…Είναι κι αυτά τα ονόματα. Τα επώνυμα, για την ακρίβεια. Kruder & Dorfmeister. Στιβαρά, κεντροευρωπαϊκά, κάπου ανάμεσα σε δικηγορική φίρμα στο νεοϋρκέζικο midtown και ίχνη που έμειναν στην ιστορία από μεσαιωνικούς οίκους. Η, αν γίνουμε πιο πεζοί, σφραγίδα από κάποια τευτονική μάρκα οικιακών συσκευών
Βέβαια, ο Πέτρος κι ο Ριχάρδος, ο Peter Kruder κι ο Richard Dorfmeister δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι δύο τύποι που γνωρίστηκαν στην underground σκηνή της Βιέννης στις αρχές των 90s και κατάφεραν να γίνουν κι εκείνοι πρωτοπόροι. Όχι της κλασικής μουσικής όπως τα βαριά ονόματα των κλασικών συμπατριωτών τους από τον 18ο αιώνα, ούτε καν σαν τον αδικοχαμένο Falco που εκπροσώπησε την Αυστρία στα νεοκυματικά 80s.
Μανιακοί συλλέκτες ξεχασμένων/ μεταχειρισμένων βινυλίων, με θητεία σε εφήμερα γκρουπ νεανικά, ένωσαν τις δυνάμεις τους -όπως θα διαβάσετε παρακάτω- μέσα από… ένα εξώφυλλο των Simon & Garfunkel κι έμπλεξαν την ηλεκτρονική τάση της εποχής με τις δεκάδες άλλες επιρροές της δισκοθήκης τους. Τελικά, κατέληξαν οδηγοί της downtempo ατμομηχανής μέσα από το καθοριστικό τους ντεμπούτο G-Stoned και τα περίφημα K&D sessions. Οι δικές τους παραγωγές, τα δεκάδες remixes και τα εκλεκτικά dj sets συνθέτουν ένα προφίλ που ακροβατεί ανάμεσα στην κομψότητα και τη «βρωμιά» εδώ και 25 χρόνια καθιστώντας τους σεβάσμιους βετεράνους.
Στο μεταξύ ο όρος “downtempo” πήρε τον κακό τον δρόμο, αλλά γι’ αυτό και για πολλά ενδιαφέροντα ακόμα (από τη βιεννέζικη παράδοση μέχρι τους Depeche Mode) μίλησε στην Popaganda o Richard Dorfmeister, λίγο πριν το ντουέτο προσγειωθεί στην Αθήνα ώς ένα από τα σημαντικότερα ονόματα του ADD Festival (2/6, Πειραιώς 260)…
«Στο ξεκίνημα των 90s υπήρχε μια νεαρή μουσική σκηνή στη Βιέννη που ήταν αποτέλεσμα της έκρηξης των οικιακών στούντιο. Ξαφνικά, ήταν δυνατό να φτιάχνεις τη μουσική σου χωρίς να πληρώνεις ένα κάρο λεφτά σε ακριβά επαγγελματικά στούντιο που συν τοις άλλοις είχες να αντιμετωπίσεις και τους κατσούφηδες τεχνικούς. Ο Peter (σ.σ. Kruder, το έτερο μέλος του ντουέτου) είχε μόλις αφήσει την μπάντα Dr. Moreau’s Cretaures (έπαιζε εκεί μαζί με τους Rodney Hunter, DJ DSL και Sugar B.) κι ετοίμαζε καινούρια κομμάτια, ενώ εγώ βρισκόμουν εκείνη την περίοδο σε ένα συγκρότημα που λεγόταν SIN (μαζί με έναν ιδιοφυή γραφίστα ονόματι Andy O/R/E/L και την ερμηνεύτρια Mona Moore). Ήταν η εποχή που τα Atari STs και τα AKAI samplers άνοιξαν έναν νέο δρόμο για να πειραματίζεσαι με τη μουσική. Μια τέτοια τεχνική συμβουλή μου είχε ζητήσει ο Peter στην πρώτη μας συνάντηση. Λίγο πιο μετά, το 1992, εγώ ζούσα στο Λονδίνο κι ο Peter μου έστειλε για αστείο μια φωτογραφία από το εξώφυλλο του Bookends, ενός δίσκου των Simon & Garfunkel. Η ομοιότητα στην εμφάνιση των δύο διδύμων μας έκανε να γελάμε, αλλά ήταν τελικά και η αφορμή για να ξεκινήσουμε να κάνουμε μαζί μουσική με πρώτο αποτέλεσμα την κυκλοφορία του G-Stoned EP το 1993. Αυτή είναι και η αρχή της K&D ιστορίας.
