Η Κιβάρα, μια μικρή, επαρχιακή πόλη της Αυστραλίας, μαστίζεται από την μεγαλύτερη ξηρασία του αιώνα, καθώς έχει να βρέξει δύο χρόνια. Τα αγροκτήματα μαραζώνουν, οι ζωές των κατοίκων καταστρέφονται, οι εντάσεις είναι καθημερινό φαινόμενο.
Στα πλαίσια της κατάστασης αυτής, σύμφωνα με την αστυνομία αλλά και την τοπική κοινωνία, δικαιολογείται και η αποτρόπαια πράξη του Λιουκ Χαντλερ, ο οποίος αφού σκότωσε τη γυναίκα και το ένα παιδί του, πήρε και τη δική του ζωή. Μάλλον η πίεση της οικονομικής καταστροφής τον έκανε να ξεπεράει τα όρια.
Ο Άρον Φαλκ επιστρέφει στην Κιβάρα μετά από δεκαετίες, λόγω της κηδείας του πάλαι ποτέ κολλητού του Λιουκ. Όμως, η επιστροφή του αναζωπυρώνει το παρελθόν που ο ίδιος πάλεψε πολύ να ξεχάει, ενώ όπως φαίνεται όλη η Κιβάρα θυμάται ακόμα πολύ καλά.
Όταν ήταν έφηβοι, ο Αρον και ο Λιουκ, η Γκρέτσεν και η Έλι ήταν μια αχώριστη τετράδα. Όμως, μια καταραμένη μέρα η Έλι βρέθηκε πνιγμένη στο ποτάμι, με πέτρες στα ρούχα της και ένα σημείωμα που έγραφε Φαλκ στην τσέπη της. Χωρίς ποτέ να αποδειχθεί η ευθύνη τους, η πόλη κατηγόρησε τον Αρον και τον πατέρα του, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Κιβάρα για πάντα.
Το μόνο που θέλει να κάνει ο Άρον είναι να φύγει από την καταραμένη πόλη, αλλά οι γονείς του Λιουκ του ζητούν να διερευνήσει τα περιστατικά του εγκλήματος που δεν ταίριαζαν με τον χαρακτήρα του. Όμως, αναπόφευκτα η παρουσία του Άρον στην περιοχή φέρνει ξανά στο προσκήνιο και τον θάνατο της Έλι, με τον πατέρα της να πρωτοστατεί στις διαμαρτυρίες εναντίον του.
Παρά τα εμπόδια, η έρευνα του Άρον θα αποκαλύψει την αλήθεια που κανείς δεν είχε φανταστεί και για τα δύο εγκλήματα, καθώς τα πάθη και το βάρος του παρελθόντος είχαν χρησιμεύσει ως το καλύτερο παραπέτασμα.
Η «Ξηρασία» (που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι το πρωτόλειο έργο της Jane Harper. Καθαρόαιμο αστυνομικό, το βιβλίο ακολουθεί τη φόρμα της αναζήτησης της αλήθειας μέσα από το μονοπάτι των ανατροπών, με την ένταση των αποκαλύψεων και την αγωνία να διατηρούνται ως το τέλος.
Όμως, αυτό που κάνει το κείμενο να ξεχωρίζει είναι η πειστική ατμόσφαιρα. Η Harper έχει καθορθώσει να αποδώσει τον επαρχιακό μικρόκοσμο, με τους χαρακτήρες να είναι αυτόνομοι και να εντάσσονται στο γενικό, δύστροπο περιβάλλον. Σαν ένα σύγχρονο γουέστερν, «οι άνθρωποι εδώ είναι σαν τους καρχαρίες, φίλε μου. Ορμάνε στο πρώτο ίχνος αίματος».
Η σκληρή ζωή της κλειστής κοινωνίας που δεν μπορει να προχωρήσει και άρα δεν ξεχνά, χρησιμοποιείται ως αντίβαρο και μέσο ανάδειξης του χαρακτήρα του Άρον, ο οποίος καλείται επιτέλους να αναμετρηθεί με το παρελθόν του που τον κρατάει όμηρο: «κάτι απ’αυτή την άθλια, απελπισμένη κοινότητα είχε εισχωρήσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Κάτι σάπιο, πηχτό και αρκετά μαύρο, ώστε να σβήσει εκείνο το φως για πάντα».
«Η ζωή ειναι δούναι και λαβείν. Το διαμέρισμά του μπορεί να ήταν σιωπηλό και άδειο όταν γύριζε στο τέλος της κάθε μέρας, αλλά δεν τον παρακολουθούσαν περίεργα μάτια που ήξεραν και την παραμικρή λεπτομέρεια γι’αυτόν. Οι γείτονές του δεν τον έκριναν, ούτε τον παρενοχλούσαν, διαδίδοντας φήμες για την οικογένειά του. Δεν άφηναν κουφάρια ζώων στο κατώφλι του. Τον άφηναν στην ησυχία του».
Μεστό, μετρημένο και χωρίς να ξεχνάει τον στόχο του, το βιβλίο της Harper δίκαια γνώρισε την επιτυχία, η οποία θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη τώρα που ο Αρον Φαλκ θα βρεθεί και στις κινηματογραφικές οθόνες.