Για το μάγουλό μου
που δεν θα ακουμπήσει ποτέ
το μαξιλλαρόφυλλο της μάνας μου
Για το κρουστό λινό της προίκας της μάνας μου
Για τους πλαστικούς ιμάντες της μάσκας
και τους κροτάφους
παραδομένους στην εξωτερική ποίηση
στην εσωτερική υπομονή
Για τις νυχτερινές συναντήσεις
με το διοξείδιο της ηλικίας
Για την προϊούσα φθορά το πρωί στο λουτρό
Για τις ιδιοτροπίες του μηνίσκου
Για το μέτωπο το κάτοπτρο, μετά
και στο έσοπτρο της απόγνωσης, ύστερα
Για ό,τι πλήττει ένα βαθύ χαμηλό της πλήξης μου
Για τις κηλίδες του φωτός
στις υπερκερατώσεις ενός μυαλού που μαυρίζει
Για τον καυτηριασμό και την κρυοπληξία του αζώτου
Το δισταγμό
το σύμπλεγμα αισθήσεων που καταρρέει
μ’ όλους τους Έλληνες μαζί.
Κι όμως εξακολουθεί να είναι κίνηση, η πτώση
αυτή η ασυντέλεστη συντέλεια
σ’ όλη την τονική της κλίμακα
που ακολουθεί ως τη σιωπή
Ώσπου ο ψόφος να σβήσει τη φωνή
Καθώς τυχαία έμαθα προχθές για τις χορδές μου
Θα δω σ’ αυτό που εξαφανίζεται μια νέα ομορφιά
Θ’ αφήσω το παλιό να με σωπάσει;
Θα οργανώσω τον ιστορικό πεσιμισμό
Σε απόσταση αναπνοής, γαβγίζω.