—
Υ Σ Τ Ε Ρ Ι Α
του Τ.Σ. Έλιοτ
—
Καθώς αυτή γελούσε ήξερα πώς στροβιλιζόμουν μες στο γέλιο της κι ότι γινόμουν μέρος του, ώσπου τα δόντια της ήταν τυχαία μόνον άστρα μ’ ένα ταλέντο ασκήσεων αποσπάσματος. Ήμουν εξαντλημένος με άναρθρες μικρές κραυγές, εισπνεόμουν σε κάθε στιγμιαία διάσωση, χαμένος τέλος μες στις σκοτεινές σπηλιές του λάρυγγά της, απ’ τον κυματισμό μυώνων αοράτων. Το γηραλέο γκαρσόνι με χέρια που έτρεμαν άπλωνε βιαστικά ένα τετραγωνισμένο ροζ και άσπρο ύφασμα πάνω στο σκουριασμένο πράσινο του σιδερένιου τραπεζιού, μιλώντας: «Αν η κυρία κι ο κύριος επιθυμούν να λάβουν το τσάι τους στον κήπο, αν η κυρία κι ο κύριος επιθυμούν να λάβουν το τσάι τους στον κήπο…» Απεφάνθην πως αν ο τρόμος των βυζιών της σταματούσε, θα μαζεύονταν κάποια υπολείμματα του απογεύματος και μ’ άκρα ευλυγισία έστρεψα την προσοχή μου προς αυτό το τέλος.
«Άπαντα τα ποιήματα», Τ.Σ. Έλιοτ, μετάφραση Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος.