Το ραντεβού είναι στην Ομόνοια. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κώστας Κουτσολέλος το έχει σκάσει για λίγο από τις πρόβες του «Περί φύσεως», παράστασης της ομάδας bijoux de Kant, για να μας συναντήσει. Ο Κώστας το τελευταίο χρόνο έχει αναδειχθεί και σε facebook persona καθώς στο προσωπικό του προφίλ τα αυτοσαρκαστικά, αιχμηρά και έξυπνα status του έχουν κινήσει το ενδιαφέρον χρηστών που το ψάχνουν κάπως παραπάνω. Διασχίζουμε την πλατεία, ο Κώστας προτείνει να μπούμε σε ένα καφέ που ψήνει και τοστ, σάντουιτς, ένα από αυτά τα κλασικά café της Ομόνοιας που όλοι οι υπόλοιποι τα χαρακτηρίζουμε cult ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα στέκια όσων συχνάζουν στην Ομόνοια. Καθόμαστε στον βρώμικο καναπέ, κάτι γέροι τσακώνονται κάπως δυνατά, σε λίγο βαριούνται τον ίδιο τους τον τσακωμό, εμείς ψάχνουμε να δούμε τι θα παραγγείλουμε, ρωτάω τον Κώστα κάποια πράγματα για τις πρόβες και τότε μας πλησιάζει μια γιαγιά προσπαθώντας να μας πουλήσει χαρτομάντιλα , ο Κώστας της δίνει ψιλά, εκείνη επιμένει να μας δώσει και χαρτομάντιλα για να ολοκληρωθεί η συναλλαγή. Γυρνάει ο Κώστας και μου λέει «Να, καθόμαστε εδώ για να πάρεις μια συνέντευξη από έναν ηθοποιό που θα πει τις παπαριές του και γίνεται αυτό και τα αναιρεί όλα και μετά σου φαίνονται όλα γελοία. Βέβαια κι εμείς θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας γιατί αν διακόψουμε κι όλα τα άκυρα που δεν πάνε πουθενά, τι άλλο μας μένει να κάνουμε; θα αυτοκτονήσουμε». Ε, τι να απαντήσω; « Ναι, θα συνεχίσουμε. Ας είμαστε ειλικρινείς ότι κατά βάση ταραζόμαστε, πολύ ή λίγο, ψυχολογικά και μετά συνεχίζουμε τις ζωές μας. Αλλιώς θα ήμασταν ο Άσιμος που όντως έζησε εκτός συστήματος. Δεν είμαστε όμως». Με κοιτάει. Γενικά με τον Κώστα μπερδεύεσαι πότε σοβαρολογεί και πότε αστειεύεται αλλά τώρα ήταν ξεκάθαρα σοβαρός. «Ρώτα με λοιπόν» και η γιαγιά απομακρύνεται μουρμουρίζοντας ευχολόγια.
Χρειάζονται οι ερωτήσεις Κώστα Κουτσολέλο; Ναι τα ξέρουμε όλα αλλά κάτι δεν πρέπει να ρωτάμε για να μη βαρεθούμε;
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σου ερώτημα σε αυτή τη ζωή; Είναι το κλασικό κλισέ: εάν υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο. Γιατί εντάξει για τη ζωή κάτι ξέρουμε. Αλλά μετά υπάρχει κάτι ή μόνο η αιώνια ανυπαρξία; Μόνο αυτό με ενδιαφέρει.
