la-la-land

La la Land (3/5)

Ρομαντικό δράμα με τραγούδια και χορό, υποψήφιο για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και για 7 Χρυσές Σφαίρες, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Damien Chazelle, με τους Ryan Gosling και Emma Stone, διάρκειας 128 λεπτών, σε διανομή της Odeon

Φέρελπις νεαρός τζαζ πιανίστας και φέρελπις νεαρή ηθοποιός, συναντιούνται κάτω απ’ τη σκιά των φοινικόδεντρων του Χόλιγουντ κι ενώνουν τις ελπίδες και τα όνειρά τους, σε ένα μουσικοχορευτικό ρομάντζο καρφωτό για τα Όσκαρ.

Εξαιρετικά καλοφτιαγμένο ρομαντζόδραμα, που σε στιγμές αγγίζει μεγαλειώδη επίπεδα σκηνοθετικής μαεστρίας, με διάχυτη τη φινέτσα ενός δημιουργού που, όσο κι αν το θαύμαζε για χρόνια από μακριά, δε έχει αποτελέσει ποτέ (ακόμη) κομμάτι του συστήματος του οποίου ανατρεπτικά γρανάζια προσπαθούν να γίνουν οι ήρωές του, το follow-up του Damien Chazelle στο οσκαρικό του Whiplash (2014), είναι ένα υψηλών φιλοδοξιών και χαμηλών απαιτήσεων φιλμ, που έχει για φινάλε του έναν δυναμίτη δραματουργικής ειλικρίνειας, τόλμης, και γλυκόπικρης οικειότητας, απ’ αυτούς που είναι πολύ πιθανό να κάνουν αλοιφή και να στοιχειώσουν άπαξ και δια παντός, όλους ανεξαιρέτως όσοι το αντικρίσουν. Μέχρι να φτάσει όμως ως εκεί, το La La Land απαιτεί απ’ τον θεατή την καλή προαίρεση να αποδεχτεί τη βασική προβληματική του είδους που υπηρετεί, τουτέστιν οι ήρωές του να ξεσπούν σε τραγούδια και χορούς, ανά πάσα. Διαολεμένη. Στιγμή.

Σε αντίθεση με τα μεγάλα musical των late ‘90s παύλα early ‘00s, δηλαδή τις ταινίες του Buz Luhrmann, δηλαδή τα Romeo + Juliet (1996) και Moulin Rouge! (2001), που έκαναν hip το musical ακριβώς επειδή δεν υποκρινόντουσαν ότι εκφράζουν τίποτα το φυσιολογικό, παρά τοποθετούσαν την υπερβατική τους λογική μέσα σ’ ένα πλαίσιο έτσι κι αλλιώς δυο σκάλες πάνω απ’ το ρεαλιστικό, η προσέγγιση του Chazelle στο είδος γίνεται σ’ ένα αλλόκοτα άνισο, ονειρικοχειροπιαστό επίπεδο, όπου η έξω καρδιά ελαφρότητα του Glee, συναντάει την καλοσιδερωμένη αισθητική του Mad Men, στο μποτιλιαρισμένο, κάργα ανταγωνιστικό κι αποκαρδιωτικά σκληρόπετσο Los Angeles του σήμερα. Στο επίπεδο λοιπόν όπου ένας συνηθισμένος jazz πιανίστας, που κάθεται σ’ ένα συνηθισμένο jazz καταγώγιο, όπου κάτι συνηθισμένοι Αφροαμερικανοί, με κάτι συνηθισμένες τρομπέτες, παίζουν συνηθισμένη jazz, μπορεί στην αμέσως επόμενη σκηνή να αρχίζει να χορεύει και να τραγουδάει και να περπατάει στα σύννεφα και δίπλα του να κλάνουνε μονόκεροι, κι αυτό να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, σ’ αυτό το επίπεδο το musical του Chazelle, είναι, μπορεί να πει κανείς, ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στο είδος τα τελευταία χρόνια.

