38 Μάρτυρες (38 Temoins) ***1/2**
Γαλλία, Βέλγιο, 2012, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Lucas Belvaux
Πρωταγωνιστούν: Yvan Attal, Sophie Quinton, Nicole Garcia
Διάρκεια: 104’
Μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται στην είσοδο της πολυκατοικίας της με βάναυσο τρόπο. Ωστόσο, όλοι οι κάτοικοι της γειτονιάς ισχυρίζονται πως δεν είδαν, ούτε άκουσαν τίποτα την ώρα της δολοφονίας. Προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες προσπαθούν να αποφύγουν την περεταίρω ανάμειξη με την αστυνομία και τα Μέσα. Καθώς περνάνε οι μέρες, κάποιοι από τους κατοίκους δεν αντέχουν την πίεση και αρχίζουν να λυγίζουν, φανερώνοντας πως κάτι πήγαινε στραβά εξαρχής στην ιστορία τους. Αν και προβληματικό ως προς το μήνυμα που θέλει να εξωτερικεύσει, με δεμένη σκηνοθεσία και arthouse νοοτροπία, καταφέρνει να προσπεράσει την όποια τάση υπερβολής ή ισοπέδωσης.
Η κοινωνία της σιωπής είναι μια κοινωνία άρρωστη. Από τη στιγμή που μπροστά στην προοπτική ανατροπής της ασφαλούς ρουτίνας η αδιαφορία κρίνεται ως η «σοφή» πεπατημένη, διαπιστώνουμε την αρρώστια της ηθικής. Άσε τον κόσμο να καίγεται και κοίτα να αποφύγεις τα τρεχάματα, σιώπησε και όλα θα πάνε καλά. Αν, παρόλα αυτά, συμβεί κάτι πραγματικά τραυματικό το οποίο θα σε κυνηγάει για τον εναπομείναντα χρόνο σου στη Γη; Θα σωπάσεις; Και αν ναι, ποιος είναι αυτός ο τόσο σημαντικός λόγος που θα επιλέξεις τη φιλήσυχη οδό έναντι της αλήθειας; Την αποχαυνωμένη αυτή νοοτροπία έρχεται να στηλιτεύσει το 38 Μάρτυρες.
Η ταινία του Lucas Belvaux αντλεί την υπόθεσή της (πέρα από τη μεταφορά της σε μια γαλλική νουβέλα του 2009) από μια πραγματική και ιδιάζουσα περίπτωση δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας στην Αμερική του 1964, μεταφέροντάς τη στη Χάβρη του σήμερα. Οι κραυγές της σκίζουν τον βραδινό αέρα μα κανείς δεν την ακούει, κανείς δε σπεύδει να τη βοηθήσει. Όλοι οι γείτονες κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, ενώ όταν οι πρώτοι σπάνε, οι υπόλοιποι αρχίζουν και συμπεριφέρονται εχθρικά απέναντί τους. Ολοφάνερο το ζήτημα ηθικής που προσπαθεί να αναδείξει. Μάλιστα, επιχειρεί τη μεταφορά του προβληματισμού σε ένα δεύτερο, περιπλοκότερο επίπεδο και αιτιώδες παράγωγο της προαναφερθείσας «κοινωνίας σιωπής»: η αλήθεια διασφαλίζει την κατανόηση του κόσμου ή οδηγεί σε λιντσάρισμα από το πυρσοκρατούμενο κοινό και μια δίκη που πραγματοποιείται από τα Μέσα. Όσο ορθά και αν προσπαθεί να τοποθετηθεί στα συγκεκριμένα ζητηματα και να εγείρει προβληματισμούς, υποπίπτει σε δύο σφάλματα που μειώνουν την ποιότητα της μεγάλης εικόνας: πρώτον, αν και το (βραβευμένο) σενάριο μοιάζει σφιχτοδεμένο όσο λίγα, σε ορισμένους διαλόγους διανθίζεται με αρκετό γλωσσικό και συμπεριφορικό ρομαντισμό, μολύνοντας την περιπλοκότητα της ανθρώπινης ηθικής με μια δυαδική απλότητα, ακόμα και αν αργότερα καταργεί αυτή την αντίθεση μέσω της πλοκής ή κάποιου ανώτερου διαλόγου. Και δεύτερον (και σημαντικότερο) δεν καθιστά σαφή τη θέση του δημιουργού. Σίγουρα φαίνεται –και είναι- καταγγελτικό ως προς το πρόβλημα που καλείται να μηνύσει, μα όταν έρχεται η ώρα να πάρει μια σαφή θέση και να προτείνει μια πιθανή λύση, αυτή μυστηριωδώς δεν εμφανίζεται πουθενά. Δεν θα ήταν απαραίτητη μια «στο πιάτο» απάντηση, μα η απλή κατάδειξη χωρίς έστω μια υπόνοια λύσης την καθιστά ημιτελή.