Δεν έχεις καταλήξει ακόμη; Φοβάμαι πώς έχω καταλήξει αλλά ας μη το συζητήσουμε κι άλλο. Θα χαλαστούμε απογευματιάτικα.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο σου ερώτημα για τη ζωή όσο διαρκεί; Δεν ξέρω. Επίσης δεν μ’ αρέσει που ξέρω γω κάνει ένας ηθοποιός μια παράσταση, για παράδειγμα η Λένα Παπαληγούρα ή οποιαδήποτε και της κάνουν μια συνέντευξη όπου απαντάει επί παντός επιστητού περί κρίσης, επί του έρωτα, επί της ζωής, επί της Αθήνας. Μωρέ μια ηθοποιός είναι. Προφανώς έχει μια άλφα επιδεξιότητα σε κάτι αλλά από εκεί και πέρα τι; Το λάθος είναι και σε αυτούς που ρωτούν και σε αυτούς που απαντούν. Το ερώτημα είναι γιατί ρωτάς εμένα προσωπικά αυτά;
Μα δε σε ρωτάω επειδή περιμένω μια σωστή απάντηση, που δεν υπάρχει άλλωστε. Σε ρωτώ γιατί αφού σε επέλεξα για συνέντευξη κάτι μου έχεις δημιουργήσει ως αίσθημα μέσα μου, μια περιέργεια και θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Ναι έχει ένα ενδιαφέρον έτσι που το θέτεις. Αλλά ας πούμε τότε για την παράσταση αφού γι’ αυτό βρεθήκαμε. Είναι το «Περί Φύσεως» ένα κείμενο του Μιχάλη Βιρβιδάκη, που είχε γράψει το «Στην Εθνική με τα μεγάλα» και τότε είχε συνεργαστεί με τον Λευτέρη Βογιατζή. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Βλέπουμε δύο άνθρωποι τον Δεκαπενταύγουστο σε μια παραλία να συζητούν περί πάντων, για πράγματα που τους και μας απασχολούν και κατά περιόδους εμφανίζεται και η γυναίκα του ενός.
Πες μου, πόσο σιχαίνεσαι τον δεκαπενταύγουστο; Τον σιχαίνομαι γιατί μένω Αθήνα, δεν φεύγω διακοπές. Από την άλλη τις διακοπές τις έχω σταματήσει συνειδητά γιατί πλέον δεν μου αρέσουν οι ελληνικές διακοπές στα νησιά. Όπου και να πας υπάρχει ένα μοτίβο, είτε σαγιονάρα, μπιτσόμπαρο αν είσαι τρέντι, είτε φωτιά στην παραλία, κιθαρούλα, λίγο γδύσιμο αν είσαι αναρχοαυτόνομος. Είναι λιγάκι σαν να βλέπω τους ίδιους που βλέπω στα θέατρα εδώ απλώς χωρίς ρούχα. Βαριέμαι, δεν βρίσκω νόημα. Μένω Αθήνα λοιπόν. Ούτε εδώ μου αρέσει αλλά το προτιμώ. Έχει μια σκληρή, ξηρή μοναξιά ο δεκαπενταύγουστος που νομίζω ότι κάτι σκάβει μέσα σου. Στην Αθήνα στις διακοπές υπάρχει η σκληρότητα ότι μένεις μόνος σου, δεν έχεις καν έναν άνθρωπο να τον πάρεις ένα τηλέφωνο, να του πεις «έλα ρε μαλάκα, τι κάνεις; πάμε μια βόλτα;» κι αυτό νομίζω ότι σε κάνει λίγο περισσότερο άνθρωπο νομίζω. Νομίζω, δεν είμαι σίγουρος. Καταλαβαίνεις.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγες διακοπές και ήταν καλά; Ήταν πριν 12-13 χρόνια που με την τότε φίλη μου είχαμε πάει 10 μέρες σε ένα κάμπινγκ στην Ίο. Τις πρώτες 2-3 μέρες ήμουν σε υπερένταση, γι’ όλα αυτά που μας ενοχλούν στα κάμπινγκ, δεν μπορείς να χέσεις με την ησυχία σου, φοβάσαι μην μπουν μέσα σκορπιοί, μια κόλαση αλλά μετά κάτι έγινε κι από την τέταρτη ημέρα χαλάρωσα, δεν κάναμε τίποτα, δεν πηγαίναμε πουθενά εκτός κάμπινγκ, ήμασταν σε μια ξαπλώστρα. Από τότε δεν έχω ξαναλειτουργήσει έτσι. Επίσης πια δεν καταλαβαίνω την έννοια των διακοπών. Εγώ δεν χαλαρώνω με το να μην κάνω τίποτα αλλά με το να κάνω κάτι που μου αρέσει, θέλω δράση.
