Να λείπουν οι περιστροφές: Αμφιβάλλω αν υπάρχει σήμερα έστω ένας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να γράφει (και) για μουσική, ακόμη κι αν επιμένει ότι δεν το κάνει, που να μην γνωρίζει ποιος είναι ο Γιάννης Μαλαθρώνας – και αν υπάρχει, μάλλον δεν αξίζει να τον γνωρίσει κανείς από τους εν δυνάμει αναγνώστες του, όσοι κι αν, τέλος πάντων, έχουν απομείνει πια να διαβάζουν λιγότερο ή περισσότερο, τακτικά ή άναρχα, για το πολιτιστικό προϊόν που σε γενικές γραμμές προτιμούν να καταναλώνουν σε ποσότητα και ένταση μεγαλύτερη από τα υπόλοιπα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι γνωρίζουν το byline «Γιάννης Μαλαθρώνας» έχουν διαβάσει και τα κείμενά που συνόδευε στα περιοδικά Ήχος και Ποπ & Ροκ -μιας και ο Μαλαθρώνας έγραφε για μουσική σε μια εποχή (1978-1986) που προηγήθηκε κατά πολύ της έλευσης του «Άγιου Google», στο οποίο μπορεί να βρει κανείς μόνο τέσσερα δείγματα της πολύτιμης δουλειάς του, δύο εκ των οποίων αναδημοσιευμένα στην Popaganda (σπεύσατε εδώ, σπεύσατε κι εδώ)- αλλά ότι όσοι πρόλαβαν να τον διαβάσουν σε πραγματικό χρόνο (σαν να λέμε οι σημερινοί 40ρηδες κατά το ελάχιστον) φρόντισαν επανειλημμένα, αν όχι εμμονικά, να μιλήσουν για εκείνον και τις λέξεις του και για το ειδικό τους βάρος και για το τι σήμαινε γι’ αυτούς το κάθε μακρύ και το κάθε κοντό που έγραφε ο Μαλαθρώνας, και μάλιστα να το κάνουν με τόση ζέση ώστε ο ίδιος να ξεπεράσει τα όρια του «local hero» που άπτεται μιας και μόνο γενιάς και «συντεχνίας», καταλήγοντας να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς μιας ανεπανάληπτης αν και ολίγον τι ασαφώς ορισμένης αυθεντικότητας.
Ο ίδιος συνεχίζει να ζει στο Λονδίνο, ταξιδεύοντας διαρκώς ανά τον κόσμο ως έγκριτος και πολυγραφότατος ταξιδιωτικός ρεπόρτερ, και προφανώς έχει επίγνωση της κατάστασης, αν και το επίκτητο, μετά από τέσσερις δεκαετίες ζωής εκεί στα ξένα, βρετανικό του φλέγμα, εντείνει την αποστασιοποίησή του από το ότι από ορισμένους λογίζεται ακόμη ως «ο βιβλικός ευαγγελιστής της νέας μεγάλης μουσικής και εν μέρει υπαίτιος για μια μακροχρόνια εφηβική καθήλωση. An idol», όπως έγραφε στο δεύτερο τεύχος του θαυμάσιου fanzine Carousel ο εκδότης του, Μάκης Παπαδιάς, που ήταν και ο πρώτος που στις αρχές των 00s εντόπισε τον «εξαφανισμένο» από τα μέσα των 80s μουσικογραφιά.
Ή έστω -για όσους το παραπάνω φαντάζει κατάτι υπερβολικό- ως ο γραφιάς μερικών από τα πιο ιστορικά περί μουσικής κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Για να γίνω ακόμη πιο κατανοητός, παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από μία συνέντευξή του με τους Smiths εν έτει 1984, που αποτελεί μάλλον το δεύτερο πιο πολυσυζητημένο κείμενό του, μετά από εκείνη την ιστορική αποκαθήλωση που επιφύλαξε στους Pink Floyd όταν βγήκε το The Wall – φημολογείται μάλιστα ότι ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν έφτασε περισσότερο hate mail στα γραφεία του Ποπ & Ροκ.
