Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου το ‘38. Στο Δημοτικό οι περισσότεροι συμμαθητές του πήγαιναν σχολείο ξυπόλητοι. Εκείνος είχε παπούτσια, αλλά στις αρχές του ’50, πάνω στην εφηβεία του, η πενία τον είχε επισκεφτεί πια «αυτοπροσώπως».  Μέχρι σήμερα, η Ερμούπολη είναι η μία από τις δύο του μεγάλες αγάπες. Η άλλη είναι τα καφενεία, τα οποία επισκέπτεται από έφηβος. «Τόπος περισυλλογής» εξηγεί. «Μου αρέσει να κάθομαι σε αυτά τα λαϊκά καφενεία, που βλέπουν το δρόμο. Δεν θέλω τοπία, θέλω να παρατηρώ τους περαστικούς. Να μιλάνε και να μην καταλαβαίνω τι λένε». Από μικρός επίσης γοητευόταν από τις ωραίες λέξεις. Μια παλιά λέξη με πολλά άλφα που θα βρει καταχωνιασμένη σε βιβλίο ή θα πάρει κάπου το αυτί του είναι αιτία για τραγούδι.  «Άκουγα τη γιαγιά μου να μιλάει και ως βλάκας που ήμουν (από πάντα ήμουν βλάκας), τη διόρθωνα. Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι αυτές οι φράσεις που έλεγε ήταν ατόφιες στον Ερωτόκριτο. Έλεγε ας πούμε “οι κόρδες της κιθάρας”, ή κάιλα της ψυχής μου, ή τη λέξη «σκότεινος», με τον τόνο στο όμικρον. Θυμάσαι τι λέει ο στίχος μου; “Κι από μια πόρτα χαμηλή/ κι από μια σκότεινη αυλή”».

Με τα τραγούδια, τη δεκαετία του ‘70, έβγαλε καλά λεφτά. «Ο “Άγιος Φεβρουάριος” πούλησε πολύ, το ίδιο και η «Θητεία» του Μαρκόπουλου, επίσης τα τραγούδια με τον Μικρούτσικο, αλλά κυρίως με τον Θεοδωράκη, του οποίου οι δίσκοι μεταπολιτευτικά έγιναν ανάρπαστοι και κάθε ένας είχε δυο-τρία δικά μου. Ήταν η Χρυσή Εποχή, όπου είχες ένα καλό ποσοστό και εισέπραττες ένα σεβαστό ποσό». Με τα χρήματα αυτά -οικογένεια δεν είχε-, αγόραζε τόνους βιβλίων, τα οποία τώρα προσφέρει ως δωρεές. «Έχω χαρίσει 150 στο Δημοτικό σχολείο της Σύρου που πήγαινα, 400 στο Ιστορικό Αρχείο Παλαμά και Καβάφη, καμιά πεντακοσαριά στην Αστυπάλαια…». Όσοι τον έχουν επισκεφτεί στο σπίτι, ξέρουν πολύ καλά πως δεν πρόκειται να φύγουν από ‘κει με άδεια χέρια. Πέρα από βιβλία χαρίζει ρούχα, κηροπήγια, στίχους να μελοποιήσεις – οτιδήποτε καταλάβει πως θα σου αρέσει.

POP_L1008721

Μοιραία, η κουβέντα μας καταπιάνεται με την περιρρέουσα μιζέρια. Στην προηγούμενη συνέντευξή μας, προ πενταετίας, με είχε ρωτήσει αν πληρώνομαι για τη δουλειά που κάνω και η ερώτηση φάνταζε αφελής…  Ο ίδιος, προς το παρόν, τα βγάζει πέρα: «Παίρνω μια σύνταξη 700 ευρώ. Το ενοίκιο στο σπίτι που μένω είναι 550. Αν δεν είχα την εκπομπή στον 9,84, τα βιβλία και τα τραγούδια μου, θα ήταν ζόρικα τα πράγματα. Με τρόμο σκέφτομαι πώς ζούνε η άνθρωποι που παίρνουν μόνο μια ψευτοσύνταξη». Μολονότι κάθε άλλο παρά δεξιός είναι, όπως στους στίχους του έτσι και στη ζωή, ο λόγος του δεν μοιάζει με κείμενο του Ριζοσπάστη. «Δεν ξέρω αν ελπίζω στην Αριστερά» παραδέχεται. «Στο ΚΚΕ σίγουρα όχι, είναι φτιαγμένο για να είναι πάντα αντιπολίτευση. Πρέπει μια και καλή να αναλάβει κάποτε να κάνει μια γερή αυτοκριτική, για ό,τι δεν έκανε και ό,τι έκανε κατάπτυστο. Διαβάστε ιστορία, αυτό είναι εμένα το ευαγγέλιό μου… Στον ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, ελπίζουν πολλοί. Εγώ δεν ξέρω, δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω, βλέπω όμως πολλούς νέους να στρέφονται προς τα ΄κει. Πάντως ο κόσμος πρέπει να ταρακουνηθεί από σοβαρούς ανθρώπους. Δεν μπορώ να βλέπω μια ζωή μπαλκόνι, να βγαίνουν στα μπαλκόνια δηλαδή και ο ένας να καταριέται τον άλλον. Θέλω να πούνε πέντε πράγματα σωστά. Που να γίνονται! Γιατί αν πεις ότι θα καταργήσεις το χρέος, είσαι ηλίθιος».

