Μετά από 8 ταινίες που έχουν μπει στο μικροσκόπιο της ποπ κουλτούρας και είναι τόσο οικείες στο κοινό σαν ένα τρίτο χέρι, οι προσδοκίες σε κάθε νέα ταινία από τον Κουέντιν Ταραντίνο είναι περίπου οι ίδιες: ένα soundtrack προορισμένο να αποκτήσει δική του ζωή, προσκύνημα σε «κατώτερα» κινηματογραφικά είδη, διάλογοι με ρυθμούς πολυβόλου και ψαγμένες ποπ αναφορές, ξεχασμένοι ηθοποιοί στο σημαντικότερο ρόλο τους εδώ και χρόνια κι ακραία βία που ταυτόχρονα θέλεις και δεν θέλεις να κοιτάξεις.
Πριν κυκλοφορήσει, η μεγαλύτερη απορία σχετικά με το Κάποτε… στο Χόλιγουντ, τη νέα του (και, αν πιστέψουμε τις επίμονες δηλώσεις του, προτελευταία) ταινία που εκτυλίσσεται την παραμονή των φόνων του Τσαρλς Μάνσον, ήταν το πώς θα μετουσιώνονταν τα κλασικά ταραντινικά στοιχεία μέσα σε μια αληθινή ιστορία που από μόνη της είναι μια ποπ αναφορά και στην οποία η παράλογη βία ξεπερνά πολλές αρρωστημένες κινηματογραφικές ιδέες. Μπορεί την περιέργεια να συνόδευαν φόβοι για κακογουστιά ή κανιβαλισμό, αλλά κανείς δεν περίμενε ότι το Κάποτε… στο Χόλιγουντ θα ήταν η πιο ευαίσθητη (ακόμα και με το άγριο αιματοκύλισμα που περιλαμβάνει) και προσωπική ταινία που έχει υπογράψει σε ολόκληρη την καριέρα του ο Ταραντίνο, μια γλυκόπικρη ωδή στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας που για εκείνον είναι κάτι παραπάνω από πηγή βιοπορισμού — είναι πηγή ζωής. Για πρώτη φορά, η αναπαράσταση έχει ουσιαστικότερη σημασία από την απομίμηση και τα τραγούδια δεν χρειάζονται καν Shazam.
Η χρονιά είναι το 1969 και το Χόλιγουντ, ενώ παραμένει ηλιόλουστο και ιδανικό για μια βόλτα με το αυτοκίνητο, βρίσκεται στη σημαντικότερη μεταβατική περίοδό του από τότε που ο Αλ Τζόνσον φώναξε “you ain’t heard nothing yet!”. Η παλιά φρουρά που επιβλέπει τα στούντιο έχει χάσει τον σφυγμό της νεολαίας κι ενώ η αμερικάνικη κοινωνία βιώνει καταιγιστικές αλλαγές, από την απελευθέρωση των σεξουαλικών ηθών μέχρι την κατακραυγή για το μάταιο πόλεμο του Βιετνάμ, το Χόλιγουντ αποτυγχάνει να τις αντικατοπτρίσει στις παραγωγές του. Το τελειωτικό χτύπημα για το απαρχαιωμένο σύστημα, μετά τις προειδοποιητικές βολές της επιτυχίας του Πρωτάρη και του Μπόνι και Κλάιντ 2-3 χρόνια πριν, έρχεται με το low budget, ανεξάρτητο Easy Rider του Ντένις Χόπερ (δυστυχώς επίκαιρο και λόγω του θανάτου του Πίτερ Φόντα), που εν μια νυκτί έγινε σύμβολο της counterculture και προανήγγειλε τον ερχομό του Νέου Χόλιγουντ.