Κι αυτό, γιατί το υπογράφει ένας σκηνοθέτης με ταλέντο και τόλμη που εξελίσσονται με άλματα κβαντικά κάθε φορά που τα απλώνει στην οθόνη, εντοπίζοντας με το κοφτερό αυτί ενός μουσικού, τον μυστικό ρυθμό της ιστορίας που θέλει κάθε φορά να αφηγηθεί. Σ’ ετούτη του τη νέα μελωδική εικονογράφηση, ο πρώην jazz drummer νυν indie auteur ποντάρει τη μπάνκα στον παράγοντα νοσταλγία, και στους πατιναρισμένους ιδεασμούς του θεατή ότι κάπου εκεί έξω, σε κάποια ταινιοθήκη σκεπασμένη απ’ το χρόνο και σκιασμένη απ’ τις αναμνήσεις, υπάρχει μια ταινιοθήκη ολόκληρη, στις μπομπίνες της οποίας λαγοκοιμάται η αστρόσκονη της νιότης μας, όχι της προσωπικής, αλλά της συλλογικής, σαν μία χρονοκάψουλα αθωότητας που δεν γερνάει. Σαν την jazz που λατρεύει ο κεντρικός του πρωταγωνιστής, έτσι κι η ταινία του Chazelle τοποθετεί τον εαυτό της κάπου εκεί ανάμεσα στο πάθος για τη διαχρονική νεοτερικότητα, και την αποπλανητική γοητεία του κλασικού, που έχει για μανδύα της η αιθέρια ποιότητα του Παλιού Χόλιγουντ.

Τοποθετημένο στο σύγχρονο Los Angeles, αλλά με τις ρίζες της έμπνευσής του να φτάνουν βαθιά στο παρελθόν, το La La Land αναβιώνει με αστείρευτη ζέση την μεγαλειώδη απλοχεριά των κλασικών χολιγουντιανών ρομάντζων σε συναίσθημα και θέαμα, μεγεθυμένα όλα αυτά απ’ το φως των αστεριών που λάμπουν πιο λαμπρά κι απ’ τα διαμάντια που έχουν για καρδιές οι πρωταγωνιστές –δυο ήρωες τόσο φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, που ακόμη κι η βαρύτητα κάνει στην άκρη μπρος στην όρεξή τους να χορέψουν για να απογειώσουν την αγάπη τους. Αυτό το είδος του musical όμως, αυτό το μίγμα από αγαθές προθέσεις κι σκηνοθετικά τσαλίμια, όση αυθεντικότητα, κι όσον ρεαλισμό, κι όση συναισθηματική ελικρίνεια κι αν κρύβει στο δράμα του, δεν μπορεί να ξεπεράσει την ίδια του την φύση: αυτήν ενός τρομερά φτιαχτού, κατασκευασμένου πράγματος, το οποίο, όπως συμβαίνει με όλα αυτά τα τρομερά κατασκευσμένα πράγματα, φωνάζει απ’ το χιλιόμετρο πως δεν είναι παρά μια κατασκευή. Είναι, λοιπόν, στην κρίση του καθενός το πόσο, και τι είδους παραμύθιασμά μπορεί ν’ αντέξει.


007_24821908_type12496

Η Κόκκινη Χελώνα / La Tortue Rouge (3/5)

Animation φαντασίας βραβευμένο με το Βραβείο Επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών και Βραβείο Κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας, σε σκηνοθεσία του Michael Dudok de Wit και σενάριο του ιδίου και του Pascale Ferran, διάρκειας 80 λεπτών, σε διανομή της Seven Films

Οι προσπάθειες ναυαγού να φύγει από απομονωμένο νησί ναυαγούν από την κόκκινη χελώνα που επιμένει να του σπάει τη σχεδία, όμως οι ακτές του τροπικού παραδείσου που τον κρατά φυλακισμένο, έχουν μια ολόκληρη, ολοκαίνουρια ζωή να του προσφέρουν.