Τώρα όμως δεν μου έλεγες ότι οι τελευταίες σου καλές διακοπές ήταν τότε που ήσουν όλη μέρα στην ξαπλώστρα; Ε, τότε μου λειτούργησε ίσως επειδή ήμουν πιο νέος. Τώρα δε θέλω να κάτσω και να ηρεμήσω, θέλω να κάνω κάτι για να ηρεμήσω. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, έχει μπλεχτεί κάπου η δυτική ψυχολογία με τη δυτική γιόγκα κι έχει δημιουργηθεί εντύπωση ότι πας κατευθείαν στη χαλάρωση. Όχι, η χαλάρωση είναι το αποτέλεσμα κι έχει προηγηθεί πράξη. Η δυτική γιόγκα θέλει να σε οδηγήσει κατευθείαν στη χαλάρωση κι αυτός ο τρόπος μου φαίνεται βίαιος και αλαζονικός. Επίσης θεωρώ αλαζονεία για ένα μεμονωμένο ζωντανό μέσα στο σύμπαν, όπως είναι ο άνθρωπος, να θέλει τη χαλάρωση και την ευτυχία. Δεν είναι φτιαγμένο γι’ αυτό, λυπάμαι. Ποιος έχει έρθει σε επαφή με το σύμπαν; Έχεις έρθει εσύ; Εγώ πάντως όχι. Ίσως επειδή δεν πηγαίνω στα σωστά μπαράκια. Επίσης θέλω να μιλήσω, κι ας μην κολλάει, και για τα ποδήλατα, αυτή τη μάστιγα. Σε όλα τα μεταμοντέρνα στέκια μπαίνουν σέρνοντας ένα ποδήλατο. Τι είναι αυτό το κακό; Εγώ νομίζω ότι δεν το οδηγούν καν, απλώς το σέρνουν από το ένα μαγαζί στο άλλο.
Πού διασκεδάζεις; Στο facebook.
Είμαστε χρόνια φίλοι στο facebook, πάντα είχες αυτό το χιούμορ αλλά τον τελευταίο χρόνο έχει γίνει χαμός με εσένα. Τι γίνεται; Δεν ξέρω, απλώς πριν τρία-τέσσερα χρόνια έγραφα ελάχιστα και έγραφα πιο σοβαρά. Κάποιοι με τον καιρό το ανακαλύπτουν και το βρίσκουν ενδιαφέρον. Τώρα για να μιλήσω ειλικρινά για το αν το διασκεδάζω. Και ναι και όχι. Έχω πάρει μπρος, ασχολούμαι, με ενδιαφέρει κι έχει γίνει ένα κομμάτι της ζωής μου. Βλέπω ότι με φέρνει σε επαφή με άλλους ανθρώπους κι αυτό εγώ το θέλω γιατί μου λείπει, είμαι ένας εργένης. Μου αρέσει αλλά ταυτόχρονα μου δημιουργεί ένα άγχος. Υπάρχουν αρκετές ημέρες που δε θέλω να γράψω τίποτα αλλά νιώθω ότι κάτι θέλω να κάνω για να διατηρήσω την επαφή μου με αυτούς τους ανθρώπους. Έχω εθιστεί, ναι. Επίσης βαριέμαι τον εαυτό μου στο facebook γιατί λέω όλο τα ίδια και τα ίδια. Ό,τι είχαμε να πούμε το ‘παμε. Κανονικά, αν ήμασταν σοβαροί θα έπρεπε να το απενεργοποιήσουμε. Περί των δυο-τριών βασικών θεμάτων, έχουν ειπωθεί όλα. Έχω εξαντλήσει ό,τι ήθελα να πω για τη σοβαροφάνεια και το φλερτ. Νομίζω πως γίνομαι γραφικός. Από την άλλη δεν μου πάει καρδιά να το απενεργοποιήσω κι ας λέω τα ίδια και τα ίδια. Δεν πειράζει μωρέ. Εδώ ο Bob Wilson κάνει την ίδια παράσταση εδώ και σαράντα χρόνια.
