Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2015 και μας σύστησε τον ιδιαίτερο ήχο των Kooba Tercu. Στον οποίο το noise, το heavy και η ψυχεδέλεια παντρεύεται με χαρακτηριστική άνεση με τους αφρικάνικους ρυθμούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα κι αφού στο μεταξύ μοιράστηκαν τη σκηνή με διόλου ευκαταφρόνητα ονόματα, οι Kooba Tercu επιστρέφουν με την δεύτερη full length δουλειά τους Kharrüb.
Λίγο πριν η μπάντα εμφανιστεί σε Βόλο (18/4), Θεσσαλονίκη (20/4) και Αθήνα (21/4), μας ξεναγεί σε κάθε ένα από τα επτά κομμάτια του δίσκου αλλά και τους καλλιτέχνες και τα κομμάτια που υπήρξαν σημαντικά για να γραφτούν.
Είμαστε πέντε και ο Johnny οπότε οι πραγματικές ιστορίες των κομματιών έχουν χαθεί στις χαραμάδες της μνήμης. Παρόλα αυτά:
Η Κυβέλη είναι μια αρχαία θεότητα, όλοι έχουν google για να την ψάξουν. Η βάση του κομματιού ήρθε σε μια στενή σχέση με την Κρήτη. Η πρώιμη του εκδοχή παίχτηκε χωρίς πολλά-πολλά στο δεύτερο ΨΧ Festival και έκτοτε έχει ταξιδέψει σε τέμπο και διάθεση.
Οι φωνές βγήκαν αβίαστα “προσκοπικές” μετά από μια ακρόαση του Otim Alpha που είχε κυκλοφορήσει από την Nyege Nyege Tapes, ενώ το πρώτο μέρος κάνει μια μακρινή αναφορά στην Anna Holmer / Steve Moshier και το “Gu She’ Na’ Di” από το Breadwoman στις αρχές των 80’s.
Στο δεύτερο σκέλος, η ενέργεια των Lightning Bolt ήταν στο μυαλό μας, χωρίς ούτε ο ήχος ούτε παικτικά να είναι τόσο κοντά στην δουλειά των Νεοϋορκέζων, απλά μια έμπνευση.
Η εισαγωγή είναι φόρος τιμής στον τρισμέγιστο Lucciano Perrone. Τα υπόλοιπα αφιερωμένα στο exotic noise rock. Το Boto είναι ένα από τα πρώτα κομμάτια που γράφτηκαν για αυτόν τον δίσκο και εν πολλοίς θεωρούμε ότι συμπυκνώνει αρκετά από τα στοιχεία που χαρακτήριζε το ύφος που στη συνέχεια παίζουμε.
Το κομμάτι ξεκίνησε σαν αυτοσχεδιασμός των Masturbation Goes Cloud (από δύο μέλη των Kooba που έπαιζαν εκεί μαζί με τον πιο άνετο Νότιο που έχει κάνει μόδα τα λουράκια γυαλιών). Το δεύτερο σκέλος είναι tribute στους Melvins που ελπίζουμε να μην μας ζητήσουν λεφτά. Εξάλλου έχουν και οι ίδιοι κάνει παραλλαγές του θέματος οπότε μας βγήκε φυσικά το ριφ και δεν ντραπήκαμε.
Η Margarie είναι ζόρικη κοπέλα. Αυτό το κομμάτι ξεκίνησε με το θέμα στο μπάσο και μας έκανε εντύπωση. Το παίξαμε 3 ώρες ασταμάτητα γεμάτο σόλα από ελέφαντες, άναρθρες κραυγές και δάκρυα από τα γέλια. Ακόμα έτσι το παίζουμε, απλά λιγότερο. Ο ηχολήπτης είπε ότι τα φωνητικά του θύμιζαν Joe Meek, εμείς ποτέ δεν το είχαμε σκεφτεί αλλά μας άρεσε αυτή η σκέψη.
Ένας ψήστης τζάμαρε τυχαία με την brass marching band που έπαιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο στην Frenchmen str στη Νέα Ορλεάνη. Κάποιος από εμάς ήταν μπροστά, τα… έφαγε και μετά έφαγε και απ’ τον ψήστη. Το κομμάτι λεγόταν “We Got That Fire” και είναι παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής.
Το διασκευάσαμε, αποθεώνοντας τη στιγμή αυτή, που παρεμπιπτόντως βιντεοσκοπήθηκε με το κινητό (τουρίστες) και βρήκε το δρόμο του ως teaser της κυκλοφορίας του δίσκου.
https://www.youtube.com/watch?v=N8tk1I-8M1c
Μωρά που κλαίνε, ο Alan Vega συναντά τον Marx Pezzali, moogs, Boredoms, μια βιομηχανική μονάδα στημένη στο πουθενά και πολλά άλλα πράγματα κατάφεραν να κρυφτούν κάτω από λίγο λευκό θόρυβο και την μπάντα να παίζει το πιο straight rock θέμα στον δίσκο.
Ένα ακόμα κομμάτι που αρχικά το τζάμαρε η ομάδα για ώρες μέσα σε ένα νέφος από καπνό. Ένα σεντόνι με τσιτσιμπλόνια σέρνεται στις αμμοθίνες της Κρήτης, της Μάνης και της Άνδρου. Κανείς μας δεν έχει πάει στην Καλιφόρνια.