Είναι ο πρώτος στα ελληνικά γράμματα που καλλιέργησε το δοκίμιο σαν λογοτεχνία μέσα από ένα προσωπικό απαράμιλλο στιλ: Γλωσσικός πλούτος, γνώση και βίωμα, δομή και σύνταξη, όλα αρμονικά ζυγιασμένα όπως τα συναντάει κανείς μόνο στην υψηλών προδιαγραφών λογοτεχνία. Ισως για αυτό τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014) διαβάζονται ξανά και ξανά, από το θρυλικό, πια, «Περί μέθης» μέχρι το «Ζώντες και τεθνεώτες», τη μέγιστη συμβολή του στον πόνο της απώλειας. Και από την εκπληκτική -από κάθε άποψη- μελέτη του για τον Ντοστογιέφσκι μέχρι το σπαρακτικό «Γεια σου Ασημάκη», μια πυκνή, ευφυή προσωπογραφία του φίλου του κινηματογραφιστή, κριτικού και συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου και ταυτοχρόνως μια τοιχογραφία της μεταπολιτευτικής κοινωνίας των μπαρ, του στοχασμού, των εργένηδων, της παρέας.
Ο ίδιος είχε απόλυτη επίγνωση της ιδιαιτερότητάς του ως δοκιμιογράφου. «Γιατί το δοκίμιο να μην μιλάει για πάθη, πτοημένους ψυχισμούς και τα παρόμοια;», λέει, προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Μόνο σπουδάζοντας το κακό μπορεί να ανατείλει μέσα σου η καλοσύνη. Καλός γίνεται κανείς – δεν γεννιέται. Αν είσαι άγγελος εκ γενετής, δεν είσαι τίποτα». Άλλωστε και εκείνος ξεκίνησε «ορθόδοξα» την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, προτού καταλήξει να γράφει βιβλία που συνδυάζουν μοναδικά τη μόρφωση, το βίωμα και την οξεία παρατήρηση – αυτήν που του προικοδότησε η χρόνια σπουδή του στα στασίδια των καφενείων και των μπαρ με παρέες. Φοιτητής φιλοσοφίας στο Παρίσι, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του ’68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δύο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε «όταν διάβασα το βιβλίο για τον Χάιντεγκερ και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω». Και μετανόησε!
Κάπως έτσι, ανακαλώντας τη ρήση του Χέγκελ ότι «η τέχνη είναι η ζωή από την καλή, ενώ η φιλοσοφία είναι η ζωή από την ανάποδη», θα ζήσει από την ανάποδη πολύ πριν τα πάθη του, τα ξενύχτια και τα ατέλειωτα μεθύσια θα γίνονταν η βασανισμένη πρώτη ύλη που θα εξισορροπούσε -στα κείμενά του- την θαυμαστή θεωρητική κατάρτιση. Ώσπου, κοντά στα σαράντα του θα φτάσει ένα βήμα πριν τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τότε τη μάχη για τη ζωή και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο των τελευταίων πενήντα χρόνων. Πάντως, η συγγραφική γοητεία του έγκειται όχι μόνο στην ιδιάζουσα θεματική του, αλλά κυρίως στον τρόπο που τη διαπραγματεύεται.
Το ύφος των κειμένων του ξαφνιάζει ευχάριστα, με μια γλώσσα που έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Όσον αφορά τη θεματική, αυτή επικεντρώνεται -όπως είπαμε- κυρίως στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Δεν πίστεψα ποτέ στην ακέραια προσωπικότητα, στα ειλικρινή αισθήματα, στους ντόμπρους χαρακτήρες. Κάθε συμπεριφορά είναι για μένα θέατρο που πρέπει να ανακαλύψω τους κρυφούς του μηχανισμούς» εξηγεί. Υπό αυτήν την έννοια, δεν προκαλεί έκπληξη ότι στα δοκίμιά του -που είναι τα πυρετικά χρονικά ενός οξυδερκούς μυαλού- εστιάζει στα πάθη, τις φιλίες, τη ζηλοτυπία, τη μνησικακία, τη συμπάθεια, το γέλιο, τα μίση, την επίγνωση της ματαιότητας και το φάσμα της απώλειας. Στην ουσία, βυθοσκοπεί το κακό. Όπως έχει ισχυρισθεί ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα, για αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της».