Δεν είναι όμως λίγο περίεργο να ειρωνεύεσαι το facebook και να το χρησιμοποιείς; Μα εγώ δεν το ειρωνεύομαι. Σαν μέσο εμένα με έχει βοηθήσει μη σου πω. Το ενδιαφέρον είναι ότι γενικά πια για όλα αυτά που γράφω, πχ για τη Στέγη, δεν μου τη λέει κανένας. Είτε γιατί έχουν μείνει αυτοί που όντως γουστάρουν αυτά που γράφω είτε γιατί νομίζουν ότι κάνω πλάκα και δεν τα εννοώ είτε γιατί φοβούνται μην τους ρίξω μπινελίκια. Δεν έχω ρίξει ποτέ αλλά αν χρειαστεί θα το κάνω. Μάλλον θεωρούν ότι είμαι κάποιος χαριτωμένος που κάνει αστειάκια αλλά εγώ τα εννοώ όλα αυτά που λέω εναντίον της Στέγης, δεν κάνω πλάκα.
Το facebook το χρησιμοποιούν κυρίως όσοι αισθάνονται μόνοι τους; Ε, ναι. Και φυσικά γνωρίζεται πολύς κόσμος μέσω facebook. Αλλά τι να πούμε τώρα; Θα κλείσουν σπίτια.
Γιατί έχεις μια ροπή προς τη παρακμή; Μα αυτή η decadence, ο χώρος που βρισκόμαστε τώρα δεν σου δημιουργεί μια ηρεμία; Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις για κάτι, δεν παίζει κάτι. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο ύφος και στιλ, παρά μόνο ό,τι βγαίνει εκ των πραγμάτων. Δεν υπάρχουν απαιτήσεις στα decadence μέρη. Αλλά πέρα από την παρακμή μου αρέσει και το ακριβώς ανάποδο, η πολύ χλιδή. Τα ενδιάμεσα δεν μου αρέσουν.
Το θέατρο γιατί σου αρέσει; Οι πιο εκνευριστικές ερωτήσεις εμπεριέχουν το γιατί. Λέω εγώ «μου αρέσουν αυτά τα παπούτσια», τι να απαντήσω στο γιατί μου αρέσουν αυτά τα παπούτσια; Είναι δείγμα δυτικού τρόπου σκέψης.
Ε, ναι. Δυτική είμαι, τι είμαι Ινδή; Εσύ δεν ρωτάς γιατί στη ζωή σου; Δεν ξέρω. Ίσως το κάνω.
Έχεις αμφιβολίες για τον τρόπο που ζεις; Φυσικά. Φοβάμαι ότι είναι υπερβολικά μοναχικός. Πιο πολύ, από όσο θα έπρεπε.
