Η ζωγραφική με γραμμές, χωρίς χρώματα και φωτοσκιάσεις λέγεται ιχνογραφία. Ήταν κάποτε η πρώτη προσπάθεια των μικρών μαθητών να αποτυπώσουν τον κόσμο γύρω τους, είτε αντιγράφοντας μια εικόνα είτε ιχνογραφώντας ελεύθερα με τη λεπτή μύτη του μολυβιού τους. Ήταν όμως και η βάση πάνω στην οποία δούλευαν οι μεγάλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης πριν πιάσουν το πινέλο και το λάδι, πριν αρχίσουν τη σφουματούρα.
Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι γνωστός στα ελληνικά γράμματα εδώ και πολλά χρόνια και δε χρειάζεται συστάσεις.
Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο με συγκίνησε πολύ. Τι να πρωτοπεί κανείς; Για την τεχνική με την οποία προσεγγίζει το υλικό, για τους μεγάλους μυθιστορηματικούς ήρωες που περνούν ως διάττοντες αστέρες μέσα από παραγράφους και που θα μπορούσαν να στηρίξουν «μεγάλα» πεζογραφήματα, για την ένταση και την αφηγηματική κλιμάκωση, για τις λεπτότατες αρμονίες, τη λιτή και αβίαστη γραφή, για εκείνη τη γλυκιά προσμονή, το τι μέλλει γενέσθαι τόσο των ηρώων του όσο και της πατρίδας και τέλος για την έντονη πολιτική διάσταση και ερμηνεία αυτών των ιστοριών που βίωσε κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, για εκείνο το «εάν» της οδού του Μπλαμαντώ.
Θα ήθελα να σταθώ όμως σε κάτι άλλο που έχει να κάνει με κάτι πιο βαθύ και μυστικό, που έρχεται από παλιά, από την οικογενειακή παράδοση των Πανσέληνων, σαν μια ιχνογραφία καλά κρυμμένη κάτω από την τεχνική, τον χρωματικό πλούτο και τον λυρισμό που διαθέτει το μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα; Μια αυτοβιογραφία-μυθιστόρημα, μια σύντομη ιστορία της νεότερης Ελλάδας, πλεγμένη από μικρά πεζογραφήματα που συγκλίνουν σε ένα ενιαίο κειμενικό ρεύμα και κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση και ταραχή από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Μια ιστορία εμπεδωμένη στο πετσί του συγγραφέα.
Εικόνες που πάλλονται από συγκίνηση μπροστά στο θαύμα της ζωής, καταδεικνύοντας έργο πνευματικά ασκημένου ανθρώπου με πλούσιες προσωπικές και κοινωνικές εμπειρίες, με ανοικτούς ορίζοντες και αισιόδοξη στόχευση προς το καλύτερο. Είναι αυτή η γλύκα της γραφής, η διαπεραστική ματιά, η ενσυναίσθηση, η ψυχική ευγένεια που απογειώνει τη γραφή του Αλέξη Πανσέληνου.
Μυθιστόρημα μιας ιδιαίτερης σχεδιαστικής και συνθετικής ευστροφίας και όχι μόνον, εφόσον κάθε κεφάλαιο γράφτηκε σαν μια γερή βουτιά στον λυρισμό, σαν να ήταν αυτό κάθε φορά το πρώτο, το τελευταίο, το μοναδικό! Και ενώ το καθένα φαίνεται να αυτονομείται, αόρατα νήματα δημιουργούν το τέλειο περίγραμμα ενός μυθιστορήματος που με ανάλαφρο βηματισμό και ειρωνεία περιγράφει αυτήν ακριβώς την εποχή, που επέζησε της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου για να σφυρίζει «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια». «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη…», αχ Αθήνα, ξεθωριασμένο σκηνικό αρχαίας τραγωδίας παλεύοντας για την ανασύστασή του, με πλήθη άλλοτε φανταχτερά και γλεντζέδικα να περνούν με τα ταξί και τις λιμουζίνες και άλλοτε με σηκωμένο τον γιακά του αμπέχονου να γλιστρούν στο σκοτάδι γυρεύοντας ένα κάποιο σήμα. « Σε είδε κανείς;», «τι ξέρεις»;
Ο μικρός Στάθης, ο σημερινός συγγραφέας, διακρίνει βαθιά μέσα του τη σκοτεινιά της εποχής και καταφέρνει να βγάζει με χρώμα τα άχρωμα συστατικά της. Τοπία, περιγραφές και πρόσωπα με τη διάφανη υπόσταση μιας ακουαρέλας και το υλικό βάρος μιας καμουφλαρισμένης δραματικότητας.
Αυτό είναι ίσως και το μέτρο της ομορφιάς, γιατί όσο πιο πολύ ξύνεις τον πίνακα από τα στρωσίδια των χρωμάτων, όσο ξεφλουδίζεις τόσο βρίσκεις: την ηθική διάσταση του συγγραφέα που ποτέ δεν είναι κάτι άλλο από το έργο του, καθώς και την εσωτερική διαμάχη μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου. Ο Αλέξης Πανσέληνος φαίνεται πως μπορεί να μεταλλάζει το όραμά του σε ποικίλες εκφάνσεις που κρατούν στοιχεία βαθιά ανθρώπινα μα όχι γι΄ αυτό λιγότερο ονειρικά.
«Η χορταριασμένη κάρα χωρίς το κάτω σαγόνι της ατενίζει με άδειες κόχες το στερέωμα-και ποιανού να είναι αλήθεια; …Εδώ πάνω στην κυρτή ράχη που στέκω με την πόλη στα πόδια μου, ανάμεσα στα τέσσερα βουνά που την κυκλώνουν, η μυρωδιά του θανάτου έχει από καιρό ξεθυμάνει και τα θυμάρια αναδίνουν στον ήλιο το θυμίαμα τους, πετούμενα τσιμπολογούν στο χώμα κι έπειτα τινάζονται και φτερουγίζουν. Ε, θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος αυτή η Γη, αν μόνο τούτο το αδύναμο πλάσμα, το άοπλο, το έκθετο στο κρύο και στην πείνα, δεν είχε αναπτύξει τόσο το μυαλό για να καλύψει τη γύμνια του, δεν είχε ξεχωρίσει τόσο από τη φύση ώστε να κηρύξει πόλεμο, αυτό τον αδυσώπητο πόλεμο, ενάντια στη λήθη και στον θάνατο που είναι η μοίρα του σύμπαντος κόσμου».
Σε ευχαριστούμε, Αλέξη Πανσέληνε, για τη χαρά αυτής της μοναδικής ανάγνωσης, για την ακριβοδίκαιη αναπόληση μιας πικρής πολύ πικρής εποχής που ξεγελιόταν με χρωματιστά σελοφάν και βαλσάκια του συρμού.
Εσύ εκεί, βράχος!
Η Εύα Μαθιουδάκη είναι συγγραφέας. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: Αυτός ο ένας ο Αρίστος ( Γαβριηλίδης 2014 ) και Μικρά πείσματα ( Το Ροδακιό 2017).