«Στη Μεσόγειο, έχουμε τα αντράκια. Και για να εστιάσω στην Ελλάδα: το τυπικό στερεότυπο του σκληρού άντρα που σκοτώνει για την τιμή της αδερφής και δεν κλαίει γιατί τα δάκρυα είναι για τις γυναίκες. Οι gay θέλουν να απομακρυνθούν τόσο μακριά από αυτό το σύνδρομο Κοεμτζή ώστε καταλήγουν στο άλλο άκρο. Έχετε όμως σκεφτεί γιατί η ειρωνεία, οι βρισιές και το γιαούρτι προορίζεται μόνο για τον παθητικό gay; Γιατί οι Έλληνες σκάνε ένα χαμόγελο μονάχα για τον ενεργητικό και σωριάζουν τόσα επίθετα για τον παθητικό; Α, μα ο ενεργητικός gay δεν απομακρύνεται πολύ από το στερεότυπο του άντρα επιβήτορα. Και γιατί; Γιατί ο τρόπος με τον οποίο ο ελληνικός αντρικός πληθυσμός χειρίζεται το τρίτο φύλο καθρεφτίζει τη στάση του απέναντι στις γυναίκες. Η περιφρόνηση προς τον παθητικό ομοφυλόφιλο οφείλεται στο γεγονός ότι είναι θηλυπρεπής, γυναικωτός, παίζει τον ρόλο της γυναίκας. Όσο για τις λεσβίες – αυτές αγνοούνται τελείως.
Δεν πρόκειται να χειραφετηθούν οι γυναίκες στην Ελλάδα αν δεν αφεθούν οι gay να εκφραστούν ελεύθερα – και αντιστρόφως. Δεν ξέρω αν η κότα θα γεννήσει τ’ αυγό ή το αυγό την κότα, αλλά η ουσία είναι μία: πρέπει να αλλάξει δραστικά η νοοτροπία σχετικά με τα σεξουαλικά ήθη στην Ελλάδα για να μπορέσουμε να έχουμε ισότητα των φύλων – και αν οι ομοφυλόφιλοι είναι μειοψηφία, οι γυναίκες είναι το 50% του πληθυσμού.
Ίσως, άμα σκεφτόμαστε όλοι σαν τον Johnny Marr, να μην υπήρχε αυτή η μοναδική ελληνική λέξη “τσαντίλα” στο λεξιλόγιό μας. Ίσως να είμαστε, σαν λαός, λιγότερο κομπλεξικοί. Ίσως, η χώρα μας να μην αδικούσε με τη δύστροπη και μίζερη προκατάληψη ενάντια στο μισό πληθυσμό μας, τις γυναίκες. Γιατί ο τρόπος που φερόμαστε στους gay προδίδει την περιφρόνησή μας σ’ αυτές. Και αυτό δεν είναι κρίμα. Είναι έγκλημα.»
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι εννοώ;
Τον προσέγγισα για αυτή τη συνέντευξη ακριβώς 30 χρόνια αφότου σταμάτησε να γράφει για μουσική και αμφιβάλλω αν θα ξόδευε το χρόνο του για να μιλήσει στην Popaganda κυρίως για όσα έκανε πριν καν κλείσει τα 30, αν δεν επέστρεφε για λίγο στην Ελλάδα με σκοπό ένα ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για λογαριασμό του National Geographic. Κι όσο κι αν ο ίδιος ο Μαλαθρώνας επιμένει ότι «τότε» ήταν απλά ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, εγώ επιμένω ότι δεν υπάρχει τίποτα απλό σε όλο αυτό.
Έγραφα για μουσική από το 78 μέχρι το 80 στον Ήχο, και από το 80 μέχρι το 86 στο Ποπ & Ροκ. Εγώ ζούσα στο Λονδίνο, ήμουν εκεί για σπουδές. Ήξερα τον Χρήστο τον Δασκαλόπουλο, είμαστε παλιοί φίλοι, και όταν ερχόμουνα από το Λονδίνο στην Ελλάδα, πηγαίναμε σε ένα δισκάδικο στα Εξάρχεια. Πως το λέγανε να δεις…δεν θυμάμαι, τέλος πάντων. Ο Χρήστος είχε γνωρίσει τον Αργύρη τον Ζήλο, που του είχε πει να γράφει στον Ήχο. Ο Χρήστος με σύστησε στον Ζήλο κι έτσι άρχισα κι εγώ να γράφω ως απεσταλμένος στο Λονδίνο.
