αυτό που συμβαίνει πριν από τόσα χρόνια γι’ αυτό που συμβαίνει σήμερα, με αυτή την τρυφερότητα που κόβει σαν σπασμένο τζάμι; Τα παιδιά στο κοινό, πάντως, το καταλαβαίνουν. Ανάμεσα στα κομμάτια, όλο και κάποιος θα φωνάξει: «Λένα, σ’ αγαπάω!» Η ίδια το διασκεδάζει: «Άρχισαν οι εξομολογήσεις!», θα πει.
Είναι υπέροχο να βλέπει κανείς τη Λένα Πλάτωνος να είναι όλο και σε καλύτερη διάθεση από συναυλία σε συναυλία. Πώς όχι; Βλέπει την αγάπη του κοινού, τον απίστευτο παλμό της αίθουσας, τον ενθουσιασμό των παιδιών που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν εκείνη έγραφε αυτά τα τραγούδια. Τα χρόνια της σιωπής, όταν η ίδια δεν γνώριζε πόσοι την περίμεναν με αγάπη να επανέλθει, όταν φοβόταν πως έχει ξεχαστεί, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κι εκείνη, όπως κάθε καλλιτέχνης που απολαμβάνει τέτοια αναγνώριση μετά από τόσα χρόνια, ανθίζει. Είναι φυσικό.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιάννη Παλαμίδα. Δεν θέλησε να εκπορνεύσει την τέχνη του, και τιμωρήθηκε με αρκετά δύσκολα χρόνια. Τώρα καταξιώνεται, όπως του αξίζει, ως ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της γενιάς του. Πιστεύω πως το μέλλον θα τον δικαιώσει ακόμα περισσότερο. Το μεγαλείο του στον Καβάφη κάποια στιγμή θα διδάσκεται ως μια πολύ σπουδαία ερμηνευτική και συνθετική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Μακάρι αυτός και η Λένα να αποφασίσουν να παρουσιάσουν ξανά ολόκληρο το έργο ζωντανά στο μέλλον.
Για τη Σαβίνα Γιαννάτου τα λόγια μάλλον περιττεύουν. Νομίζω πως ο λόγος που είναι πάντα εξαιρετική, είναι πως πλησιάζει σε κάθε εμφάνιση τα τραγούδια που ερμηνεύει με την ίδια αγνότητα, σαν να είναι η πρώτη φορά. Τίποτε δεν είναι δεδομένο. Όπως οι σπουδαίοι ηθοποιοί πετυχαίνουν να αθωωθούν πριν την παράσταση και να αφεθούν να τους εκπλήξει αυτό που συμβαίνει στο ρόλο τους κάθε βράδυ, ή τα παιδιά, που ποτέ δεν αφήνουν την επανάληψη να μειώσει τη χαρά τους στο παιχνίδι, έτσι κι εκείνη. Η φωνή της έχει την καθαρότητα και εντιμότητα που θα περίμενε κανείς από μια ερμηνεύτρια τόσο σπάνιου ήθους.
Κάθε τραγούδι γίνεται δεκτό με την ίδια χαρά και συγκίνηση από τη γεμάτη αίθουσα: «Τι Νέα Ψιψίνα;», «Μάρκος», «Μπρένθις», «Λάθος Αγάπη», και το «Μόνο», που έκλεινε τον απίστευτο εκείνο Καρυωτάκη, που λάμπει ακόμα σαν διαμάντι τριάντα πέντε χρόνια ακριβώς μετά την κυκλοφορία του – αχ, νάτος πάλι ο χρόνος, εμφανίζεται απρόσκλητος από την πίσω πόρτα…
Η βραδιά κλείνει με το Σαμποτάζ. Ήρθαν άλλα παιδιά, Λένα. Είναι εδώ. Κι έχουν στ’ αλήθεια μάτια λέιζερ – κάποια από αυτά, ακόμα και μαλλιά τυρκουάζ. Και σ’ αγαπάνε πολύ. Να είσαι πάντα καλά.