Σε κάθε περίπτωση, ο Παπαγιώργης αντιμετωπίζει τις γνήσια αρνητικές καταστάσεις που σταθερά επιλέγει για θέμα του, σαν κράμα λογοτεχνίας και σκέψης, ενώ το δοκίμιο δεν τον ενδιαφέρει παρά μόνο ως ψυχική έκφραση του διαλυμένου εγώ. Ακολούθως, τα φαινομενικά μειονεκτήματά του είναι και τα σημαντικά πλεονεκτήματά του: δεν υπάρχει η πρόφαση της συστηματοποίησης, αφού δεν υπάρχει η πρόθεση να συμμαζέψει ό,τι δεν συμμαζεύεται. Η σκέψη του, ωστόσο, που αναδεικνύεται από την εμπειρία, την καθημερινή περιπτωσιολογία, βρίθει στέρεων επιχειρημάτων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με περίτεχνη ευρηματικότητα. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στα «Περί συμπάθειας», «Περί μνήμης», στο «Ιμερος και κλινοπάλη» όπου μίλησε για τα πάθη του έρωτα και, βέβαια, στο αριστουργηματικό «Περί μέθης», στο οποίο ισχυρίζεται ότι το μεθύσι είναι σαν τη θάλασσα, άλλοι την ταξιδεύουν και την κολυμπούν και άλλοι πάνε στα νερά της να πνιγούν.
Ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν ένας μετρ της γραφής, βιωματικός συγγραφέας αλλά και κορυφαίος στυλίστας, ρέκτης της παρατήρησης και με μια μόρφωση που δεν απέκλειε τίποτα και αντλούσε από παντού: τον Χάιντεγκερ, τη λατρεία για το ποδόσφαιρο, τα σκυλάδικα, τα μπαρ των Εξαρχείων, τη λογοτεχνία.
Παράλληλα με τα καθαυτά δοκίμιά του, ο Κωστής Παπαγιώργης επισκόπησε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες (1975-2014), την εγχώρια πνευματική ζωή με κριτικά άρθρα και σημειώματα στον περιοδικό και ηλεκτρονικό τύπo. Η παρούσα έκδοση με τον εύγλωττο τίτλο «Έλληνες συγγραφείς» σε εξαιρετική επιμέλεια Γιάννη Αστερή και Δημήτρη Καράμπελα, παρουσιάζει για πρώτη φορά μια εκτεταμένη επιλογή κειμένων του για την παλαιότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Συγχρόνως, εγκαινιάζει μια εκδοτική σειρά που πρόκειται να φιλοξενήσει, σε διαδοχικούς τόμους θεματικά διαρθρωμένους, ένα σημαντικό μέρος της κριτικής του για το έργο νεότερων Ελλήνων στοχαστών, την ξένη πεζογραφία, τη φιλοσοφία και την ιστοριογραφία.
Και όλα αυτά, πάντα μέσα από την ματιά αυτού του ανορθόδοξου στοχαστή, με τους ακτινωτούς συνειρμούς και τη λοξή σκέψη, ο οποίος όμως διέθετε και έναν αθεράπευτο ρομαντισμό: «Τρέφω την αυταπάτη ότι ένας νέος που θα διαβάσει τα κείμενά μου ίσως να βρει κάποια βοηθήματα για να νοικοκυρέψει καλύτερα το εγώ του» είχε πει.