Καμία σχέση οι σπουδές μου με τη μουσική. Σπούδαζα πληροφορική. Αλλά έγραφα στο περιοδικό του πανεπιστημίου και γενικά μου άρεσε να γράφω. Όπως και τώρα, μόνο που γράφω άλλα πράγματα.
Τότε διάβαζα φανατικά Melody Maker και NME. Περισσότερο όμως βοηθούσε ότι ήμουν μέσα στα πράγματα. Είχα μία op-ed στήλη (σ.σ. Άρθρο γνώμης) στον Ήχο που λεγόταν «Νέα από το Λονδίνο». Ήταν δυο σελίδες. Τότε δεν υπήρχε κανείς μουσικός ανταποκριτής, ας πούμε, από την Ελλάδα στο Λονδίνο. Οπότε από την αρχή με διάβαζαν όλοι του σιναφιού εδώ, από τις εταιρίες, ο Πετρίδης και οι υπόλοιποι, δεν ήμασταν και πολλοί, γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Όταν έφυγα από τον Ήχο και πήγα στο Ποπ & Ροκ με έμαθαν πολύ περισσότεροι, γιατί τότε το περιοδικό πουλούσε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.
Σήμερα όσοι μου λένε «σε θυμάμαι που κάποτε έγραφες για μουσική», από το Ποπ & Ροκ εννοούν. Και αρκετοί θυμούνται εκείνο το κείμενο για το The Wall των Pink Floyd. Νομίζω κιόλας ότι υπάρχει στο internet. Κοίταξε, τερατούργημα δεν είναι ο δίσκος, αλλά βγήκε το 1979. Εκείνη την εποχή, αμέσως μετά την επανάσταση του punk που ήταν όλα indie, τότε που ήταν από τις πιο δημιουργικές περιόδους στην ιστορία της μουσικής, αυτός ο δίσκος ήταν σαν ανορθογραφία. Και ειδικά το θέμα του που είναι inward looking… Βασικά το θέμα είναι ένας ποπ σταρ που κλαίγεται γιατί είναι ποπ σταρ. Ε ναι, αυτό μου την είχε σπάσει. Αν έβγαινε ίσως 10 χρόνια πιο πριν, ποιος ξέρει… Μετά από χρόνια τη μουσική είναι καλό να τη βλέπεις εντός του πλαισίου μέσα στην οποία κυκλοφόρησε. Δηλαδή ως δίσκος από μόνος του το The Wall σήμερα δεν κακοστέκεται. Αλλά την εποχή που βγήκε, επαναλαμβάνω ήταν σαν ανορθογραφία.
Ε τι πως ήταν να ζεις στην Αγγλία πάνω στην έκρηξη του punk… Δεν ήξερες τι θα βγει την άλλη εβδομάδα. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Άκουγες τι έπαιζε ο John Peel το βράδυ και την επόμενη μέρα πήγαινες στη Rough Trade και τα έπαιρνες. Ή έπαιρνες κι άλλα που δεν τα είχε παίξει καν ο John Peel. Υπήρχαν και labels που ακολουθούσαμε τυφλά. Αγόραζα πχ τους δίσκους της Mute χωρίς να έχω ακούσει κάτι πριν. Ή της Factory. Ή τους δίσκους των Fall, εννοείται ότι τους έπαιρνα χωρίς να τους ακούσω. Πολύ σημαντικά ήταν και τα sessions του John Peel. Μπορεί να βγήκαν μετά σε βινύλια, αλλά θυμάμαι να τα ακούω με κασετοφωνάκι στο χέρι και να τα ηχογραφώ.
Δεν ξέρω αν ήταν σαν κοσμογονία. Ήταν, νομίζω, μια πολύ δημιουργική περίοδος και όχι μόνο στην Αγγλία. Παντού. Και στη Γερμανία και στην Αμερική… Δεν ήξερες τι θα βγει, που θα πάει ο ήχος. Υπήρχαν εβδομάδες που πήγαινα κάθε μέρα σε διαφορετικό λάιβ, συνέχεια εμφανίζονταν νέες μπάντες, κι ας μην έκαναν όλες κάτι σπουδαίο, κι ας διαλύονταν μετά από μία εβδομάδα.
