H Κατερίνα Κούκα είναι πληθωρική γυναίκα. Το κατάλαβα από την πρώτη φορά που σήκωσε το τηλέφωνο, μου ζήτησε κατευθείαν να μιλάμε στον ενικό και η φωνή της αντηχούσε γέλιο γιατί πριν λίγες μέρες ο γιος της την έκανε για πρώτη φορά γιαγιά. «Αυτές τις μέρες είμαι κάπου ενδιάμεσα στη γη και στον ουρανό, δεν πατάω στο έδαφος», αλλά όταν έρχεται στο ραντεβού μας βλέπω απέναντι μου μια γήινη φιγούρα, από τις παλιές, που δεν μάσαγαν τα λόγια τους και ήταν έτοιμες να σου μαγειρέψουν κάτι σε πέντε λεπτά. Μου το επιβεβαιώνει και στα λεγόμενά της, μια γνήσια «Λωξάντρα» του 21ου αιώνα.
Ποιο είναι το κύριο στοιχείο του χαρακτήρα σου που σε βοήθησε να παραμείνεις ο εαυτός σου αλλά και να χτίσεις την καριέρα σου; Νομίζω ότι είναι η καλή μου πρόθεση απέναντι στους ανθρώπους. Με ενδιαφέρει έτσι να ξεκινάω τις σχέσεις μου. Πιστεύω ότι όταν έχεις καλή πρόθεση, και το βγάζεις αυτό, θα εκμαιεύσεις από τον απέναντι σου τον καλύτερό του εαυτό∙ εμένα αυτός είναι που με ενδιαφέρει στους ανθρώπους. Εγώ τουλάχιστον είμαι καλυμμένη από τον τρόπο που απευθύνομαι στο περιβάλλον μου. Αυτό δεν αφορά μόνο τη δουλειά μου αλλά και τις φιλίες μου, τους έρωτες μου, το παιδί μου, όλα.
Έγινες μητέρα στα 16 και στα 21 ξεκίνησες το τραγούδι. Πώς έγινε αυτό; Από μικρή ήμουν η αρτίστα, φαίνονται μερικά παιδάκια τι κλίση έχουν. Μετά η ζωή με πήγε αλλού. Όταν ξεκίνησα το τραγούδι δεν το έκανα επειδή είπα «τώρα θα ακολουθήσω τα όνειρά μου» παρότι αυτά ήταν όντως τα ενδόμυχά μου όνειρα αλλά για να συμπληρώσω χρήματα στον κορβανά του σπιτιού, μετά το ένα έφερε το άλλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που πάτησα στην σκηνή, ένιωσα στον φυσικό μου χώρο.
Πόσα χρόνια τραγουδάς; Από το ’81, είναι 37 χρόνια τραγουδιού. Είμαι 58 χρονών κι ο γιος μου 42.
Ακόμη θυμάσαι πώς ένιωσες την πρώτη φορά πάνω στη σκηνή. Αυτή η αίσθηση πώς μεταλλάσσεται με τα χρόνια; Στην πραγματικότητα δεν άλλαξε ποτέ. Εξακολουθεί να είναι ο φυσικός μου χώρος. Θυμάμαι κάποια στιγμή είχα κάνει κάτι εξετάσεις, περίμενα τα αποτελέσματα, που ξέρεις εκείνη την ώρα βγαίνουν όλες οι φοβίες, και σκεφτόμουν «αν πεθάνω θα ήθελα να πεθάνω πάνω στη σκηνή» κι αυτό το ένιωσα πολύ περισσότερο στη σκηνή του θεάτρου.
Πώς σου γεννήθηκε αυτή η σκέψη συγκεκριμένα για το θέατρο; Πάω στη δουλειά μου από τους πρώτους, εγώ και οι ταμίες, εγώ και οι σερβιτόροι και φεύγω από τους τελευταίους. Με γοητεύει πάρα πολύ όταν το θέατρο δεν έχει ακόμη ανοίξει τις πόρτες του για το κοινό και είναι η σκηνή και οι θέσεις άδειες. Πολλές φορές πήγαινα εκεί μέσα στο σκοτάδι, πριν έρθουν οι συνάδελφοί μου, κοιτούσα το θέατρο και κάτι γινόταν μέσα μου. Ένιωθα μια ολοκλήρωση, ότι εδώ είμαι, εδώ είναι το σπίτι μου.
Όταν υπήρχε κοινό από κάτω; Πώς ένιωθες; Εκεί κυριαρχεί η αδρεναλίνη του «να τα καταφέρω», να τα φέρω εις πέρας, να είμαι καλή στην ερμηνεία μου, όπως δηλαδή συμβαίνει και στο τραγούδι. Εκείνη τη στιγμή δεν αφήνεις τη ψυχή χαλαρή, άλλου είδους μαγεία αυτή, που παίρνεις και δίνεις ενέργεια και ζωή. Όμως η άδεια σκηνή έχει γαλήνη και μια απόλυτη ταύτιση με τον εσωτερικό μου κόσμο.