Ένα εικαστικό κομψοτέχνημα που αψηφά τις προσδοκίες του ψημένου στα ψηφιακά γραφικά και τις γρήγορες πλοκές θεατή, το ντελικάτο, κατάλληλο για όλες τις ηλικίες, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του βραβευμένου με Όσκαρ Ολλανδού, σε αρπάζει από τα μούτρα με την εθιστική του αισθητική, και σε βουτάει κατευθείαν στα βαθιά της μινιμαλιστικής, κατά καιρούς ελλειπτικής αφήγησής του, που λέει μονάχα με τις εικόνες του, πολλά περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε διαλόγους. Μπολιάζοντας την απλή, αλλά όχι απλοϊκή ερωτική του ιστορία, με οικολογικές αλληγορίες και υπαρξιακές ανησυχίες, το φιλμ του Michael Dudok de Wit γεμίζει με παστέλ αποχρώσεις τις καθαρές γραμμές της αφήγησής του, ζωντανεύοντας μπροστά σου με γοητευτική φινέτσα και αξιοζήλευτη οικονομία, μια ιστορία για την απελπισία και το πείσμα, την οργή και τη μεταμέλεια, την αγάπη και τον φόβο, την απώλεια και την αποδοχή. Μια ζωή ολόκληρη δηλαδή, τυλιγμένη σ’ ένα διαλογιστικό κομμάτι σινεμά που θα μπορούσε να έχει βγει απ’ το μυαλό του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, το ολότελα πρωτότυπο παραμύθι που συνυπογράφει ο σκηνοθέτης του στοιχειωτικού Father and Daughter (2000), με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη του εντυπωσιακού Bird People (2014), Pascale Ferran, μπορεί να μην έχει τον προωθητικό μηχανισμό που θα σε πείσει ότι πρέπει να το δεις επειγόντως, αν όμως τύχει και βρεθείς μπροστά του, είναι βέβαιο ότι η αναζωογονητική αισθητική κι η σπάνια ευαισθησία του θα σε ακολουθούν για καιρό.


i-roza-tis-smurnis

Η Ρόζα της Σμύρνης (1/5)

Δράμα πατριδολαγνίας σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κορδέλλα και σενάριο της Χριστίνας Λαζαρίδη (απ’ το μυθιστόρημα του Γιάννη Γιαννέλη-Θεοδοσιάδη), με τους Τάσο Νούσια, Ευγενία Δημητροπούλου, Λήδα Πρωτοψάλτη κ.ά., διάρκειας 95 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment

Αρχιτέκτονας που ετοιμάζει έκθεση με θέμα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έμφαση στο δράμα της Σμύρνης, εντοπίζει το κεντρικό του κομμάτι σε ένα ματωμένο νυφικό, που αποτελεί αφορμή για μια μυστηριώδη αναζήτηση. Και στο βάθος έρωτας.