Μπα; Έχει συνδεθεί το όνομά μου με τους Smiths; Γιατί; Είχα γράψει ένα κομμάτι αλλά δεν ήξερα ότι θεωρείται κείμενο αναφοράς; Για να το λες, έτσι θα είναι. Δεν ξέρω…
Πολλές μπάντες που μετέπειτα έγιναν μεγάλες και τρανές, τις παρακολουθούσα από τα πρώτα τους βήματα. Δεν ήταν μόνο οι Smiths. Ήταν και οι Jam. Ήταν και οι Siouxsie and the Banshees. Ήταν και οι Clash φυσικά.
Πριν το 1978 άκουγα ξέρω γω Emerson, Lake & Palmer. Προφανώς δεν ήταν ο πρώτος μου δίσκος το single των Damned. Άσε, δε χρειάζεται καν να πω ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ποτέ. Όλα όμως τα άφησα ξαφνικά όταν αγόρασα το “Anarchy in the UK”. Ακόμη θυμάμαι τι είχε γίνει όταν έδωσαν τη συνέντευξη στον Bill Grundy, που έβρισαν στην τηλεόραση. Την άλλη μέρα ήταν πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες.
Πριν από τους Pistols, που ήταν ντόπιοι για μένα, υπήρξαν και οι Αμερικάνοι, όπως οι Television. Ή η Patti Smith που είχα προλάβει να τη δω δύο φορές πριν βγάλουν κάτι οι Pistols. Ακόμη πιστεύω ότι το Horses είναι ένας δίσκος που θα έπαιρνα μαζί μου σε desert island.
Μόλις βγήκαν οι Pistols τρελαθήκαμε όλοι. Ντυνόμουν κι εγώ με τους φίλους μου με αλυσίδες και τέτοια. Γίναμε όλοι punk.
Αρκετοί θυμούνται εκείνο το κείμενο για το The Wall των Pink Floyd. Τερατούργημα δεν είναι ο δίσκος, αλλά βγήκε το 1979. Εκείνη την εποχή, αμέσως μετά την επανάσταση του punk που ήταν όλα indie, τότε που ήταν από τις πιο δημιουργικές περιόδους στην ιστορία της μουσικής, αυτός ο δίσκος ήταν σαν ανορθογραφία.
Δεν ξεκίνησα να γράφω για μουσική ούτε για να νιώσω κουλ, ούτε για να γνωρίσω μπάντες. Άλλωστε άργησα να κάνω συνεντεύξεις, μου πήρε κάμποσο καιρό. Και τότε η Ελλάδα δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Δεν τους ενδιέφερε ούτε να μου δώσουν τσάμπα δίσκους, ούτε τίποτα. Ας πούμε ότι ξεκίνησα φιλικά, απλώς για να γράψω για τον Αργύρη τον Ζήλο. Όταν είδα ότι ενδιαφέρθηκε το κοινό, ενδιαφέρθηκα κι εγώ και είπα να το συνεχίσω. Και ήθελα να μεταδώσω αυτά που ζούσα, γιατί ήμουν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος.
Έγραφα ό,τι ήθελα, κανείς δε μου έλεγε τίποτα. Ήταν op-ed, σημαντικό αυτό. Βασικά η συνέντευξη μου για να πάρω τη δουλειά ήταν μία ερώτηση: «πόσα ξέρεις;» Ε, τότε εγώ κι ο Χρήστος ξέραμε περισσότερα κι από το Ζήλο, που λέει ο λόγος, και -το κυριότερο- τα ζούσαμε. Οπότε μιλήσαμε λιγάκι με τον Αργύρη και με εμπιστεύτηκε, ότι ήξερα τι έλεγα.