Άρα είσαι κατά βάθος ήρεμος άνθρωπος παρότι είσαι στο τραγούδι και μάλιστα στο λαϊκό που είναι πολύ έντονο, που έχει συναίσθημα, καψούρα. Το λαϊκό έχει πολύ μεγάλες εντάσεις, γι’ αυτό χρησιμοποίησα και τη λέξη αδρεναλίνη. Είσαι έτοιμος να εκτοξευτείς, γίνεσαι πύραυλος.
Κι εσύ έγινες πολύ γνωστή με το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο» που ήταν ένα τραγούδι-πύραυλος. Αυτό πια… Είναι τραγούδι του 1992 αλλά υπάρχουν παιδιά 20-25 χρονών που ξέρουν τους στίχους.
Φαινόταν τότε ένα τραγούδι-πυροτέχνημα, βέβαια σε μουσική Γιάννη Σπανού, αλλά 26 χρόνια αργότερα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μάλλον είναι ένα τραγούδι-ορόσημο. Εσύ το είχες καταλάβει τότε; Όχι, καθόλου. Δεν μου άρεσε καν.
Γιατί; Αισθανόμουν ότι θα με πάει κάπου αλλού, κάπου που δεν είμαι εγώ. Λυπάμαι πολύ που άργησα τόσο πολύ να καταλάβω πόσο σπουδαίο τραγούδι είναι αυτό. Ήμουν τότε ένας πιο κλειστός άνθρωπος και εν τέλει και πιο συντηρητικός. Μέχρι ένα σημείο πίστευα ότι αυτό το τραγούδι ήταν ένα λάθος. Ο πρώτος μου δίσκος «Το πρώτο ραντεβού», καμία σχέση δεν έχει με αυτό το είδος. Ήταν πιο θεατρικό το ξεκίνημά μου, με πιο βαθύ στίχο, είχα μια συμμετοχή σε δίσκο της Λένας Πλάτωνος. Αλλιώς τα ονειρευόμουν γιατί ήμουν ένα παιδί που άκουγα Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, τέτοια πράγματα. Τα πολύ λαϊκά ήταν για εμένα ωραία, αλλά μέχρι εκεί.
Ισχύει ακόμη αυτό; Όταν είμαι μόνη μου στο σπίτι ακούω άλλα από αυτά που τραγουδώ, χωρίς να σημαίνει ότι αυτά που τραγουδώ δεν τα εκτιμώ, δεν τ’ αγαπώ ή δεν τα υπηρετώ σωστά. Όταν τραγουδώ προσφέρω, όταν ακούω παίρνω εγώ.
Όταν βλέπεις τον κόσμο από κάτω να διασκεδάζει πώς αισθάνεσαι; Παίρνω πολύ μεγάλη χαρά. Θέλω να ανοίξω την καρδιά μου και να τους τη δώσω.
Όταν είμαι στη σκηνή το μέλημά μου είναι να κάνω τον κόσμο να πάρει χαρά, να λάμπουν τα μάτια ή να συγκινηθεί. Είναι σαν να έρχονται στο σπίτι σου και βγάζεις τα καλούδια για να τους φιλέψεις.
Είσαι και στο σπίτι σου έτσι; Εντελώς. Είμαι Λωξάντρα. Δεν φαίνεται άλλωστε;
Γι’ αυτό και στο δικό μου μυαλό σου ταιριάζει το λαϊκό τραγούδι. Ασφαλώς, είμαι από λαϊκή οικογένεια, από χωριό, την Ηράκλεια Σερρών, όπου οι πόρτες ήταν ανοιχτές, η γειτονιά μπαινόβγαινε, ήταν όλοι με τα πιάτα στα χέρια. Αυτό είμαι. Έχω αυτές τις εικόνες και προσλαμβάνουσες από μωρό παιδί, αυτά μέσα μου αν τα παρατηρείς και είσαι καλός δέκτης θα γίνουν πομπός.
Τώρα σε φαντάζομαι να έχεις μαγαζί και να τους τραγουδάς ενώ τους σερβίρεις. Μα το έχω κάνει κι αυτό. Είχε ο γιος μου μεζεδοπωλείο στη Χαλκίδα και έφτιαχνα κι εγώ μεζέδες και έδειχνα στις μαγείρισσες μυστικά. Άλλος ένας φυσικός μου χώρος. Πολλές Κυριακές κάναμε και μικρά live, ερχόντουσαν φίλοι από την Αθήνα και παίζαμε πενιές.