Και τι κάνεις γι’ αυτό; Θα γνωρίσεις κανένα καλό κορίτσι στο facebook; Τα μεγαλύτερα καμάκια στο facebook είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές. Βάζει μια όμορφη κοπέλα φωτογραφία χαμός γίνεται από δικά τους σχόλια και like. Εγώ πάλι βρέθηκα σε μια δραματική σχολή, αφού εγκατέλειψα το Πολυτεχνείο, για να γνωρίσω κορίτσια και τα γνώρισα. Αλήθεια το λέω. Στην αρχή δεν μου άρεσε το θέατρο, τώρα πια ναι. Βέβαια βαριέμαι φρικτά να βλέπω παραστάσεις εκτός κι αν είναι μια φοβερή έκπληξη μια στο τόσο. Αυτό μια φορά στα δυο χρόνια μπορεί να συμβεί. Με έχει πιάσει πάντως και κάτι το ψυχοσωματικό. Στα πέντε λεπτά αφού ξεκινήσει μια παράσταση, με παίρνει ο ύπνος. Πάω βέβαια λόγω υποχρεώσεων, για να δω τι παίζει, για να δω την αποτυχία του άλλου και να ηρεμήσω ότι δεν είμαι ο μοναδικός άχρηστος. Το να παίζω ή να δημιουργώ παραστάσεις, ειδικά όταν πάνε καλά τα πράγματα, μου αρέσει.
Αισθάνεσαι άχρηστος; Δεν αισθάνομαι άχρηστος, είμαι πραγματικά. Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο σε κάτι. Έχω φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα μετά από χρόνια σκέψης.
Υπάρχει ποσοστό ταλέντου; Ναι. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι σούπερ ταλαντούχοι και υπάρχουν και άλλοι που είναι οργανωμένοι και ξέρουν πώς θα φτάσουν στον στόχο. Δεν ανήκω σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Μόνο στιλ πουλάω.
Τι είναι το ταλέντο; Ε, δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί όταν ο Τζον Λένον έπαιρνε μια κιθάρα στα 23 του έγραφε αριστουργήματα. Αν είχα την απάντηση σε αυτό θα το έκανα κιόλας. Μερικά πράγματα δεν εξηγούνται.
Ποιος είναι ο πιο ταλαντούχος Έλληνας; Ο Μαρμαρινός. Αυτόν θαυμάζω, σχωρέστε με. Τις βλέπω όλες τις παραστάσεις του, δεν μου αρέσουν όλες εξ ίσου αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Είναι αυτός που έχει τη πιο βαθιά γνώση γύρω από το θέατρο άρα και γύρω από την τέχνη, γιατί ένα πράγμα είναι όλο. Η γνώση είναι το πιο δυνατό όπλο. Η γνώση του να κάνεις τα πράγματα να λειτουργούν.
Στο θέατρο κοιμάσαι. Στα μπαρ; Δεν πηγαίνω γιατί πηγαίνουν όλοι οι ηθοποιοί.
Ε, με ποιους θέλεις να κάνεις παρέα; Με δικηγόρους; Με κομμώτριες, με λαϊκά κορίτσια που δε θα λένε τίποτα το σημαντικό, μα την Παναγία. Δεν θα υπάρχει κανένα βάρος, τίποτα το δήθεν, μόνο απλά πράγματα του τύπου «Πού πάμε τώρα;», «Πού θα με πας;», «Βαρέθηκαααα». Καθόλου δεν τα βαριέμαι αυτά. Τα βρίσκω υπέροχα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος σε όλο αυτό, με ηρεμεί. Δε θέλω να μου λέει για το ποια είναι η αγαπημένη της ταινία. Θέλω απλά πράγματα «Πείνασα, ας φάμε ένα σουβλάκι» ή «Κρυώνω, πάμε σπίτι». Μια χαρά.
Το «Μια ζωή την έχουμε» σου αρέσει σαν ταινία; Πάρα πολύ.
Θα πατούσες το κουμπί για να πεθάνουν 3000 Μανδαρίνοι αν είναι να κερδίσεις 3000 λίρες; Όχι.
3000 μυρμήγκια; Όχι.
Μα καλά υπάρχουν άπειρα μυρμήγκια. Τι πειράζει; Όχι καλή μου. Ποιος παίρνει την ευθύνη ενός θανάτου; Για 3000 δημοσιογράφους μπορεί, 3000 ηθοποιούς ναι. 3.000.000.000 ποιητές σίγουρα.