»Ήταν όλα συναρπαστικά και καινούρια στη Βιέννη εκείνης της εποχής. Υπήρχαν σημαντικές μορφές όπως ο παραγωγός Patrick Pulsinger και ο Werner Geier που ήταν για το αυστριακό ραδιόφωνο κάτι ανάλογο της παρουσίας του John Peel στο BBC. O Peter κι εγώ κυριολεκτικά ζούσαμε στο στούντιο τότε, βρισκόμασταν σε μια συνεχή μουσική εξερεύνηση. Σίγουρα, η κλασική παράδοση είχε κάποια υποσυνείδητη επιρροή, αλλά κυρίως μας διαμόρφωσαν οι δίσκοι που ακούγαμε και, κυριότερα, εκείνοι που ψωνίζαμε στο δισκάδικο Black Market (που με τη σειρά του ήταν μια συνέχεια της ομάδας πάρτυ Soul Seduction). Πιο πριν, στα 80s, καθοριστικό ήταν και το κλαμπ U4 – ήταν η εποχή που οι δύο πρώτοι δίσκοι του Falco έβαζαν τη Βιέννη στη διεθνή μουσική σκηνή.
» Nαι, σίγουρα νιώθουμε πιο κοντά στον Falco παρά στον Μότσαρτ…
» Η Βιέννη παραμένει αργή, αλλά διατηρεί μια ζωντανή κλαμπ σκηνή με μέρη όπως τα Pratersauna, Grelle Forelle, the Horst Pop Up Club και κολεκτίβες όπως η heimlich. Στον FM4 o DJ Makossa και στον Superfly ο Jürgen Driemal παίζουν πολύ υψηλού επιπέδου μουσική καθημερινά. Πριν λίγες μέρες μαζί με τον Peter παίξαμε, ανεβασμένοι σε μια “ρόδα του λούνα παρκ” για επιλεγμένο κοινό, στο διάσημο πάρκο αναψυχής Prater και ήταν τέλεια.
https://www.youtube.com/watch?v=Q9gH0QyqhE0
» Όλα αυτά τα χρόνια χαθήκαμε στη μουσική, δεν υπάρχει γυρισμός… Μετά από 25 χρόνια συνεργασίας νομίζω έχουμε καταλάβει τις δυναμικές που αναπτύσσονται γύρω από ένα ντουέτο. Φυσικά, υπάρχουν πάντα προσωπικά θέματα αλλά κανείς δε νοιάζεται στ’ αλήθεια γι΄αυτά – αυτό που περιμένουν όλοι από μας είναι καλή μουσική. Κι αυτό είναι που έχει σημασία: να δίνεις κάτι στο κοινό που κάνει πιο έντονη τη ζωή τους, που τους κάνει να νιώθουν καλύτερα.
» Το πιο απλό κι επιδραστικό ποτό είναι το τζιν τόνικ, με αυτό μοιάζουν οι K&D. Για να γίνει σπέσιαλ, χρειάζονται απλά τα σωστά συστατικά. Όπως χρειάζεται να παίζουμε τα σωστά κομμάτια την σωστή στιγμή κατά τη διάρκεια ενός live set προκειμένου να κάνουμε τη διαφορά.
Αρχικά κινούμασταν σε μια εναλλακτική σκηνή που όριζε το downtempo αλλά η υπερπληθώρα συλλογών τύπου “Ibiza Chill vol. 48” την σκότωσε και την οδήγησε σε μια πολύ εμπορική κατεύθυνση. Απο τη μεριά μας, δε νοιαστήκαμε και τόσο γιατί ξέραμε ότι ο ήχος μας δεν είχε τίποτα να μοιραστεί με αυτήν την εξέλιξη.
» Ειλικρινά, δεν υπάρχει συνταγή για τα remixes μας. Ασφαλώς, η στρατηγική μας είναι να αξιοποιούμε την γνώση και την εμπειρία μας πάνω στην τεχνολογία του στούντιο και την ίδια στιγμή να προσπαθούμε να πιάσουμε την αρχική μαγεία του κομματιού με τον ίδιο τρόπο που θα το κάναμε αν επρόκειτο για μια αυθεντική δική μας σύνθεση. Υπάρχουν πολλά αγαπημένα μας, ας πούμε αυτήν την εποχή μου αρέσει πάρα πολύ η ακυκλοφόρητη δουλειά του Peter στο “Hypnotize U” των Ν.E.R.D. Σίγουρα, η δουλειά μας στο “Useless” των Depeche Mode είναι all-time classic, μ’ αρέσει πολύ η drum ’n’ bass εκδοχή του Peter στο “Speechless”, αλλά και η dub version στο “Going Under” των Rockers Hi-Fi. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πάρα πολλά remixes που δεν συμπεριλήφθηκαν στα K&D sessions, αυτά είναι για τους αληθινούς K&D diggers…
https://www.youtube.com/watch?v=SLafxu8guJQ