Ο κινηματογράφος τι ρόλο έχει παίξει στη ζωή σου; Κατ’ αρχάς λάτρεψα τον τραγούδι μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, τότε που υπήρχαν οι ατελείωτες ουρές στις προβολές της Κυριακής. Εκεί είδα τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Τσιτσάνη και θυμάμαι ως παιδάκι στη διαδρομή από το σινεμά στο σπίτι προσπαθούσα να πω τα τραγούδια που είχα ακούσει στην ταινία. Για μένα κινηματογράφος, θέατρο, τραγούδι είναι τόσο συγγενείς τέχνες που δεν ξέρω πότε αρχίζει μια και πού τελειώνει η άλλη.
Πες μου για την εμπειρία σου στο «Χάραμα» του Αλέξη Μπίστικα. Ο κινηματογράφος ήρθε στη ζωή μου μπολιασμένος με πίκρα και πόνο. Τι εννοώ; Ο σκηνοθέτης ήταν ένα παιδί 30 χρονών που ήξερε ότι «φεύγει» κι αυτό ήταν το κύκνειο άσμα του. Θαύμαζα αυτό το παιδί και την αγωνία του να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί πριν φύγει.
Ένιωσες ευθύνη απέναντι του; Τεράστια κι αυτός ήταν ο λόγος που το ανέλαβα. Όταν μου το πρότεινε ο Αλέξης δεν είχα κανέναν λόγο να εμπλακώ γιατί δεν είμαι ηθοποιός, ήταν μεγάλο ρίσκο γιατί εγώ τότε ήμουν το «πρόσωπο της ημέρας» και δεν είχα και χρόνο. Με έπεισε όμως η θέληση του ανθρώπου, που μέχρι τέλους δε τα παρατάει. Ο Μπίστικας με είδε σε ένα βίντεο κλιπ και είπε «Αυτή είναι η ηρωίδα του έργου μου, αυτή θέλω». Η πρώτη μας συνάντηση έγινε σπίτι του, όπου πήγα να του πω ότι δεν μπορώ να συμμετάσχω γιατί ήθελα να του το εξηγήσω από κοντά και όχι να του μεταφέρουν ότι «η Κούκα δε θέλει». Πήγα λοιπόν να του πω «ευχαριστώ για την πρόταση αλλά δεν μπορώ να το κάνω» κι έφυγα έχοντας πει ήδη το «ναι». Αν το έβλεπα ψυχρά επαγγελματικά έπρεπε να πω όχι γιατί θα μπορούσα να εκτεθώ ανεπανόρθωτα χωρίς λόγο∙ αμοιβή δεν υπήρχε, μου το είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι πολεμούσαν να συγκεντρώσουν χρήματα για την ταινία. Ο παππούς του ήταν κοσμηματοπώλης και όταν τελείωσαν τα γυρίσματα μου έφερε ένα δαχτυλίδι με ένα σμαραγδάκι και μου είπε «Πάρε το δαχτυλίδι που το έχει φτιάξει ο παππούς μου με τα χέρια του».
Πώς ήταν τα γυρίσματα; Κούραση αλλά και μεγάλο κέρδος. Κράτησαν τέσσερις μήνες κι εγώ παράλληλα έκανα 55 συναυλίες. Ντυνόμουν στο αυτοκίνητο για να βγω να τραγουδήσω. Μικρή κοπέλα ήμουν, άντεχα. Ήταν όμως μεγάλο μάθημα. Μετά την ταινία ήμουν άλλη κι ως τραγουδίστρια. Άρχισα να επεξεργάζομαι πώς θα εκφέρω τον λόγο του τραγουδιού, μία μία λέξη. Πριν το έκανα από ένστικτο, στο πλαίσιο ενός αυθορμητισμού. Μετά συνειδητοποίησα ότι το «αγάπη μου» όπως το λες πρέπει να βγαίνει από τα φυλλοκάρδια σου.
Την τηλεόραση των reality που έκανες την μετάνιωσες; Απόλυτα. Τολμώ να πω ότι εγώ και ο Αντώνης Βαρδής εξαπατηθήκαμε. Αρχικά να σου θυμίσω ότι κάτι τέτοιο πριν δεν υπήρχε στην ελληνική τηλεόραση. Όταν λοιπόν μας προσέγγισαν μας είπαν ότι πρόκειται για μια μουσική τηλεοπτική ακαδημία όπου οι κριτές θα πρέπει να είναι άνθρωποι κύρους στον χώρο τους και ότι θα λειτουργεί συμβουλευτικά η γνώμη τους για να βοηθήσουν νέα παιδιά που ονειρεύονται να γίνουν τραγουδιστές. Αυτό ήταν πράγματι στα πρώτα επεισόδια, αν το παρατηρήσει κανείς. Αργότερα, και δυστυχώς πολύ σύντομα, το παιχνίδι άλλαξε και ο σκοπός ήταν να στήνουν παγίδες για να κάνουν τηλεθέαση. Εγώ σαν άμαθη στην πονηριά αυτών των τηλεοπτικών τερτιπιών έπεσα στην παγίδα του να θέλω να βγάλω την αλήθεια μου. Ήμουν εντελώς αυθόρμητη. Δεν μετάνιωσα ποτέ για τη στάση μου απλώς μετάνιωσα που μπήκα στη διαδικασία. Αλλά πού την κράτησα αυτή την στάση; Ποιος να καταλάβει τι; Ο διευθυντής του προγράμματος που το μόνο που ήθελε ήταν τηλεθέαση; Ήμουν σαν την μύγα μες στο γάλα. Για άλλο πράγμα πήγα εκεί, όπως και ο Αντώνης Βαρδής. Μετά επειδή ήμασταν δεσμευμένοι με ρήτρες και τέτοια δεν μπορούσαμε να φύγουμε.
