—
Υ Π Ν Ο Υ Δ Α Κ Ρ Υ Α
του Ιωάννη Γρυπάρη
—
Mπρόβαλε μέρα λιβανή κι ονειροξεδιαλύτρα
να διώξης τα ησκιώματα του ύπνου από κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε την υπνοφαντασιά μου,
που ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα.
Γιατί νεκρούς, γιατί χλωμούς σαν μαραμένα κίτρα,
μες στα παράξενα πολύ και άγρια πολύ όνειρά μου,
είδα και τους πενήντα γυιους του παλαιού Πριάμου
και την Eκάβη επάνω τους βουβή μοιρολογήτρα.
Δάκρι δεν είχε στο στεγνό γεροντικό της μάτι
και ―μόσχον αξεθύμαστο― τον πόνο της εκράτει
μέσα στα στήθια της κλειστόν απ’ τους παλιούς τους χρόνους.
Mα εσύ, καρδιά μου, πέτρινη για τα δικά σου πάθη,
δάκρια αρχινάς στον ύπνο σου να χύνης γι’ άλλου πόνους
σαν σταλαχτίτες του γκρεμνού απ’ της σπηλιάς τα βάθη!
από το Σκαραβαίοι και τερρακόττες, I. N. Σιδέρης χ.χ.