Εντούτοις, όσο και να αμαυρώνουν ορισμένα σημεία του συνόλου αυτές οι κηλίδες, άλλα τόσα έχει για να αισθάνεται περήφανο. Ο συνδυασμός αργής/ατμοσφαιρικής σκηνοθεσίας, με την παρεμβολή στατικών εικόνων, σχεδόν φωτογραφικού χαρακτήρα, τους γκρίζους τόνους και το ψυχρό φως που, αντί να θερμαίνει φωτίζει τις ενοχές, μετατρέπει τους 38 Μάρτυρες σε ένα οπτικό δοκίμιο, όχι πρωτότυπο, μα ταιριαστά εκφραστικό. Επιπλέον, οι νατουραλιστικές, με στοιχεία γαλλικό ρομαντισμό –μια ταινία κατεξοχήν γαλλικού στυλ- παγιώνουν την κατά τόπους αληθοφάνεια, ακροβατώντας μεταξύ της αναπαράστασης και της εκ νέου ερμηνείας.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για όσους μπορούν να ανεχτούν μέσα στο αποπνικτικό καλοκαίρι κάτι βαρύτερο της καθιερωμένης ξέγνοιαστης προβολής που ανακουφίζει από τον καύσωνα. Αν ορέγεστε και μια παραγωγική συζήτηση σχετικά με τις συνισταμένες των ανθρώπων που, 50 χρόνια μετά, δε δείχνουν να αλλάζουν, μπορεί να αποτελέσει μια καλή αφετηρία.
Ο Απρόβλεπτος κος Σπίβετ (The Young And Prodigious T.S. Spivet) ***1/2**
Γαλλία, Καναδάς, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Jean-Pierre Jeunet
Πρωταγωνιστούν: Kyle Catlett, Helena Bonham Carter, Dominique Pinon
Διάρκεια: 105’
Ο T.S. έχει μόλις μπει στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, μα είναι μια γνήσια ιδιοφυία. Ερευνά τον γύρω κόσμο με πρωτόγνωρο επιστημονικό πάθος και λατρεύει τις εφευρέσεις. Στο απομονωμένο ράντσο της Μοντάνα που ζει με την εκκεντρική του οικογένεια, όμως, είναι δύσκολο να αναγνωριστεί το ταλέντο του. Μια ηλιόλουστη μέρα το τηλέφωνο χτυπά. Ο T.S. θα βραβευτεί από το Smithsonian για την τελευταία του εφεύρεση και πρέπει να παραστεί στην τελετή που διοργανώνεται προς τιμήν του. Εν αγνοία των γονιών του, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι μέχρι την άλλη άκρη της Αμερικής, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξορκίσει τους δαίμονες που τον κατατρέχουν. Ο Jeunet επιστρέφει με άλλο ένα ιδιαίτερο οπτικό ποίημα που, αν και δεν ακουμπά τα δυσθεώρητα ύψη των δημιουργιών του μέχρι την Amelie, φέρει όλα τα γνώριμα και προσφιλή στοιχεία του και συγκινεί. Έστω και με απλούστερο αυτή τη φορά τρόπο.