Τι έχετε ετοιμάσει με τον Θέμη Καραμουρατίδη και την Μελίνα Κανά για τον Σταυρό του Νότου; Πώς το βίωσες το καλοκαίρι που το παρουσιάσατε στην Ταράτσα του Φοίβου; Έχω πολύ μεγάλη χαρά γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Αποφάσισε ο Θέμης να κάνει μια παράσταση με τα λαϊκά του και πήρε δύο τραγουδίστριες λαϊκές που όμως είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους και ταυτοχρόνως συγγενείς. Η Μελίνα έχει αυτή τη μαγική, ερωτική φωνή με τα βυζαντινά γυρίσματα. Ο Θέμης έκανε καταπληκτική επιλογή, και έδωσε στην κάθε μια τα τραγούδια που της ταιριάζουν περισσότερο. Μελέτησα πάρα πολύ μαζί του το καλοκαίρι γιατί είναι ένα νέο παιδί, φέρνει έναν φρέσκο αέρα στα πράγματα, έχουν πει τα τραγούδια του σπουδαίες τραγουδίστριες, τις οποίες θαυμάζω έτσι κι αλλιώς και ήθελα να ανταποκριθώ όσο πιο καλά μπορώ στην εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Μου είπε πολύ απλά «Θέλω να είσαι ο εαυτός σου, θέλω να βγάλεις την ψυχάρα σου γιατί αυτήν αγαπώ».
Πώς έχει αλλάξει η νύχτα; Πια δεν βγαίνω τις νύχτες αλλά έχω εικόνα του τι γίνεται και δεν με αφορά. Είναι πολύ λίγες οι σκηνές που μπορώ να απολαύσω καλές ορχήστρες, καλά παιξίματα, καλά τραγουδίσματα, ωραία τραγούδια και να συγκινηθώ. Αυτό το αρκουδαριό που γίνεται στους μεγάλους χώρους 1.000, 2.000 ατόμων, δεν ξέρω… Σαφώς θα υπάρχει κάποια γοητεία και σε αυτό αλλά εμένα δεν μπορεί να μου πει κάτι. Ίσα ίσα, είναι προς αποφυγήν γιατί μου χαλάει τον εσωτερικό μου κόσμο, δεν μπορώ. Πολύ φασαρία, πολλά φώτα, πολλοί καπνοί, πολλά στρας, πολλά μαγιό. Καταλαβαίνεις πολύ καλά τι λέω.
Τι αγαπάς να κάνεις στην καθημερινότητά σου; Όταν έχω να ασχοληθώ με τη δουλειά μου τότε στο σπίτι δεν κάνω απολύτως τίποτα, είμαι σαν ένα άδειο σακί. Πέφτω στο κρεβάτι και δεν σκέφτομαι. Δεν μπορώ να διαμελίζομαι. Όταν είμαι σε εποχή χαλάρωσης και δεν εργάζομαι τότε με ευχαριστεί να κολυμπώ, αγαπώ τη θάλασσα και γενικά το νερό, πάω και κολυμβητήριο, μου αρέσει καμιά φορά να κεντάω. Έχω χρόνια ένα ρημαδιασμένο κέντημα, το παίρνω, τ’ αφήνω. Το πιάνω όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, γιατί δεν χρειάζεται όταν κεντάς να σκέφτεσαι καθώς επικεντρώνεσαι εκεί. Μου αρέσει πάρα, πάρα πολύ να μαγειρεύω για τους φίλους μου∙ η μαγειρική είναι πολύ δημιουργικό πράγμα. Διαβάζω πολύ, ειδικά το καλοκαίρι, έχω τόσα πολλά βιβλία που περιμένουν να τα διαβάσω.
Σου αρέσει να σου μαγειρεύουν; Όχι, εγώ θέλω να μαγειρεύω για τους άλλους. Κι όταν είμαι στην κουζίνα μου δεν μπαίνει κανείς άλλος γιατί θα κάνει πατατιά. Σου είπα, είμαι Λωξάντρα.