Αν κάτσεις να το σκεφτείς, ο Ελευθερίου ήταν πάντα ο στιχουργός των ταπεινών και καταφρονημένων που δεν βρήκαν στήριγμα ούτε στον έρωτα, ούτε στα κόμματα, ούτε πουθενά. Στις μουσικές της σφιγμένης γροθιάς του Θεοδωράκη, εκείνος καταπιανόταν περισσότερο με το ατομικό παρά με το συλλογικό. Έγραφε «ποιος τη ζωή μου/ ποιος την κυνηγά», ή «το δέμα το ‘λαβα προχθές/ να μην ξοδεύεστε πολύ». Ήταν, με άλλα λόγια, ο πιο ουσιαστικά ανθρώπινος και προσγειωμένος απ΄ όλους. Καταπιανόταν δε με γεγονότα της ελληνικής ιστορίας τα οποία έκανε να μοιάζουν σημερινά: Στον «Άγιο Φεβρουάριο», όπου ασχολήθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε κάνει να ταυτιστείς με το δράμα ακριβώς επειδή δεν το στριμώχνει σε ένα χρονικό πλαίσιο («αυτά τα τραγούδια δεν είναι η ιστορία της Σμύρνης, αναφέρονται σε κάτι οριστικά χαμένο-σαν τη Σμύρνη» αποσαφηνίζει χαρακτηριστικά στο σημείωμα του δίσκου). Στη δε «Θητεία», ενώ έγραφε «τρέχω στα βουνά – το καριοφίλι μάνα μου», οι στίχοι του λειτουργούν απόλυτα και σαν αλληγορίες για την οικονομική κρίση του σήμερα.  Την ίδια περίοδο βέβαια, του αναφέρω, ο Σαββόπουλος κατέθετε κάτι που φαινόταν πιο «παγκόσμιο» και πιο ελεύθερο εκφραστικά, τουλάχιστον ως προς τη φρασεολογία.«Ο Σαββόπουλος έγραφε για τον εαυτό του και μπορούσε να γράφει ότι θέλει» με αντικρούει. «Και έκανε βέβαια φοβερά πράγματα, ιδίως στο αριστούργημά το, το “Βρώμικο Ψωμί”. Έχεις υπ’ όψην σου ότι μου έχουν απορρίψει εκατοντάδες τραγούδια; Τους έδινα μοντέρνα πράγματα. Δεν τα καταλαβαίνανε. Λέγανε “α, μαλακίες”. Αν διαβάσεις τα δύο τελευταία τραγούδια σ’ αυτή τη συλλογή των στίχων μου, νομίζω πως με αυτά μπορώ να έχω διάλογο με τους νέους ανθρώπους. Τώρα έχω δώσει σε έναν νέο συνθέτη τραγούδια να τα κάνει ροκ. Το θέλω αυτό. Βέβαια, καθένας που γράφει, δεν μπορεί να απευθύνεται σε όλους».

 Έχω κλάψει επίσης ακούγοντας τραγούδια. Ήμουν στρατιώτης όταν άκουσα τα τραγούδια του Θεοδωράκη πάνω στα ποιήματα του Σεφέρη και αναστατώθηκα, κυριολεκτικά. Περνούσα τότε τρόμους και φαντασιώσεις κι όταν άκουσα το Μπιθικώτση, βρέθηκα στο μεταίχμιο ενός κόσμου που έφευγε και ενός καινούριου που ερχότανε