Όσο καιρό ήμουν στον Ήχο δεν είδα ποτέ γράμματα αναγνωστών. Στο Ποπ & Ροκ, όμως, μου τα έστελναν. Έχω μερικά ακόμη. Υβριστικά ήταν συνήθως. Δεν θυμάμαι για ποια κομμάτια μου, εκτός από εκείνο για τους Floyd. Και μάλιστα τα είδα πριν από δυο-τρεις μήνες, σκέφτηκα να τα πετάξω, αλλά είπα «όπα, δεν τα πετάς αυτά».
Έχω κρατημένα όλα τα μουσικά κείμενά μου. Και μάλιστα όχι μόνο έχω αρχείο, αλλά πριν από δυο χρόνια, που σκέφτηκα να τα πετάξω, τα έκανα και scan. Όταν μου ζητήσατε το κείμενο για τον David Bowie, πήρα το scan κι έκανα OCR, μια διαδικασία που παίρνει το scan και το κάνει word. Κάποια στιγμή μου είπαν να βγάλω βιβλίο με όλα αυτά. Δεν πιστεύω ότι θα το πάρει κανένας. Ίσως να τα βάλω στο internet, σε ένα blog, αλλά δε νομίζω ότι έχει νόημα να βγουν σε βιβλίο.
Σταμάτησα να γράφω για μουσική το 1986. Τότε έφυγα από την Αγγλία, πήγα στην Αμερική και ήταν πιο δύσκολα να κρατάμε επαφή. Σκεφτόμουν κιόλας ότι είχα μεγαλώσει για να γράφω για μουσική.
Το άφησα πίσω μου και μπήκα φουλ στο κομμάτι της πληροφορικής. Μέχρι το 86-87 δεν είχα ταξιδέψει πολύ, ξέρω ‘γω Αγγλία, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία. Μετά άρχισα και ταξίδευα πάρα πολύ. Ήμουν IT, πληροφορική δηλαδή, και δούλευα πάντα για τον εαυτό μου, freelance. Δούλεψα ένα χρόνο στο Σαν Φρανσίσκο, μετά γύρισα στην Αγγλία, αλλά από την άλλη μεριά της γης, μέσω Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και τέτοια. Δηλαδή τον έχω κάνει το γύρο της γης μια φορά. Αν πεις ότι έμεινα 12 μήνες στην Καλιφόρνια, μου πήρε 18 μήνες να κάνω το μεγάλο ταξίδι. Και τότε, κάπως άλλαξα. Και μουσικά. Γιατί από τότε άρχισα να ακούω world music. Ώσπου γύρισα στην Αγγλία, άκουσα Happy Mondays, μπήκα στο rave και άφησα το indie. Στη δεκαετία του 90 δεν άκουγα indie music – εντάξει, άκουσα όλα τα brit pop και κάποια μου άρεσαν κιόλας. Όμως οι techno και house δίσκοι που έχω από τα 90s είναι σχεδόν όσοι και οι indie δίσκοι που έχω από τα 80s. Έχω και hard house, και trance, πάρα πολλά. Μέχρι το 2005 έζησα στο φουλ το clubbing στο Λονδίνο.
Αυτό που έγινε στην Αγγλία με το rave στα 90s, είχε την ίδια αίσθηση με αυτό που είχε γίνει με το punk και το new wave. Και πάλι δεν ήξερες τι θα έβγαινε. Όπως παλιά οι μπάντες κλείνονταν σε ένα δωμάτιο, έγραφαν δυο τραγούδια και τα έβγαζαν σε μια κασέτα, έτσι και στα 90s με τον ηλεκτρονικό ήχο δεν ήξερες ποιος θα κυκλοφορήσει αύριο ένα νέο δωδεκάιντσο για να χορέψεις. Γινόντουσαν όλοι DJs, έστηναν dance nights, έκαναν πράγματα. Εγώ ασχολήθηκα τότε με το usenet, που ήταν σαν προάγγελος των social media. Υπήρχαν γκρουπ εκεί. Ένα από αυτά ήταν το UK Music Rave, και ήμουν μέλος. Έχω κι ένα t-shirt από τότε που είναι πολύ σπάνιο. Όλοι αυτοί που γνώρισα από το UMR ήταν DJs, είχαν club nights…ακόμη είμαστε φίλοι.
