Μπορεί κανείς να μην θέλει να βγει για δείπνο με τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, από φόβο μην γίνει ο ίδιος το δείπνο, και παράλληλα να αδυνατεί να μην γοητευτεί έστω και λίγο από την πνευματική του ξιφομαχία με την Κλαρίς Στέρλινγκ. Ή να μην αναγνωρίσει την τραγωδία πίσω από την εμμονή του Γκόλουμ με το prrrrecious δαχτυλίδι του. ‘Η να μην προτιμά να βρίσκεται από τη μέσα πλευρά όταν κλείνει η πόρτα του γραφείου του Μάικλ Κορλεόνε.
Σε αντίθεση με την αληθινή ζωή, μια από τις περίπλοκες απολαύσεις του σινεμά είναι συχνά η επιφυλακτική συμπάθεια του θεατή προς τον κινηματογραφικό κακό. Στις περισσότερες ταινίες, αυτό το ένοχο φλερτάρισμα με την αντίθετη πλευρά της ηθικής προκύπτει από το ενδιαφέρον και προσεκτικό χτίσιμο ενός αμφιλεγόμενου χαρακτήρα που διεκδικεί επάξια μερίδιο από τη συναισθηματική επένδυση του θεατή στον παραδοσιακό ήρωα. Το Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς δεν έχει χρόνο για τέτοια τεχνάσματα: πιστεύει ότι αν σε ικετεύσει αρκετά να νιώσεις οίκτο, πολύ οίκτο, πάρα πολύ οίκτο για τη βασανισμένη κεντρική φιγούρα του, θα έχει δημιουργήσει μια αδιαφιλονίκητη ιστορία προέλευσης για τη σημαντικότερη νέμεση του υπερηρωικού σύμπαντος, χωρίς την ανάγκη βάθους, μυστηρίου κι απειλής. Με βασική ατραξιόν τον Χοακίν Φίνιξ σε μια inside-out μεταμόρφωση που μόνο τα Όσκαρ μπορούν πλέον να επικυρώσουν, το Τζόκερ είναι η απάντηση σε μια ερώτηση που δεν έκανε κανείς.
Κι ακόμα κι έτσι, είναι λανθασμένη.
Ο Φίνιξ, σκελετωμένος μετά την απώλεια 21 κιλών για τις ανάγκες του Όσκαρ ρόλου, υποδύεται τον Άρθουρ Φλεκ, έναν επαγγελματία κλόουν που είναι πιο άτυχος κι από τον πιο άτυχο παίκτη τηλεπαιχνιδιού. Ταπεινώνεται καθημερινά είτε από το άδικο αφεντικό του είτε από κακεντρεχείς αγνώστους, διατηρώντας το κρυφό του όνειρο να γίνει δημοφιλής τηλεοπτικός κωμικός ενώ ταυτόχρονα φροντίζει την άρρωστη μητέρα του (Φράνσες Κονρόι από το Six Feet Under.) Γύρω του, το Γκόθαμ Σίτι είναι αόριστα εφιαλτικό: βρώμικοι δρόμοι, εγκατάλειψη της κοινωνικής πρόνοιας (που στερεί από τον Άρθουρ τα ψυχοφάρμακά του) και μια γενικότερη αναλγησία που τον οδηγεί στα άκρα, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός “kill the rich” ρεύματος που η ταινία εξερευνά με την ακρίβεια και την οξυδέρκεια ενός γκράφιτι. Η ζωή του Άρθουρ εκτυλίσσεται σαν δυσοίωνο checklist (μελο)δραματικής κακοτοπιάς – μόνο που ο Φίλιπς είναι τόσο αφοσιωμένος στο να φροντίσει το κοινό να τον λυπηθεί με όλη του την ψυχή (επίπεδα Τρίερ-σκηνοθετεί-Ξανθόπουλο), που καταλήγει αμήχανα να τον δέχεται ως σύμβολο μιας κάποιας επανάστασης…; Ποιος ξέρει, η πολιτική της ταινίας είναι τόσο μουτζουρωμένη όσο τα τρένα του Γκόθαμ.
Το Τζόκερ έχει ενθαρρύνει τις (αστείες) συγκρίσεις με σκορσεζικά πορτρέτα αντι-ηρώων όπως ο Ταξιτζής και ο Βασιλιάς της Κωμωδίας, μόνο που ο Σκορσέζε ποτέ δεν τους άφησε εκείνους τους ήρωες να γλιτώσουν από την κριτική του ματιά. Ο Φίλιπς, σκηνοθέτης της τριλογίας The Hangover (με καλύτερη στιγμή του το Old School παρόλα αυτά), είναι τόσο… όχι αστείος κι άτολμος πίσω από τον πρωταγωνιστή του που αφήνει και τον ίδιο τον Φίνιξ μετέωρο ανάμεσα στον κακόμοιρο Θίοντορ του Her και το χαμένο Φρέντι του The Master, να αναζητά την ουσία του Τζόκερ πίσω από το μανιακό γέλιο (έχει μια εκνευριστική πάθηση), το χορό που γίνεται σήμα-κατατεθέν και τους υπόλοιπους «χοακινισμούς» που καταφέρνουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον σε μια ταινία που κάνει τα πάντα για να μην εστιάσει πουθενά.
Στην Αμερική, το Τζόκερ αποτελεί ήδη αντικείμενο αντιπαράθεσης για το υποτιθέμενα επικίνδυνο πρότυπο που αποθεώνει και για τη «δικαίωση» του κοινού των incels που θεωρητικά θα δει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στον παρεξηγημένο ήρωα που με τη σειρά του δικαιώνεται μόνο όταν πιάσει όπλο στα χέρια του (κάτι που νομιμοποιήθηκε με τη βράβευση με το Χρυσό Λιοντάρι στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας). Αλλά μια ταινία αξίζει να κριθεί για ό,τι περιλαμβάνει ανάμεσα στους τίτλους αρχής και τέλους και όχι για την πιθανή της απήχηση. Αν μέχρι τώρα το catchphrase που είχε συνδεθεί περισσότερο με τον Τζόκερ ήταν το “why so serious?” του θρυλικού Χιθ Λέτζερ (αν και δεν λέμε όχι και στις camp εκδοχές του Τζακ Νίκολσον και του Σίζαρ Ρομέρο), σε αυτό το Τζόκερ θα ταίριαζε απλώς ένα “why?”…