Μέσα σε αυτό το πολύ αληθινό πλαίσιο, γνωρίζουμε τον Φεβρουάριο του 1969, λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του Easy Rider και την επίσκεψη 4 μελών της Manson Family στο σπίτι του ζεύγους Ρόμαν Πολάνσκι-Σάρον Τέιτ, τον Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο Ντι Κάπριο, κρίμα που λύσσαξε να πάρει Όσκαρ για το The Revenant), έναν τηλεοπτικό σταρ που λίγα χρόνια πριν μεσουρανούσε στα ασπρόμαυρα γουέστερν της μικρής οθόνης, αλλά τώρα η καριέρα του έχει στεγνώσει και οι ρόλοι που του προσφέρονται είναι γκεστ εμφανίσεις σε κάποιο επεισόδιο που θα παίζει τον κακό. Συναντιέται με έναν κινηματογραφικό παραγωγό (Αλ Πατσίνο) με την προοπτική να γυρίσει ταινίες σαν τις παλιές του στην Ιταλία, αλλά ο κυκλοθυμικός Ρικ δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι οι καλύτερές του μέρες ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Οι πιο πιστοί του φίλοι είναι δύο: το αλκοόλ και ο Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ), ο επί ετών κασκαντέρ του, που πλέον χρησιμεύει περισσότερο ως οδηγός του παρά ως συνεργάτης στα πλατό. Δεν βοηθάνε και οι φήμες για τον ευέξαπτο χαρακτήρα του και την πιθανή δολοφονία της γυναίκας του, για την οποία δε λογοδότησε ποτέ. Η απομόνωσή του από τον κόσμο (ζει σε ένα τροχόσπιτο πίσω από ένα drive-in) και η απολαυστική σκηνή που παίζει ξύλο με τον Μπρους Λι (Μάικ Μο) υπονοούν ότι μπορεί να μην είναι και τόσο φήμες τελικά, ωστόσο ο Κλιφ είναι ένας ευχάριστος τύπος, αξιόπιστος και αφοσιωμένος στο αφεντικό και φίλο του χωρίς να είναι βδέλλα, κι ο Πιτ τον ενσαρκώνει με την αφοπλιστική, ανεπιτήδευτη χαρισματικότητα ενός είδους σταρ που σήμερα σπανίζει.
Όταν δεν βρίσκονται σε γυρίσματα, ο Ρικ και ο Κλιφ περνούν τις μέρες τους οδηγώντας στο Λος Άντζελες, που ο Ταραντίνο, ως γνώστης και λάτρης της εποχής, ζωντανεύει άψογα με κάθε λεπτομέρεια (στο ραδιόφωνο παίζουν πραγματικές εκπομπές και σποτάκια όταν δεν ακούγεται το “Mrs. Robinson”, οι διαφημιστικές πινακίδες γεμίζουν τα πλάνα, η must ξένη ταινία στους κινηματογράφους είναι το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Τζεφιρέλι, όλο το Χόλιγουντ τρώει στο Musso & Frank Grill). Ο βαθμός αυθεντικότητας δεν έχει προηγούμενο, και παρότι είναι μάλλον αδύνατο για κάποιον που δεν μεγάλωσε τότε, πόσο μάλλον για το κοινό εκτός Αμερικής, να αναγνωρίσει όλες τις αναφορές με τις οποίες ξαναχτίζει εκείνη την περίοδο ο Ταραντίνο, δεν παύει να εντυπωσιάζει. Ο Ρικ και ο Κλιφ βλέπουν, επίσης, φανατικά τηλεόραση στο σπίτι του πρώτου, ο οποίος έχει αποκτήσει για νέους γείτονες τον πιο περιζήτητο σκηνοθέτη εκείνη την στιγμή χάρη στην πρωτοφανή επιτυχία του Μωρού της Ρόζμαρι, Ρόμαν Πολάνσκι (Ραφάλ Ζαβιερούτσα) και την πανέμορφη ανερχόμενη στάρλετ σύζυγό του, Σάρον Τέιτ (Μάργκο Ρόμπι). Το ηθικό του Ρικ αναπτερώνεται για λίγο, καθώς πιστεύει ότι τον «χωρίζει ένα κοκτέιλ πάρτι από ένα ρόλο στην επόμενη ταινία» του Πολάνσκι. Όμως το Λος Άντζελες βρίσκεται στο μεταίχμιο, και στις αόρατες άκρες κάθε ηλιόλουστου πλάνου του μαέστρου της φωτογραφίας Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον παραμονεύει απειλητικά μια υποψία σκότους.