Τον Jean-Pierre Jeunet δεν τον είχαμε και ποτέ ξεγραμμένο προκειμένου να περιμένουμε κάποια ανάκαμψη. Αν και δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει αυτόν τον μοναδικό συγκερασμό εικόνας και νοήματος που μέχρι το 2001 τον μετέτρεπε στον νέο καινοφανή αστέρα του κινηματογραφικού λυρισμού, οι επόμενες ταινίες του παρέμεναν απλά γλυκές, ημισουρεάλ ιστορίες, καταδικασμένες να ζουν στη σκιά του χαμόγελου της Audrey Tautou. Όπως πολλοί άλλοι μη αγγλόφωνοι δημιουργοί, ήρθε και η δική του σειρά να περάσει στον αγγλόφωνο κινηματογράφο με τον Απρόβλεπτο κο Σπίβετ.
Τι βλέπουν τα μάτια μας στη νέα δοκιμασία που καλείται να φέρει σε πέρας ο αγαπητός Γάλλος σκηνοθέτης; Αυτόν τον λυρισμό που βαδίζει τη διαχωριστική ευθεία μεταξύ παραμυθιού και ενήλικης ενδοσκόπησης να αφήνει τη Γαλλία προσωρινά για να κοιτάξει με ένα ιμπρεσιονιστικό βλέμμα την Αμερική. Στην αρχή η αλήθεια είναι πως ξενίζει η αγγλική γλώσσα σε μια ταινία ενός κατεξοχήν γαλλικού σκηνοθέτη, μα όσο κυλά η ταινία, καταφέρνει να ενσωματώσει το στυλ του στα πλάνα της χώρας των καουμπόηδων. Να μιλήσει για τις τύψεις και τις αναμνήσεις, ειδωμένες μέσα από μια ενήλικη παιδικότητα, να γράψει ένα μοντέρνο παραμύθι. Το αθώο του ύφος, παρόλα αυτά, ουδέποτε του απαγορεύει να «λιντσάρει» πλαγίως τον πεζό νέο κόσμο και την απώλεια της φαντασίας και των ονείρων που πλάθονται με τα μάτια ανοιχτά.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, προφανώς και είναι ο υπερταλαντούχος μπόμπιρας Kyle Catlett. Με το αδιανόητα ενήλικο παίξιμό του και την παράλληλη διατήρηση των παιδικών του στοιχείων, καταφέρνει να αλώσει τις εντυπώσεις, ακόμα και αν παίζει πλάι σε ονόματα όπως της Helena Bonham Carter και του «πουλέν» του Jeunet, Dominique Pinon. Με αυτοσυγκράτηση και ωριμότητα, καταφέρνει να ενσαρκώσει πλήρως τις αρετές που ανέκαθεν αποτελούσαν ίδιον του σκηνοθέτη, όντας πιθανότατα ο δεύτερος πιο αξιομνημόνευτος κεντρικός του χαρακτήρας μετά την Amelie.
Παρά τα θετικά της, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το ότι υπάρχουν στιγμές που ο Jeunet μοιάζει να βρίσκεται εκτός υδάτων. Το παιχνιδιάρικο ύφος του και οι διαφόρων ειδών ακκισμοί του μοιάζουν συχνά να μην έχουν ένα νόημα τόσο ισχυρό ή αντισυμβατικά ονειροπόλο όσο σε προηγούμενα έργα του, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καταλήγει να φλυαρεί μερικώς πάνω σε ζητήματα χιλιοειπωμένα, χωρίς να τους δίνει κάτι από το προσωπικό του στίγμα.
Και πάλι, όμως, παραμένει μια έξοχη επιστροφή του λατρεμένου σκηνοθέτη μετά την πενταετή απουσία του, και μια εξομολόγηση πως δεν έχει και πολλά να φοβηθεί πλέον, ούτε να κάνει πολλά υπεράνθρωπα βήματα για να συζητηθεί. Αρκεί να μπορεί να κοιτά έξω από το παράθυρο και να σκαρφίζεται ένα κράμα του υπάρχοντα κόσμου με το σουρεαλιστικό παραμυθένιο σύμπαν.
Στην επόμενη σελίδα: Ο Θυρωρός / Ο Κύκλος των Αναμνήσεων / Τρεις Μέρες Διορία