Κάτι σαν σούσουρο έχει απλωθεί στην πόλη. Ενα σούσουρο προσμονής για μία όπερα, για μια όπερα που θα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στην Αθήνα. Το σούσουρο αφορά στην είδηση πως ο Γιώργος Κουμεντάκης έγραψε τη Φόνισσα, μια όπερα διάσπαρτη από μοιρολόγια βασισμένη στο αριστούργημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η Φραγκογιαννού είναι μια γυναίκα που ζούσε στη Σκιάθο και σκότωνε κοριτσάκια, μια ηρωίδα με όλο το μέγεθος του τραγικού που άξια μπορεί να γίνει μια οπερατική ιστορία. Ενα τέρας ή κάπως έτσι.
Πρόσφατα ο ίδιος ο Γιώργος Κουμεντάκης εξήγησε στην Popaganda πως η Φραγκογιαννού: «σε βάζει να τη συμπαθήσεις. Σε βάζει ακόμη και να σκεφθείς πως αυτό που έκανε ίσως και να ήταν για το καλό. Μέχρι που μερικές φορές σκεφτόμουν μήπως και αυτό είναι μια ανθρώπινη έκφραση, μήπως όντως χρειάζεται. Αλλά ταυτοχρόνως αντιλαμβανόμουν από την ίδια τη γραφή του Παπαδιαμάντη ότι μάλλον το αντίθετο ισχύει. Δεν σου κρύβω ότι για να βρω το τέρας μέχρι το τέλος -επειδή είναι πολυσύνθετη προσωπικότητα- της δίνω όλες αυτές τις αποχρώσεις και είναι από την αγγελικά πλασμένη ύπαρξη μέχρι απόλυτος διάολος. Βγαίνουν όλα τα δαιμόνια μέσα γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε όπερα.»
Υπάρχουν αυτά τα δαιμόνια εκεί έξω, τώρα, αυτή τη στιγμή; Η Popaganda ζήτησε από τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, να μας γράψουν ένα σχόλιο, μία άποψη, εικόνες ή σκέψεις που του γεννά η ιδέα της Φραγκογιαννούς εκεί έξω σήμερα. Και έτσι έγινε: Η ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου την άκουσε να μιλά με τον Γιώργο Κουμεντάκη ένα βράδυ στο Πεδίον του Αρεως. Ο συγγραφέας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης την είδε να κατεβαίνει από το λεωφορείο της γραμμής Ε14. Η δημοσιογράφος Ρούλα Γεωργακοπούλου την ψάχνει στους φοριαμούς του κοινού ποινικού.
Στο Πεδίον του Αρεως – Της Ολιας Λαζαρίδου
«Περνώντας νύχτα -τώρα με την Πανσέληνο- από το Πεδίον του Αρεως, πήρε το μάτι μου σ΄ ένα παγκάκι τον Γιώργο Κουμεντάκη και τη Φραγκογιαννού. Μικρό απόσπασμα απ΄ ότι την άκουσα να του λέει. [Η’ απ΄ ότι μου φάνηκε ότι άκουσα].
…«Σταθήκατε εδώ απέναντί μου αμίλητος και περιμένετε. Κάτι από μένα. Το διαβάζω στο πρόσωπό σας. Κι όμως ό,τι κι αν σας πω, ίσως αυτή η σιωπή να είναι ό,τι πιο αληθινό έχουμε να ανταλλάξουμε εγώ κι εσείς. Γιατί απλούστατα δε λέγονται. Δεν εξηγούνται με λέξεις. Με μουσική μπορεί. Η’ με ήχους.
Ας πούμε να: Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει μέσα μου. Πιο γρήγορα απ’ότι συνήθως. Κάτι περιμένει κι αυτή όταν πέφτει η νύχτα. Πανσέληνος απόψε. Κοιτάζει και καταγράφει. Φωτίζει στα παιδιά μου το δρόμο. Ερχονται, ακούτε; Τα φουστάνια τους στάζουν βροχή. Στον αέρα μυρωδιά από λιβάνι και γαρύφαλλο. Νάτα τα κοριτσάκια μου. Αλλο κάθεται κάτω στο χώμα, άλλο όρθιο κρατάει ένα σπασμένο κομματάκι καθρέπτη και χτενίζει με μια τσατσάρα τα μπερδεμένα του μαλλιά.