Δίσκους δεν αγοράζω, γιατί υπάρχει πλέον το Spotify. Μεταξύ μας, σήμερα αν αγοράσεις δίσκους, πόσες φορές τους ακούς; Λίγα λείπουν από το Spotify. Αυτά που θέλεις τα ακούς.
Αν ήμουν μουσικός, όχι, δεν θα μου άρεσε αυτή η νέα κατάσταση. Οι μουσικοί χάνουν από όλα αυτά. Όπως και από την πειρατεία. Κι εσύ έχεις γράψει βιβλίο, κι εγώ έχω γράψει βιβλία, ξέρεις πως είναι, πρέπει να υπάρχει copyright γιατί οι καλλιτέχνες κλαίνε από το κλέψιμο. Πώς δηλαδή να μου αρέσει να μου κλέβουν φωτογραφίες που έχω τραβήξει ο ίδιος για ρεπορτάζ μου; Επίσης για τη μουσική, είμαι τελείως αντίθετος με το piratebay και τα torrents. Δηλαδή πως θα βγάλουν χρήματα οι μουσικοί; Από την πλευρά του καταναλωτή, όμως, τι κακό να πεις για το Spotify; Αφού σου λέω ότι δεν παίρνω πια δίσκους γιατί υπάρχει αυτό.
Έχω αρχίσει και βάζω τους δίσκους μου στο discogs. Μέχρι στιγμής έχω κάνει όλα τα εφτάιντσα. Μόνο 1399 είναι, μη φανταστείς Δεν τα βάζω στο discogs για να τα πουλήσω, αλλά για να τα καταγράψω. Μου αρέσει κιόλας που σου κάνει εκτίμηση της αξίας της συλλογής σου. Μέχρι στιγμής αξίζει αρκετές χιλιάδες…
Εύκολα μπορώ να σου πω ένα top 5 δίσκων, τη desert island list με δίσκους που μπορώ να ακούω συνέχεια χωρίς να βαριέμαι. Υπάρχουν πολλοί άλλοι που είναι καλύτεροι, αλλά εγώ αυτούς ακούω συνέχεια. Βάζω λοιπόν το Horses της Patti Smith. Βάζω το δωδεκάιντσο “Absolutely Fabulous” των Pet Shop Boys. Βάζω Chico Science & Nação Zumbi, ένα βραζιλιάνικο σχήμα που τους έχω πολύ ψηλά. Βάζω το “I want you” των Cabaret Voltaire – είναι ένας από τους δίσκους που θα βάλω όταν έχω κόσμο στο σπίτι για να κάνω εντύπωση, γιατί πολλοί δεν τον έχουν ακούσει. Επίσης το Hex Induction Hour των Fall ακούω πάρα πολύ. Είναι σίγουρα ο καλύτερος τους δίσκος. Ο Morrissey και οι Smiths δεν είναι ανάμεσα σε αυτά που ακούω πολύ, αν και τους εκτιμώ. Θεωρώ ότι όλοι τους οι δίσκοι είναι εξίσου καλοί, δε μπορώ να πω ότι κάποιος μου αρέσει περισσότερο από κάποιον άλλο.
Βλέπω τι γίνεται στη μουσική. Είμαι πχ στη mailing list του NME, κάθε μέρα τσεκάρω το digest που στέλνουν. Μου αρέσει και αυτή η τάση με την ψυχεδέλεια και τις fuzz κιθάρες. Παρακολουθώ αυτά που κάνει το Fuzz Club, ένα αγγλικό label που κάνει και φεστιβάλ με τέτοιες μπάντες από όλη την Ευρώπη. Αλλά γενικά δεν έχω και πολύ χρόνο…
Σε ό,τι έχει να κάνει με την ταξιδιωτική δημοσιογραφία, ξεκίνησα κάπως περίεργα. Πρώτα έγραψα βιβλία, και μετά σε εφημερίδες. Από όλα τα μέρη που έχω πάει, η Βραζιλία μου έχει κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, γι’ αυτό έμαθα και τη γλώσσα. Έχω γράψει δύο βιβλία για τη Βραζιλία, το “Brazil: Life, Blood, Soul” και το “A Wildlife to Brazil” που είναι βασικά για τα οικοσυστήματα και τα εθνικά πάρκα που μπορείς να δεις στη χώρα. Επίσης έχω κάνει το 70% του Michelin Green Guide του Ρίο. Έχω πάει έξι φορές μέχρι σήμερα. Έχω γράψει και κομμάτια, εκτός από βιβλία. Επίσης μου αρέσει πάρα πολύ κι έχω πάει δυο φορές η Νέα Ζηλανδία, την έχω γυρίσει όλη, δεν υπάρχει μέρος που να μην έχω δει, έχω φίλους σε έξι πόλεις. Την πρώτη φορά πήγα όταν σου είπα ότι έκανα το γύρο του κόσμου από την Αμερική με προορισμό την Αγγλία. Έμεινα μόνο εννιά μέρες, γιατί ήθελα πολύ να πάω στην Αυστραλία. Γύρισα το 2006 κι έμεινα εκεί τρεις μήνες.
