Αγώνες Πείνας: Φωτιά ***
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Φράνσις Λόρενς
Πρωταγωνιστούν: Τζένιφερ Λόρενς, Τζος Χάτσερσον, Λίαμ Χέμσγουορθ
Διάρκεια: 146’
Η Κάτνις και ο Πίτα επιβίωσαν από τους 74ους Αγώνες Πείνας, με τις αναμνήσεις της κτηνωδίας νωπές. Πλέον επιβάλλεται να συμπεριφέρονται σαν ζευγάρι αν θέλουν να μην έχουν προβλήματα με τα μεγάλα κεφάλια και να τα υμνούν σε κάθε δημόσια εμφάνισή τους. Ο κόσμος δείχνει πιο εξαγριωμένος και έτοιμος για επανάσταση από ποτέ. Η Κάτνις έχει γίνει λαϊκό είδωλο και οι κυβερνήτες καταλαβαίνουν πως ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσουν τα πράγματα είναι αυτός του διαίρει και βασίλευε. Ένας διαρκής αναβρασμός παντού ενώ οι 75οι Αγώνες Πείνας είναι στο κατώφλι. Ποιο θα είναι το μέλλον των ηρώων και των απλών πολιτών που σφυρίζουν επαναστατικά το κελάηδισμα της κοτσυφόκισσας;
Να ξεκαθαριστεί κάτι από την αρχή. Λατρεύω φετιχιστικά το Battle Royale. Αλλά δεν είμαι από αυτούς που θα μιλήσουν για τους Αγώνες Πείνας τονίζοντας πως πρόκειται περί αντιγραφής της ταινίας του Φουκατσάκου. Ακόμα και το ίδιο το Royale μπορεί να θεωρηθεί κόπια μιας άλλης ταινίας, η οποία βασίζεται στο τάδε βιβλίο, που με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από το δείνα ποίημα και πάει λέγοντας. Αδύναμο επιχείρημα αν προσπαθήσει κανείς να θάψει τους Αγώνες με βάση αυτό. Τα δυό τους ομοιάζουν, δεδομένων των παρόμοιων σκηνικών και του μηνύματος που θέλουν να περάσουν, μα διαφέρουν ως προς πολλούς παράγοντες. Δεν θα τους αναλύσω συγκριτικά, γιατί αυτό υποβιβάζει την (ασφαλώς κατώτερη νοηματικά) ταινία του Φράνσις Λόρενς και αδικεί την blockbuster τιμιότητα της.
Οι Αγώνες Πείνας: Φωτιά είναι μια λαμπρή υπερπαραγωγή, γίνεται γρήγορα φανερός ο υψηλότερος προϋπολογισμός της σε σχέση με την πρώτη ταινία, κάτι που της δίνει νέες δυναμικές. Τα σκηνικά αυτή τη φορά είναι επιβλητικότερα και η (περιορισμένη) δράση είναι σαφώς πιο καλογυαλισμένη, κάνοντας έτσι τις δυόμιση ώρες της ένα μοναδικό χάρμα οφθαλμών. Κατάλληλες επιλογές στο καστ χωρίς να είναι μνημειώδεις, η Τζένιφερ Λόρενς υποδύεται συγκρατημένα την επαναστάτρια με αιτία Κάτνις, μεγάλο διεφθαρμένο κάθαρμα ο Ντόναλντ Σάδερλαντ ως Πρόεδρος Σνόου, ιδανικός μπέκρας-μέντορας ο Γούντι Χάρελσον.
Οι Αγώνες Πείνας εστιάζουν με εμπορικό τρόπο στη χρήση ρεαλιστικών φαινομένων κάτω από ένα πυκνό στρώμα μυθοπλασίας, αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς δηθενιές και «ψαγμενίστικη» προώθηση του μείγματος.
