Τις μέρες που οι τουρκικές προκλήσεις χτυπούσαν κόκκινο, και με επίσημες δηλώσεις και με παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας, συνάντησα τυχαία τον Δημήτρη Κολλάτο στο φανάρι της Ακαδημίας. Ανηφορίζοντας μαζί την Κουμπάρη μ’ έπιασε ένα παθιασμένο μονότερμα για την απραξία της ελληνικής ηγεσίας απέναντι στον Τούρκο που ετοιμάζεται να εισβάλει στη χώρα, διαβεβαιώνοντάς με: «Δεν θα επιτρέψω να μπούνε οι Τούρκοι στην Ξάνθη». Τον άκουγα άφωνη. Στον αποχαιρετισμό, στη συμβολή με την Κανάρη, με κάλεσε σε μια απ΄τις πριβέ, ανοικτές στο κοινό, προβολές του φιλμ του για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις «Αλέξανδρος και Αϊσέ», στο σπίτι του, ένα νεοκλασικό μέγαρο στη Λουκιανού.
Ήμουν περίεργη. Ξέρω ότι ο Κολλάτος είναι προβοκάτορας, αλλά είναι και αυθεντικός τρελός. Λέει κάτι που σε εμένα και στους περισσότερους φαντάζει αδιανόητο, αλλά ο ίδιος το εννοεί. Και φτάνει μέχρι τέλους. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι μια από τις σταθερές εμμονές του. Ο Ερντογάν τού πάτησε τον κάλο.
Το σπίτι του, έτοιμο σκηνικό για βαριά, μπαρόκ παραγωγή όπερας, ατμοσφαιρικό, γεμάτο βιβλία, σπάνιες εκδόσεις, έργα τέχνης, μάσκες, σκίτσα, κρεβάτια με ουρανούς, σιγά σιγά γεμίζει από ανθρώπους, μια από τις βραδιές των προβολών, μετά σαμπάνιας και μελομακάρονων (στο μεταξύ, μια κυρία που υπομειδιούσε προς κάθε κατεύθυνση, έψηνε στην κουζίνα ψητό για το τέλος της προβολής).
Κάθε τόσο υπήρχε μια αργοπορημένη νέα άφιξη, με γλυκά ή ποτό, που ευχόταν “Χρόνια Πολλά, καλές γιορτές” σε όλους τους παρισταμένους, οι οποίοι ήταν εν πολλοίς άγνωστοι -αν και κάποιες φάτσες κάτι απροσδιόριστο τούς/σου θύμιζαν-, και σιγά σιγά κατευθυνόταν στην άλλη πλευρά του τεράστιου σπιτιού, όπου έχει μετατραπεί σε αίθουσα προβολών. Κάποιος από τους επισκέπτες προσπαθεί να ανάψει το τζάκι, που είναι η βασική θέρμανση, ενώ το κοινό καταλαμβάνει τις βελούδινες πολυθρόνες και τους καναπέδες .
Να το κρύψω; Ήμουν περίεργη. Ξέρω ότι ο Κολλάτος είναι προβοκάτορας, αλλά είναι και αυθεντικός τρελός. Λέει κάτι που σε εμένα και στους περισσότερους φαντάζει αδιανόητο, αλλά ο ίδιος το εννοεί.
Πριν ξεκινήσει η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν, εκτός απ΄τον Αλέξανδρο Κολλάτο, τον γιο του Δημήτρη, παλιές φίρμες του ελληνικού σινεμά, ο Μπάρκουλης, ο Χατζηχρήστος, ο Φωκάς αλλά και ο Λυκούργος Καλλέργης , ο σκηνοθέτης κάνει μια απρόσμενη εισαγωγή. Θυμίζει με συγκρατημένο ενθουσιασμό ότι «κάπως έτσι μαζεύονταν στα σπίτια στη Γαλλία πριν από τη Γαλλική Επανάσταση». Η ατμόσφαιρα ήταν όντως ιδιαίτερη. Κι όλοι χαμογελούσαν σε όλους κι ας μην αντάλλασαν ούτε μια λέξη. Ένα ζευγάρι παρακολούθησε την ταινία χυμένο αγκαλιά σε μια πολυθρόνα. Υπήρχε και ανήλικο αμίλητο αγέλαστο παιδί μάρτυρας και των λογυδρίων και της προβολής.«Οι Γάλλοι που κάνουν φασαρίες ξεφεύγουν τον Εμφύλιο. Θα γίνει χαλασμός», προέβλεψε ο Κολλάτος, προτού σβήσουν τα φώτα.
Κατά τη διάρκεια της προβολής τον αναζήτησα στο γραφείο του. Υπαγόρευε σε μια νεαρή κοπέλα ένα κείμενο στον υπολογιστή. Με πρόλαβε, λέγοντας: «Την έμπνευση για αυτές τις βραδιές μού την έδωσε ο Ερντογάν που ζητάει τη Θράκη. Σκέφτηκα ότι δεν είναι τρελός , κάποιοι σίγουρα του έχουν υποσχεθεί, κι εμείς, ο λαός κοιμόμαστε. Το αθηναϊοκεντρικό κράτος ξεχνά ότι υπάρχουμε κι εμείς οι πολίτες, που πρέπει επιτέλους να ξυπνήσουμε».
Μια ταινία μυθοπλασίας που γυρίστηκε πριν από 20 χρόνια θα μας ξυπνήσει; «Ναι, σήμερα μπορεί να λειτουργήσει ως ξυπνητήρι. Η Θράκη κινδυνεύει. Όταν πετύχει ο Ερντογάν, θα είναι το τέλος της Ελλάδας, που είναι ανίσχυρη και προδομένη. Θέλω να δώσω μέσα από το σπίτι μου ζωντανή την αληθινή εικόνα της Ελλάδας σε όλους τους Έλληνες».
Γιατί δεν πήγε σε μια αίθουσα προβολών; «Ελέγχονται, φοβούνται! Είναι τα ΕΝΦΙΑ, είναι τα ενοίκια, η εφορία. Είμαστε ένας λαός που φοβάται. Εγώ όμως δεν φοβάμαι. Δεν φοβήθηκα όταν ήμουνα νέος, τώρα θα φοβηθώ που έχω μόνο παρόν; Είμαι διατεθειμένος να το θυσιάσω, αλλά η σιωπή δεν θα κυριαρχήσει».
Η συζήτηση συνεχίζεται με το κοινό, μετά την προβολή: «Αφού δεν χτυπάνε τις καμπάνες οι παπάδες, θα τις χτυπήσω εγώ», αναγγέλει. «Δεν θα αφήσω τους Μητσοτάκηδες και τους Τσίπρες να καταστρέψουν την χώρα. Είναι δικιά μας η ευθύνη. Δεν σας πιάνει τρόμος όταν βλέπετε τον Καμμένο; Εγώ τρέμω. Όποτε τον βλέπω βάζω τα κλάματα». Αρχίζει ο διάλογος, οι ερωτήσεις, χαιρετάω και βγαίνω απ΄την ζεστή αίθουσα προβολών, χαζεύω τους τίτλους των τόμων που καταλαμβάνουν από το πάτωμα ως το ταβάνι ακόμα και τους διαδρόμους κι ένα έργο του Τσαρούχη, αναρωτιέμαι πώς είναι να ζεις σε ένα τόσο ασφυκτικά γεμάτο από αντικείμενα και μνήμες σπίτι, γνέφω στην κυρία της κουζίνας (το ψητό μοσχομυρίζει) και ανοίγω την πόρτα τη στιγμή που κάποιος ετοιμάζεται να μπει.