Πριν από μερικές εβδομάδες είδα τις Savages στο Λονδίνο. Όταν είμαι πίσω δηλαδή, πηγαίνω σε gigs. Και όχι μόνο αυτό. Πηγαίνω και σε clubs για να ακούσω κάποιους DJs. Όχι τόσο συχνά όσο παλιότερα, αλλά εντάξει. Μέχρι το 2010 ήξερα ποιος DJ παίζει που. Τώρα φυσικά έχουν κλείσει τα περισσότερα στην Αγγλία. Ίσως γι’ αυτό να έχω αρχίσει να ξανακούω όλα αυτά τα παλιά indie…
Θυμούνται πολλοί τα δικά μου τα κομμάτια, εγώ όμως δεν τα θυμάμαι τα περισσότερα. Θυμάμαι όμως ένα αφιέρωμα του Ποπ & Ροκ στον Bowie, είχα γράψει σελίδες επί σελίδων και μου άρεσε προσωπικά. Το διάβασα πρόσφατα με αφορμή αυτή τη συνέντευξη. Αν το έγραφα σήμερα θα το άλλαζα. Επίσης μου αρέσει ένα κομμάτι που είχα γράψει σχετικά με την κριτική του ροκ. Με ποια κριτήρια δηλαδή πρέπει να γράφεις κριτικές.
Πάλαι ποτέ η δισκοκριτική είχε άλλο ρόλο. Αν μου πεις για ένα συγκρότημα που δεν ξέρω, θα το ψάξω, θα το ακούσω, μάλλον στο Spotify, και θα αποκτήσω τη δική μου γνώμη. Αυτό πριν από 20 χρόνια δεν θα μπορούσα να το κάνω. Θα έπρεπε να δω μια δισκοκριτική που τουλάχιστον να μου λέει σαν ποιο συγκρότημα είναι. Είναι σαν τους Smiths; Σαν τους Stooges; Σαν τι; Ίσως τώρα που με το internet μπορείς πολύ εύκολα να σχηματίσεις τη δική σου γνώμη, να μη χρειάζεται δισκοκριτική. Ενώ δεν μπορείς να δεις όλα τα φιλμ, ούτε έχεις τόσες ώρες ελεύθερες, ούτε είναι τόσο εύκολο να τα βρεις όλα στο internet, οπότε η σινεκριτική έχει νόημα ακόμη. Αν υπάρχει δισκοκριτική, θα πρέπει να είναι όπως το λες, πιο βιωματική, να βάζει τα πράγματα σε ένα ξεχωριστό, προσωπικό πλαίσιο. Ένα καινούριο angle. Και στο travel journalism δεν είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα, τώρα που βρίσκεις τα πάντα online. Όταν κάνεις ταξιδιωτική δημοσιογραφία έχεις ανταγωνισμό με ολόκληρο το internet. Για την Ουγγαρία, ας πούμε, είχα γράψει ένα στόρι με τίτλο Drinking Bull’s Blood in Hungary’s Valley of the Beautiful Women.
Πάντα προτιμούσα τον Bowie και από τον Iggy και από τον Lou Reed. Αλλά ο Iggy είναι ο Iggy. Αυτός μας έμεινε.