[Ξαφνική διακοπή, Sopranos, fade to black. Θα πρέπει να σας δώσουμε δύο κρίσιμες πληροφορίες για τη συνέχεια: i) είναι σημαντικό να έχει κάποιος μια έστω βασική γνώση των πραγματικών περιστατικών που ενέπνευσαν την ταινία για να νιώσει πλήρως την επίδρασή της και ii) είναι εξίσου σημαντικό να μην ξέρει ΤΙΠΟΤΑ, AND I MEAN IT για το τι συμβαίνει στο τρίτο μέρος της πριν τη δει. Εδώ δεν θα αποκαλύψουμε ούτε το ελάχιστο, προχωρήστε άφοβα.]
Όμως πριν ο Ταραντίνο ασχοληθεί με τον Μάνσον (o Ντέιμον Χέριμαν, που παίζει τον ίδιο ρόλο και στο Mindhunter) και τους ακολούθους του, που απολαυστικά ο Ταραντίνο έχει επιλέξει να τους υποδύονται παιδιά διασημοτήτων, από την Μάργκαρετ Κουάλεϊ, κόρη της Άντι Μακντάουελ, ως την Μάγια Χοκ, κόρη του Ίθαν και της Ούμα Θέρμαν (και η αλήθεια είναι ότι, όπως και με τον Πολάνσκι, ο σκηνοθέτης σοφά αφήνει τον Μάνσον στις παρυφές της ιστορίας που εκτυλίσσεται στην οθόνη), έχει μια αποστολή που προτιμά να ολοκληρώσει: να τιμήσει τη ζωή, κι όχι να πενθήσει για το θάνατο, της Τέιτ. Μια φιγούρα που έχει συνδεθεί μόνο με το φρικτό χαμό της ενώ ήταν 8 μηνών έγκυος, η Τέιτ δεν πρόλαβε να αποκτήσει ούτε την καριέρα ούτε την οικογένεια που ονειρευόταν κι ο Ταραντίνο καταφέρνει μέσα σε δύο σκηνές να της χαρίσει ένα διαφορετικό legacy: δείχνοντάς τη να χορεύει τα τραγούδια των Paul Revere and the Raiders λουσμένη στο φως και, στην ωραιότερη στιγμή της ταινίας, να επισκέπτεται το σινεμά που παίζει την ταινία της The Wrecking Crew για να δει τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη και να παρατηρήσει τις αντιδράσεις του κοινού στην κωμική της ερμηνεία. Ο μικρός φόρος τιμής στην Τέιτ είναι ένας συμβολικός αποχαιρετισμός σε μια ολόκληρη εποχή.
Όταν το Κάποτε… στο Χόλιγουντ φτάσει στην παράνοια και την τρέλα, ο άλλος, ο «παλιός» Ταραντίνο υπενθυμίζει την παρουσία του με αιφνιδιαστικό, αρχικά αποπροσανατολιστικό τρόπο. Η ταινία αλλάζει ταχύτητα (κι όχι μόνο), καταλαβαίνουμε ότι το μωσαϊκό των προηγούμενων 2,5 ωρών ήταν μάλλον παζλ και το τελευταίο κομμάτι του είναι και το πιο ευφυές. Όταν γίνονται σαφείς οι προθέσεις της, η ταινία ξεπερνάει το shock factor και σε αφήνει να μοιραστείς τη μελαγχολία για το πέρασμα του χρόνου (που δεν αφήνει ασυγκίνητο και αδιάφορο σε προσωπικό επίπεδο ούτε τον δημιουργό της), την αγάπη της για το σινεμά και την έκπληξη για το πώς μέσα από κάτι ασύλληπτα σκληρό, μπορεί να προκύψει ο πιο τρυφερός και ώριμος Ταραντίνο που έχουμε δει ποτέ.