Όσον αφορά στα ίδια τα νοήματα, προσπαθεί να περάσει το όλο κλίμα καταπίεσης και διαφθοράς, εστιάζοντας στις υπόγειες κινήσεις και το «μάρκετινγκ» των πολιτικών κινήσεων. Δε θέλει και πολύ νιονιό για να καταλάβει κανείς ότι δεν πρόκειται περί μοναδικής σπουδής πάνω στην πολιτική σκακιέρα και, αντιθέτως, τα θιγόμενα ζητήματα στρογγυλεύονται μέχρι παιδικής απλοποίησης. Μα μέσα από αυτήν την απλοποίηση είναι που καταφέρνει να γίνει, αν όχι άψογο, τότε αξιοπρεπές ως προς τον παράγοντα «διασκέδαση».
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δεν έγινε αυτή η τριλογία-σταθμός στα χρονικά της υπερπαραγωγής λόγω του λογοτεχνικού του πυρήνα, ούτε το Game of Thrones σειρά-φαινόμενο (θέμα προς συζήτηση) λόγω της άρτιας κατακραυγής της ανώτερης τάξης. Έτσι και οι Αγώνες Πείνας φροντίζουν να εστιάσουν με ξεδιάντροπα εμπορικό τρόπο στη χρήση ρεαλιστικών φαινομένων κάτω από ένα πυκνό στρώμα μυθοπλασίας, φαντάζοντας αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς δηθενιές και «ψαγμενίστικη» προώθηση του μείγματος. Και το πετυχαίνει, αρκεί το κοινό να μην εμμένει σε άσκοπες συγκρίσεις.
Σαφώς ανώτερο της πρώτης ταινίας, με πολύ δυνατές κατά περίπτωση εικόνες και ανόθευτα διασκεδαστικό. Είπαμε, όμως, αρκεί να μην έχουμε παράλογες απαιτήσεις. Και έχετε κατά νου τη σκηνή με το νυφικό. Δυνατή μέσα από την τυπικότητά της.
Ο Άνθρωπος που Πούλησε τον Κόσμο *****
ΗΠΑ, Βέλγιο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μπιλ Κόντον
Πρωταγωνιστούν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ντάνιελ Μπριλ, Κάρις Βαν Χάουτεν
Διάρκεια: 128’
Η κυκλοφορία του Ανθρώπου που Πούλησε τον Κόσμο στους κινηματογράφους προκάλεσε μια σειρά από τριβές μεταξύ των παραγωγών της ταινίας και του Τζούλιαν Ασάνζ, του ανθρώπου που πολλοί θεωρούν ως τον ανανεωτικό αέρα στο θέμα της δημοσιογραφικής διαφάνειας, με βασικότερες κατηγορίες αυτές της προπαγάνδας κατά των Wikileaks και της πιστότητας του σεναρίου στην πραγματικότητα. Αναλογιζόμενοι και τη σημασία του θέματος σε σχέση με τον αντίκτυπό του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, καταλαβαίνουμε ότι μόνο δύο πιθανότητες υπάρχουν σε σχέση με την ποιότητα της ταινίας: ένα καίριο nerdy αριστούργημα γεμάτο ίντριγκα που κονταροχτυπιέται με τα υπόλοιπα blockbuster ή ένα άχρωμο δίωρο που ψυχαναγκαστικά θέλησε να πιαστεί από την επικαιρότητα για να κάνει τζίρο.
Η σύλληψη της ιδέας και οι πρώτες προσπάθειες των Ασάνζ και Σμιτ να δώσουν στη δημοσιότητα αυτά που οι υπόλοιποι κρύβουν, με παύσεις για να δούμε τι επιπτώσεις είχε η στρατιωτική αφοσίωση σε έναν σκοπό στη ζωή τους αποτελεί το πρώτο μισό της ταινίας. Με ελαφριά διάθεση και μια τεχνολογική/δυαδική αισθητική που ενίοτε λοξοκοιτάει στον κυβερνοχώρο του Μάτριξ παρακολουθούμε τα δύο κεντρικά πρόσωπα να γίνονται σούπερσταρς της «ερασιτεχνικής» δημοσιογραφίας υπό τους ηδονικούς ήχους του χτυπήματος των πλήκτρων στα λάπτοπ.
Η δεύτερη ώρα είναι, όμως, αυτή που προσπαθεί να θίξει το ζήτημα της πληροφόρησης, η οποία ενέχει απειλές, όχι μόνο για τους πληροφοριοδότες, μα και για τον κόσμο που ενδεχόμενα κινδυνεύει από τη μη-επιβολή της κατά περίπτωση λογοκρισίας. Ένας στρατιώτης παρέχει στους Ασάνζ και Σμιτ σημαντικό όγκο απόρρητων εγγράφων του αμερικάνικου στρατού, τα Μέσα πλροφορούνται, θέλουν να συνεργαστούν μαζί τους, και αρχίζουν τα διλήμματα. Να δημοσιευτούν ως έχουν, λέει ο μεθυσμένος από την εξουσία και την παρανόηση του αρχικού του σκοπού Ασάνζ, να τεθεί λογοκρισία λέει ο φιλάνθρωπος Σμιτ. Ο κλοιός στενεύει και η πλήρης διαφάνεια για πρώτη φορά δείχνει ανεπιθύμητη.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο Ασάνζ ήταν ένα παρανοϊκό καθίκι με πισώπλατες τακτικές, που μπέρδεψε τον ανθρωπισμό με το μηδενισμό, μα το προφίλ που του χτίζεται τον αδικεί.
Η σκηνοθεσία του Μπιλ Κόντον βρωμάει εμπορικό αμερικάνικο κινηματογράφο με τα λαμπερά της φώτα, τα κοφτά πλάνα, τη δυνατή μουσική και την προσπάθεια να δοθεί σώνει και ντε μια συναισθηματική ευαισθησία και ένα μαύρο παρελθόν στους πρωταγωνιστές, απομακρύνοντας τα γεγονότα από οποιαδήποτε καθαριότητα και στρογγυλεύοντας επικίνδυνα το λεπτό κεντρικό θέμα. Αχρείαστες εξομολογήσεις με πικρούς μινόρε βιολισμούς γελοιοποιούν την, κατά τ’ άλλα ικανοποιητική ερμηνεία του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.
Και ενώ στα σημεία που το σασπένς αρχίζει να χτίζεται με όμορφο τρόπο καθώς οι πλεκτάνες αρχίζουν να ξεδιπλώνονται και η κατάληξη προμηνύεται εκρηκτική, πετάμε για φινάλε ένα δήθεν επαναστατικό μήνυμα με αισθητική motivational video και «Η Αλήθεια Βρίσκεται Εκεί Έξω» επίγευση για να ισοπεδώσουμε μια και καλή τα όσα κάναμε και να στραφούμε στο διδακτισμό. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο Ασάνζ ήταν ένα παρανοϊκό καθίκι με πισώπλατες τακτικές, που μπέρδεψε τον ανθρωπισμό με το μηδενισμό, μα το προφίλ που του χτίζεται τον αδικεί. Προκειμένου να μπορέσει να γίνει μια mainstream ταινία, επικεντρώνεται, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε στα ανθρώπινα αρνητικά του παρά στη συνολική του προσφορά στην ενημέρωση.
Και έστω ότι ναι, υπάρχουν στην όλη υπόθεση ζητήματα περί «Μεγάλου Αδελφού» και ανάγκης προσοχής στη διαχείριση κρυμμένων μυστικών, ο Άνθρωπος… δεν έχει ούτε στο ελάχιστο τη δυνατότητα να τα προσεγγίσει με έναν, αν όχι πλήρως βασισμένο στην αλήθεια, γνήσια πολύπλευρο τρόπο, ώστε το κοινό να πάρει μια θέση. Πιέζει τις φόρμες σε έντονες ασπρόμαυρες αντιθέσεις και όντως, από ένα σημείο και μετά, παραγίνεται προπαγανδιστικό.
Αν δεν προσπαθούσε να το παίξει τόσο έξυπνη και φιλάνθρωπη, τότε ναι, θα μίλαγα για ένα ευρείας χρήσης έργο που μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις. Ας κρατήσουμε, τουλάχιστον τις πιο «δραστήριες» στιγμές του, με την κομπιουτερίστικη υπερπληροφόρηση και το συνωμοσιακό πλέγμα της ως κάποιες χαριτωμένες στιγμές. Προσοχή: αν όλα αυτά δε σας ενδιαφέρουν εξαρχής, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να βαρεθείτε στο πεντάλεπτο.