Τα κοριτσάκια μου. Κάνω να τα ξεχάσω μια στιγμή μ’ αυτά δεν με ξεχνάνε. Ποτέ. Μεγαλώνουν ακόμα μέσα μου, το πιστεύετε κύριε Γιώργο; Θα μας κάνουν εδώ παρέα όσο εγώ θα σας πω άλλες ιστορίες για ζωντανούς. Για ζωντανούς που μερικές φορές είναι πιο πεθαμένοι από τους πεθαμένους. Κι ίσως τότε κύριε Γιώργο καταλάβετε. Με καταλάβετε. Οι κοπέλες, οι αλλοδαπές κοπέλες που έρχονται να δουλέψουν στη χώρα μας σαν χορεύτριες και καταλήγουν στους τοίχους ανοχής πληρώνονται τρία ευρώ ανά πελάτη. Ακούτε; Δυο μπουκάλια γάλα, ένα πακέτο τσιγάρα. «Μαύρο γάλα του πρωινού σε πίνουμε τη νύχτα σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ πίνουμε όλο πίνουμε»… Με συγχωρείτε, άλλαξα θέμα. το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ πίνουμε όλο πίνουμε”.
Μόνο στον πάτο, μονάχα εκεί είμαστε όλοι ίδιοι… Και πολύ πικρή η μοίρα της γυναίκας. Πολύ πικρή. Μα μη στέκεστε όρθιος. Καθίστε εδώ κοντά μου στο παγκάκι. Εχουμε ακόμα πολύ καιρό μέχρι να ξημερώσει θα σας τα πω όλα. Η νύχτα είναι δικιά μας. Κι αν η μέρα μας καίει όλα μας τα όνειρα, οι νύχτες είναι ελεύθερες.»
Η Όλια Λαζαρίδου είναι ηθοποιός
Χαμόγελο – του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
«Αυτό συλλογίστηκε η Χαδούλα η Φραγκογιαννού καθώς έβγαζε το ποδάρι της από το λεωφορείο της γραμμής Ε14, στάση Ολυμπιακό Στάδιο, για να πατήσει στο πεζοδρόμιο (είχε μάθει πια καλά όλες τις συγκοινωνίες, κι ούτε έδινε σημασία στον κόσμο που την κοίταζε περίεργα για την ενδυμασία της) και αμέσως στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε μια έκφραση απορίας. Η αιώνια απορία. Μα πώς γίνεται, ακόμα και τώρα, την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, να μένουν τα μυαλά των ανθρώπων ίδια και απαράλλαχτα; Δεν βλέπουν, δε νιώθουν ότι ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, και η συμφορά ευτυχία είναι, και η νόσος υγεία; Και ότι όλαι αι μάστιγες εκείνες, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν βρέφη και παιδάκια στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είναι παρά μάλλον ευτυχήματα, θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών Αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχωνται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα.
Πέρασε το δρόμο απέναντι με το κεφάλι σκυφτό. Οι άσπρες τούφες της ανέμιζαν, όπως και οι σκέψεις στο κρανίο της. Είναι τόσο βέβαιοι δηλαδή όλοι αυτοί που αποφασίζουν σήμερα να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί ότι θα ‘ναι σε θέση να το θρέψουν; ότι δεν θα μαρτυρήσει όταν, σε λίγα χρόνια, οι πάγοι λιώσουν και η θερμοκρασία του πλανήτη εκτιναχθεί στα ύψη; Στα μάτια τής Χαδούλας οι άνθρωποι αυτοί μοιάζανε με δαιμονισμένους, που έχοντας καταληφθεί από την αρχέγονη μανία, σπέρνουν ακατάσχετα απογόνους. Μην τυχόν και ξεμείνει η γη από άνδρες και γυναίκες… Πολλοί μάλιστα από δαύτους -φαντάσου!- λαχταρούνε και ν’ αποχτήσουν κοριτσάκι! Πφ!
Λίγο παρακάτω διασταυρώθηκε με μια γυναίκα, ηλικιωμένη κι αυτή, που έσερνε πίσω της ένα πτυσσόμενο καρότσι για τα ψώνια.
“Συγνώμη κυρία”, πέταξε η Χαδούλα παρακαλεστικά, όμως η διαβάτισσα έστρεψε το πρόσωπό της αλλού λέγοντας: “Δεν έχω ψιλά.”
“Μια ερώτηση μοναχά”, επέμεινε εκείνη. “Ένα δρόμο γυρεύω.”
“Δρόμο, τι δρόμο;”
“Ζήνωνος Ελεάτου.” Άρθρωσε όσο πιο καθαρά τις παράξενες δύο λέξεις.
Η ηλικιωμένη έσμιξε τα φρύδια. “Δεύτερο στενό δεξιά”, είπε κι άνοιξε το βήμα της να απομακρυνθεί γρήγορα, προτού η μαντηλοφορεμένη χωριάτα προβάλει άλλες απαιτήσεις. Είχε πάνω της κάτι αλλόκοτο, απωθητικό, αν όχι τρομαχτικό.
Υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι, συνέχισε τη σκέψη της η γριά στρίβοντας στη Ζήνωνος Ελεάτου, που κόπτονται για τα κακοτυχισμένα παιδιά των αλλωνών, δηλαδή τα ξένα, και βάζουν σκοπό της ζωής τους να τα σώσουν, να τ’ αναστήσουν, να τα γιατροπορέψουν. Ποιος ο λόγος; Για να πληθαίνουνε του κόσμου οι δυστυχείς! Λες και δεν υπάρχουν ήδη αρκετοί!
Το νούμερο 10 που αναζητούσε δεν ήτανε μακριά. Κρύφτηκε πίσω από ένα ημιφορτηγό να κατασκοπεύσει το τριώροφο κτίριο με την ησυχία της. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Ώστε αυτό ήταν το ίδρυμα για το οποίο λέγαν τόσα; Μια καρακάξα έκρωξε ψηλά στον ουρανό σα να της έδινε απάντηση. Η γριά Χαδούλα ένιωσε το μέσα της να φλογίζεται, στη μούρη της χαράχτηκε ένα χαμόγελο φρικιαστικό. “Ε ρε Θε μου, και να καιγόταν όλο συθέμελο!” ψιθύρισε. “Τι μεγάλη ανακούφιση θα ‘τανε αυτή στον κόσμο!”
Σημείωση: στην οδό Ζήνωνος Ελεάτου 10 στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία του οργανισμού Χαμόγελο του Παιδιού.»
Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι συγγραφέας.
Καμία Εντα Γκάμπλερ – της Ρούλας Γεωργακοπούλου
«Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι από μόνο του ένα έργο αποστομωτικό. Ανήκει εξ ολοκλήρου στη γλώσσα του. Μόνον δι αυτής γίνεται κατανοητό ,μοναδικό και ακλόνητο. Δεν είναι «μύθος» να χρειάζεται ερμηνεία ούτε διαθέτει τα ιδεολογικά κλειδιά μιας Κλυταιμνήστρας, μιας Μήδειας ή μιας Έντας Γκάμπλερ. Γιατί η ιδεολογία προϋποθέτει συνείδηση, προχωράει με καλά υπολογισμένες ρήξεις και στο σύστημα αντιπροτείνει σύστημα.
Αν έπρεπε να εντοπίσω τη Φραγκογιαννού του 2014 θα έψαχνα ίσως στους φοριαμούς και τους φακέλους του κοινού ποινικού. Με φόβο όμως και με προσοχή γιατί αν σνιφάρεις ανυποψίαστος όλη αυτήν την πολυκαιρισμένη χαρτούρα διόλου απίθανο να πέσεις στο λούκι της παραλογοτεχνίας και του αβάσταχτου φολκλόρ. Ο Παπαδιαμάντης δεν λατρεύει την ηρωίδα του, δεν μπαίνει στο πάθος της με πάθος ούτε της τραβάει το χέρι μέσα από την κούνια των μωρών. Το πρόσωπο είναι δυνατότερο από τον συγγραφέα γιατί απλούστατα η ιστορία του προϋπάρχει της λογοτεχνίας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας αυτόπτης μάρτυς, ένας προνομιακός παρατηρητής που θα τρυπώσει στην περιοχή της παράκρουσης και θα κρατήσει τα πρακτικά. Κάπως έτσι το παρεξηγημένο είδος του νατουραλισμού θα βρει το δίκιο του με ένα τεράστιο, αδιαμφισβήτητο επιχείρημα: Την Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια γυναίκα με συγκεκριμένη καταγωγή και με βιολογικό μόνον αυτοπροσδιορισμό που γεννάει διαρκώς τον εαυτό της κι έχει έναν σύζυγο-πίθηκο ο οποίος απέχει πανηγυρικά από το δράμα της επιβίωσης που ο ίδιος ασυνειδήτως έσπειρε.
Κι όμως ο Παπαδιαμάντης δεν αφήνει το σύμπαν του απαρηγόρητο. Η Φραγκογιαννού δεν γεννάει – σκοτώνει μόνον συφοριασμένα από κούνια, κορίτσια. Ο καλός της εαυτός είναι η Αμέρσα, η σερνικοθήλυκη, η προκομμένη και εκ πεποιθήσεως απάντρευτη κόρη της και η δασκάλα του χωριού (ξενομερίτισσα αλλά πάντως παρούσα) που διακόπτει με μιάμιση αράδα την εξέλιξη της νουβέλας ζητώντας από τις μαθήτριές της να ξυπνήσουν και να «χειραφετηθούν». Αν την άκουσε ο Παπαδιαμάντης τότε σίγουρα την άκουσε και η «Φόνισσα». Κι αν σας το λέω είναι γιατί μ αρέσουν οι ιστορίες με καλό τέλος. »
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.