» Πώς βγήκε το remix στο “Useless”; Ακολουθούσα τις κυκλοφορίες της Mute Records για αρκετό καιρό, απλά τρελαινόμουν για το σκοτεινό, παράξενο στυλ τους. Ονόματα όπως οι Duet Emmo, Wire, Barry Adamson και φυσικά ο Nick Cave με επηρέασαν πολύ. Έτσι βρέθηκα σε επικοινωνία με το label όταν σκόπευαν να επανακυκλοφορήσουν ολόκληρο τον κατάλογο των Can – για μένα οι Can παραμένουν μια από τις καλύτερες μπάντες όλων των εποχών. Τέλος πάντων, οι Depeche Mode μόλις είχαν κυκλοφορήσει το Ultra κι εμείς ξέραμε τον Tim Simenon που ήταν ο παραγωγός του άλμπουμ. Όλα αυτά συνδυάστηκαν και καταλήξαμε να κάνουμε αυτό το remix. Παίζουμε ακόμα την remastered εκδοχή του στα σόου μας και λειτουργεί μια χαρά παρά τα 20 χρόνια που πέρασαν…
» Είναι μια καλή ερώτηση τι πήγε στραβά με τον όρο “downtempo”. Στην αρχή εμείς συνθέσαμε αυτόν τον ήχο συνδυάζοντας διαφορετικά στοιχεία από διαφορετικά μουσικά στυλ που αγαπούσαμε – κυρίως black groove και funk, με καρύκευμα hip hop instrumentals κι άλλες επιρροές όπως jazz (φυσικά), μουσική από σάουντρακ, ambient, folk, bossa nova, γαλλικά chansons κι άλλα. Αρχικά κινούμασταν σε μια εναλλακτική σκηνή αλλά η υπερπληθώρα συλλογών τύπου “Ibiza Chill vol. 48” την σκότωσε και την οδήγησε σε μια πολύ εμπορική κατεύθυνση. Απο τη μεριά μας, δε νοιαστήκαμε και τόσο γιατί ξέραμε ότι ο ήχος μας δεν είχε τίποτα να μοιραστεί με αυτήν την εξέλιξη. Συνεχίσαμε να υπηρετούμε το στυλ μας και να εκφραζόμαστε κι αυτό κάνουμε μέχρι σήμερα…
» Τον δικό μας ορισμό σε αυτό που κάνουμε τον έχουμε δώσει από την πρώτη μας κυκλοφορία το G-Stoned που περιείχε ένα κομμάτι με τίτλο “Definition”. Πάντως περισσότερο θέλαμε να δημιουργήσουμε classics παρά να φτιάξουμε μουσική για να αδειάζουμε το μυαλό των ακροατών, μουσική για το background. Μπορεί κι αυτή να είναι μια χρήση της μουσικής, όχι μόνο της δικής μας, αλλά στ’ αλήθεια εμείς θέλαμε (και θέλουμε ακόμα) να υπηρετούμε το “free your mind (and your ass will follow…)”…
» Σε σχέση με τις ρίζες μας νομίζω ότι αυτήν την εποχή αισθάνομαι πιο κοντά στο drum ’n’ bass των 90s παρά στον Afrika Bambaataa και την b-boy σκηνή του Μπρονξ από τα 80s ή το trip hop του Μπρίστολ.
Θέλαμε να δημιουργήσουμε classics παρά να φτιάξουμε μουσική για να αδειάζουμε το μυαλό των ακροατών, μουσική για το background. Εμείς στ’ αλήθεια θέλαμε να υπηρετούμε το “free your mind (and your ass will follow…)”…
» Από τα σύγχρονα πράγματα μ’ αρέσει η ενέργεια που έχει ο ήχος του trap. Είναι ο εμπορικός ήχος του τώρα, αυτό που ακούνε οι νέοι από γκρουπ όπως οι Migos κτλ. Είναι πολύ γλυκό να βλέπεις πώς κάθε χώρα καλλιεργεί τη δική της εκδοχή στον ήχο – στη Βιέννη, ας πούμε, υπάρχει ένας καλλιτέχνης που λέγεται Young Hurn. Προσωπικά, μ’ αρέσουν οι ambient/ jazz κυκλοφορίες της ECM (καμιά φορά είναι στά όρια της αγνής βαρεμάρας, αλλά καμιά φορά είναι απλά φανταστικές), αλλά και καινούριες μπάντες όπως οι ολόφρεσκοι the Parcels από την Αυστραλία. Πάντα όμως χρειάζεται το digging, Είναι τόσο πολλή και τόσο καλή η μουσική που έχουμε μαζέψει τις τελευταίες δεκαετίες που υπάρχουν πολλά ανεξερεύνητα διαμάντια…
» Στην Αθήνα, να περιμένετε μια μείξη από K&D sounds που θα ροκάρουν αλλά θα είναι ταυτόχρονα κι απαλοί. Όλοι τοποθετημένοι σε ένα χορευτικό κάδρο με επιλεγμένα κομμάτια απο διάφορα είδη. Από την στιγμή που παίζουμε back 2 back η δυναμική είναι καταπληκτική και είναι πάντα μεγάλη μας ευχαρίστηση να ξαφνιάζουμε ο ένας τον άλλον με απρόσμενα κομμάτια από την τεράστια συλλογή μας. Να είστε έτοιμοι…»