Όχι ότι δεν έκανε προσπάθειες να “εκμοντερνιστεί” κατά καιρούς… Τη δεκαετία του ’80 έγραψε στίχους όπως «εσύ δεν είσαι γκόμενα/είσαι από τα φαινόμενα». Προς τιμήν του, στο βιβλίο δεν τους αφήνει απ’ έξω. Και είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον -δεδομένου ότι τα σπουδαία του τραγούδια είναι ήδη γνωστά- καλογραμμένες καταθέσεις μιας πιο ανάλαφρης πλευράς που κουβαλάμε λίγο-πολύ όλοι. Χρόνια αργότερα, η συνεργασία με τον Ψινάκη επικρίθηκε από την πλειοψηφία του κόσμου ως ό,τι πιο αψυχολόγητο στον κόσμο των σύγχρονων γραμμάτων και τεχνών. «Έκανα ένα happening, voμίζω πως το δικαιούμαι» λέει σήμερα, «δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε…» Θέλει να αλλάξει θέμα, αλλά επιμένω. «Υπάρχουν ορισμένοι που ασχολούνται μαζί σου μόνο στο στραβοπάτημα, στο λεκέ. Κάποιοι δε με συγχώρεσαν και καλά έκαναν αν τους πλήγωσα πια τόσο, αλλά πέρα από τους φίλους μου, δεν ήρθε να μου πει κανένας τίποτα. Όλα στα μουλωχτά». Άραγε η υπερέκθεσή του μέσα τις εκπομπές όπως του Θέμου ή του Σπύρου Παπαδόπουλου τον απασχόλησε ποτέ; «Ναι. Δεν έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά. Εγκυμονούν κινδύνους. Ο κόσμος σε βαριέται».

Από τις προσωπικότητες που έχει γνωρίσει, χωρίς δεύτερη σκέψη ξεχωρίζει τον Τσαρούχη: «Αγαπούσε τους ανθρώπους… Μια φορά ήρθε στην παρέα μας ένας νέος με σπασμένα φτερά, φαινότανε το παιδί, είχε ξεμείνει από χρήματα. Ο Τσαρούχης λοιπόν πήρε έναν πίνακα που είχε ζωγραφίσει εκείνο το πρωί, τηλεφώνησε μπροστά μας σε μια κυρία και έστειλε το παιδί να της το πουλήσει και να κρατήσει τα λεφτά. Σαράντα χιλιάδες, τότε». Τον ρωτάω ποιο είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχει δει ποτέ και ενώ άλλοι δυσκολεύονται να απαντήσουν, εκείνος μιλάει για ώρα: «Θυμάμαι μια φορά που με πήραν τα κλάματα όταν είδα από κοντά την Αποκαθήλωση του Ελ Γκρέκο. Έχω δει επίσης μεγάλες παραστάσεις στο θέατρο, τραγωδίες, στα νεανικά μου χρόνια. Είχα φίλο ένα σπουδαίο άνθρωπο στο Εθνικό Θέατρο, τον Άγγελο Τερζάκη, που μου είχε δώσει το δικαίωμα να μπαίνω από την πίσω πόρτα χωρίς να πληρώνω. Ορισμένα έργα τα είδα και πέντε και έξι φορές. Δεν είχα πού να πάω και πήγαινα στο θέατρο… Έχω κλάψει διαβάζοντας σπουδαία έργα. Και ελλήνων και σύγχρονων και παλαιοτέρων. Έχω κλάψει επίσης ακούγοντας τραγούδια. Ήμουν στρατιώτης όταν άκουσα τα τραγούδια του Θεοδωράκη πάνω στα ποιήματα του Σεφέρη και αναστατώθηκα, κυριολεκτικά. Περνούσα τότε τρόμους και φαντασιώσεις κι όταν άκουσα το Μπιθικώτση, βρέθηκα στο μεταίχμιο ενός κόσμου που έφευγε και ενός καινούριου που ερχότανε». Έξω από την τέχνη, με γοητεύουν οι ωραίοι άνθρωποι. «Βλέπω καθημερινά ανθρώπους που, πώς να το πω, εκλύουν μία αύρα. Αν πας στο σούπερ-μάρκετ, θα δεις πενήντα ανθρώπους. Μέσα σ’ αυτούς, υπάρχει πάντα μια κυρία που είναι κάτι άλλο από τους υπόλοιπους».

Κάπου εδώ σταματάω, γιατί νιώθω πως έχει κουραστεί. Πατάω το stop στο μαγνητοφωνάκι, με κοιτάζει στα μάτια και χωρίς καθυστέρηση πετάει την καλύτερη ατάκα του απογεύματος: «Είσαι για ένα ουίσκι;». Δέκα λεπτά μετά, έχει φορέσει την καμπαρντίνα με την τραγιάσκα του και ένα ταξί μας περιμένει απέξω.

H συλλογή των στίχων του Μάνου Ελευθερίου «Τα λόγια και τα χρόνια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Η παρουσίασή του βιβλίου θα γίνει την Τετάρτη 11/12 στο βιβλιοπωλείο Ιανός (Σταδίου 24) στις 20.30.

1 2