Υπομηδενικού κινηματογραφικού ενδιαφέροντος ατέρμονη παρλάτα, που όταν δεν υποκύπτει σε διδακτικές κορώνες εθνοπατριωτικής ψωροϋπερηφάνειας, ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία μελοδραματικού flatline, το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Γιώργου Κορδέλλα απέχει τόσο απ’ το νοσταλγικό χαϊδολόγημα των παλιγγενεσιακών χορδών που καμώνεται πως είναι, όσο κι από οτιδήποτε έχει να κάνει με κινηματογραφική ταινία. Αδυνατώντας να σκηνοθετήσει έστω και μισό διάλογο με τρόπο που να μην μικραίνει την κινηματογραφική οθόνη σε μεγέθη παλαιοτηλεοπτικής προχειράντζας, ο Γιώργος Κορδέλλας βάζει οριστική ταφόπλακα σε μια πολύπαθη παραγωγή που προσπαθούσε επί σειρά ετών να ορθοποδήσει, χάνοντας κάθε ελπίδα να ισορροπήσει την άγουρη ερμηνευτική υποτονικότητα της συμπρωταγωνίστριας Ευγενίας Δημητροπούλου, με την ισοπεδωτική παρουσία του Τάσου Νούσια, που μπορεί να μην χώρεσε στην αφίσα της ταινίας, αλλά κρατάει το κέντρο βάρους σε όλα τα καρέ της. Τα ερμηνευτικά κεφάλαια που είναι η Λήδα Πρωτοψάλτη και η Γιούλικα Σκαφιδά, περνάνε εγκληματικά ανεκμετάλλευτα χάρη στους ανύπαρκτους χαρακτήρες τους οποίους καλούνται να ενσαρκώσουν με βουβές μούτες και αποχαυνωτικές κοινοτοπίες, και η ώρα περνά βασανιστικά αργά, όσο η σκηνοθεσία εκφυλίζεται σε επίπεδα home video οικογενειακών διακοπών. Όσα στραβά κι αν έχει πάντως η ταινία απάνω της, είναι άκρως πετυχημένος ο (έστω κι αθέλητος) τρόπος, με τον οποίο συλλαμβάνει κι αποδίδει όλη εκείνη την ΠΑΣΟΚίλα της εποχής της, με τον βαρυμαγκίτικο ανδρισμό, την ελληναράδικη περηφάνια, και την εκδίκηση της ιδρωμένης γαϊδουρότριχας, ακμαίας σαν την απείθαρχη, υπερμεγέθη πουκαμίσα, που κρέμεται φαρδιά πλατιά έξω απ’ το ξέχειλο μπλουτζίν, για να ξεχύνονται χωρίς εμπόδια ο νταλκάς και η τσαντίλα η μόνιμη, που ούτε Xanax, μα ούτε κι αίσθημα την πιάνει.


Επίσης στις αίθουσες:

Κρυφή Ομορφιά / Collateral Beauty
Μεσίληξ τσακισμένος απ’ τη μοίρα, ψάχνει δίαυλο για την απόγνωσή του γράφοντας γράμματα στον Χρόνο, την Αγάπη και τον Θάνατο. Προς μεγάλη έκπληξη δική του και λιγότερο δική μας, και οι τρεις του απαντούν, κάνοντάς του επισκέψεις σαν τα φαντάσματα του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Δράμα σε σκηνοθεσία David Frankel και σενάριο Allan Loeb, με τους Will Smith, Edward Norton, Kate Winslet, Helen Mirren κ.ά., διάρκειας 97 λεπτών, σε διανομή Tanweer

Βαϊάνα / Moana
Η κόρη του αρχηγού πολυνησιακής φυλής που απειλείται από αρχαία κατάρα, παίρνει δρόμους και βουνά, θάλασσες και ποτάμια, για να βρει τον ημίθεο που την εξαπέλυσε και να του ζητήσει ο λόγο. Παιδικό animation σε σκηνοθεσία των Ron Clements, Don Hall, John Musker και Chris Williams, και σενάριο του Jared Bush, με τις φωνές των Auli’i Cravalho, Dwayne Johnson και Rachel House (μεταγλωττισμένοι από τους Μαρίνα Σάττι, Μιχάλη Κουινέλη και Βίνα Παπαδοπούλου), διάρκειας 107 λεπτών, σε διανομή Feelgood Entertainment

Η Μπαλαρίνα και ο Μικρός Εφευρέτης / Ballerina
Ορφανό κοριτσάκι με όνειρο να γίνει πρίμα μπαλαρίνα, δραπετεύει απ’ την επαρχία της Βρετάνης και βάζει πλώρη για Παρίσι, όπου αποκτά νέα ταυτότητα και διεκδικεί το μέλλον των ονείρων της. Παδικό animation σε σκηνοθεσία των Eric Summer και Éric Warin και σενάριο των Carol Noble, Eric Summer και Laurent Zeitoun, με τις φωνές των Elle Fanning, Dane DeHaan και Maddie Ziegler, διάρκειας 89 λεπτών, σε διανομή Odeon