Αυτή η αμιγώς προσωπική εντιμότητα που συναντάς και σε αυτά τα κείμενά του για τους Έλληνες συγγραφείς, είναι τόσο ουσιώδης που εκτός από απρόσμενα αποκαλυπτική γίνεται και κάτι ακόμα: συγκινητική…
Κωστής Παπαγιώργης
«Έλληνες συγγραφείς»
Επιμέλεια: Γιάννη Αστερή & Δημήτρη Καράμπελα
Σελίδες: 456
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Τζ. Κ. Τσέστερτον
«Manalive»
Μετάφραση: Βασίλης Κοντόπουλος
Εκδόσεις: Αστάρτη
Σελίδες: 268
Αγγλία, αρχές του εικοστού αιώνα. Ο ξενώνας Μπήκον στο Λονδίνο, υποδέχεται έναν απρόσμενο και εκκεντρικό επισκέπτη, που προσγειώνεται ορμητικά, συνοδευόμενος από έναν δυνατό άνεμο και αναστατώνει με τα παράξενα κόλπα του τους ενοικιαστές. Ο Ίνοσεντ Σμιθ, είναι ένας θηριώδης στην όψη άντρας που φέρνει έναν καινούργιο αέρα στο πληκτικό Μπήκον και διασκεδάζει με έναν αλλόκοτο τρόπο τους ενοίκους. Τη στιγμή, όμως, που ο ξενώνας είναι έμπλεος ευτυχίας, εμφανίζονται δύο ακαδημαϊκοί που κομίζουν φρικτά νέα: ο Σμιθ καταζητείται από τις αρχές για ληστεία, εγκατάλειψη συζύγου, πολυγαμία και απόπειρα δολοφονίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ακολουθεί μια επεισοδιακή δίκη, όπου η ευφυΐα της γραφής του Τσέστερτον καθηλώνει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.
Μιχαήλ Μπουλκάκοφ & Γεβγκένι Ζαμιάτιν
«Επιστολές στον Στάλιν»
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 144
Δύο μέγιστοι Ρώσοι συγγραφείς, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, ασφυκτιούν στα χρόνια του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση. Τα έργα τους απαγορεύονται, χάνουν τις δουλειές τους και υποφέρουν τα πάνδεινα. Γράφουν απευθείας στον τρομακτικό ηγέτη, ακολουθώντας μια ρωσική παράδοση του 19ού αιώνα όταν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ και ο Ντοστογιέφσκι έστελναν επιστολές στον τσάρο εκλιπαρώντας για ζωτικές χάρες. Οι δυο φίλοι συγγραφείς ζητούν το πολυπόθητο διαβατήριο για να φύγουν για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον Γκόρκι ως μεσολαβητή. Ο Ζαμιάτιν το αποσπά, ο Μπουλγκάκοφ όχι, και πεθαίνει τραγικά το 1940. Τα έργα τους θα εκδοθούν στη Ρωσία μετά τη δεκαετία του 1980. Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οι επιστολές τους, ένα προφητικό κείμενο του Ζαμιάτιν με τον τίτλο “Φοβάμαι” του 1921 και μια εκτενής εισαγωγή της μεταφράστριας σχετικά με τους δύο συγγραφείς και γενικότερα τις διώξεις των συγγραφέων στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης.
Σαμ Λόιντ
«Το δάσος της μνήμης»
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 480
Ο Ελάιτζα δε θυμάται πια από πότε ζει στο Δάσος της Μνήμης – είναι το μόνο σπίτι που ξέρει. Η Ελίσα μόλις έφτασε εκεί. Και θα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει. Όταν ο Ελάιτζα πέφτει πάνω στη δεκατριάχρονη Ελίσα, στο δάσος όπου την κρύβει ο απαγωγέας της, αρνείται να ειδοποιήσει την αστυνομία. Ποτέ δεν είχε έναν φίλο. Δε θέλει να φύγει η Ελίσα. Αλλά, καθώς ο απαγωγέας της γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος, η Ελίσα συνειδητοποιεί ότι αυτό το παράξενο, μοναχικό παιδί, ο Ελάιτζα, είναι η μόνη της ελπίδα να επιζήσει. Το παιχνίδι που παίζουν, σαν τη γάτα με το ποντίκι, ένα παιχνίδι εξαπάτησης και προδοσίας, θα καθορίσει τις τύχες τους και το αν ένας από τους δύο θα καταφέρει να ξεφύγει.