Ο Αλμπέρτους Μπισλάαρ υποφέρει από την ζέστη. Ιδρώνει αδιάκοπα μέσα στη σκόνη της ενδοχώρας, σε αυτό τον τόπο που επέλεξε να αυτοεξοριστεί. Το πρόβλημα του δεν είναι μόνο μία συμμορία ζωοκλεφτών που έχει ρημάξει τα κοπάδια στις φάρμες. Είναι οι νεοσύλλεκτοι υφιστάμενοί του που δεν μπορούν να πάρουν ούτε μία κατάθεση της προκοπής, οι λευκοί μεγαλοϊδιοκτήτες που θεωρούν ότι πρέπει να αναβιώσουν την περίπολο των κομάντος, όπως παλιά στο Aπαρτχάιντ, οι μαύροι που αντιμετωπίζουν πια με περιφρόνηση κάθε λευκό αστυνομικό και οι επινοητές ενός σχεδίου οικιστικής ανάπλασης που προσπαθούν να πείσουν τους πελάτες τους ότι η έρημος είναι ο νέος Παράδεισος.
Οπότε όταν ένας γείτονας ανακαλύπτει σε μία απομακρυσμένη φάρμα τα πτώματα δύο δολοφονημένων -μίας λευκής γυναίκας και ενός μαύρου παιδιού- με έναν αλλόκοτο τελετουργικό τρόπο, ο Μπίσλααρ ανακαλύπτει έκπληκτος ότι σε αυτή την κοινότητα, πίσω από τη φαινομενική ραστώνη, παραμονεύει η ανεξέλεγκτη βία.
Στη «Ματωμένη έρημο» το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα, η δημοσιογράφος Κάρεν Μπράιναρντ περιγράφει σε συναρπαστικό τρόπο την κατάσταση στη σημερινή Νότια Αφρική. Μία χωρα όπου οι λευκοί κατέχουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες, όπου οι διαδηλώσεις που γίνονται μπροστά στο κοινοβούλιο από τους μαύρους ακτήμονες έχουν ως σύνθημα «Σκότωσε τον αγρότη», όπου η κυβέρνηση μοιάζει ανίκανη να λύσει το περίπλοκο ζήτημα της αναδιανομής των αγροτικών εκτάσεων χωρίς να ανοίξει άλλον ένα κύκλο βίας, κι όπου οι λευκοί ακροδεξιοί περιμένουν την ευκαιρία για να βγουν ξανά στο προσκήνιο με τα όπλα.
Σε αυτό το σκηνικό βρίσκεται ο Μπισλάαρ, ξεκομμένος από το πολιτισμένο Γιοχάνεσμπουργκ. Η κοινότητα προσπαθεί να τον απομονώσει. Ο λευκός μπάτσος δεν μπορεί να βρεί πληροφορίες ούτε στα παράνομα μπαρ του γκέτο, ούτε στην κλειστή κοινωνία των πλούσιων λευκών. Οι μάρτυρες είναι αναξιόπιστοι ή φοβισμένοι. Οι λευκοί τον θεωρούν τσιράκι των μαύρων αφεντικών του και οι μαύροι εχθρό τους. Και ο Μπισλάαρ, ένας μπάτσος στιγματισμένος ως ρατσιστής που υποφέρει από κρίσεις πανικού, παλέυει μόνος για να βρει την αλήθεια πίσω από τους φόνους.
Όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι φυσικά η γη. Αυτό το κομμάτι εδαφών βορειανατολικά της Νότιας Αφρικής όπου μαύροι και λευκοί δεν έχουν βιώσει τις αλλαγές που έφερε η άρση του Απαρτχάιντ. Οι λευκοί ζουν κλειδωμένοι στις φάρμες τους με έτοιμα τα όπλα φοβούμενοι την επερχόμενη εξέγερση των μαύρων. Οι μαύροι μένουν στα γκέτο δίπλα σε σκουπιδότοπους και φτιάχνονται με χασίς και μπύρα. Μία αναδιανομή της γης δεν είναι καθόλου απλή. Οι λευκοί αγρότες έχουν τις φάρμες τους υποθηκευμένες στις τράπεζες. Οι μαύροι διεκδικούν εκτάσεις ως απόγονοι φυλών που κάποτε ζούσαν ως νομάδες στη σαβάνα. Οι κυνικοί επιχειρηματίες τεμαχίζουν ιδιοκτησίες και πουλάνε οικόπεδα όπου εξυμνούν τη γαλήνη και την άγρια ομορφιά της ερήμου. Και όλοι διεκδικούν ένα κομμάτι γης σε μία χώρα όπου οι φυλές που μάχονταν για να κυριαρχήσουν την εγκατέλειψαν τελικά στους αποικιοκράτες προγόνους των τωρινών κτηματιών οι οποίοι την λεηλατούσαν για αιώνες.