Nymphomaniac Μέρος 1ο****1/2*
Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ
Πρωταγωνιστούν: Σαρλότ Γκένσμπουργκ, Στέλαν Σκάρσγκορντ, Σία Λαμπέφ
Διάρκεια: 124’
Ένα χρόνο τώρα, τα «τιτιβίσματα» πληθαίνουν απ’ όλες τις μεριές σχετικά με το τι θα γίνει με το Nymphomaniac. Θα ‘ναι στυλιζαρισμένο πορνό γεμάτο μπούρδες για να φανεί ψαγμένος; Θα ‘ναι αριστούργημα που θα δείξει πως ο Τρίερ είναι ένας από τους τελευταίους Μεγάλους; Θα ανάψουμε; Θα κλάψουμε; Θα μουτζώσουμε; Προκαταλήψεις πριν καν κυκλοφορήσει, «ακόμα δε γεννήθηκε, Γιάννη τον είπαμε», είτε μειωτικές (κυρίως), είτε υμνητικές ως προς την ικανότητα του ιδιόρρυθμου Τρίερ να κάνει τους πάντες να μιλάνε για την πάρτη του.
Η ξενέρα της κατάτμησης της σχεδόν εξάωρης καταβύθισης στη σωματική και ψυχική ασέλγεια της Τζο σε ένα τετράωρο και διμερές έργο δημιούργησε δυσφορία στους σινεφίλ κύκλους. Λογικό αν αναλογιστούμε πως, παρά την όποια θέλησή του να σοκάρει, ο Τρίερ έχει επίγνωση του τι θέλει να κάνει. Ακόμα και η έγκριση του ίδιου πάνω στο τελικό «κόψιμο» δε στάθηκε αρκετή για να κατευνάσει την περιέργεια του τελικού αποτελέσματος. Και τώρα που το είδαμε, έστω και «λογοκριμένο», τι συμπεράναμε για το πρώτο μέρος του Nymphomaniac;
Η νυμφομανής Τζο βρίσκεται από τον πράο Σέλιγκμαν ξυλοκοπημένη σε ένα στενό. Θα την πάρει σπίτι του και θα την περιθάλψει, χωρίς να έχει (εμφανείς) σκοπούς. Εκείνη θα του εξιστορήσει τα βιώματά της, τα οποία είναι άρρηκτα δεμένα με το σεξ, από την ηλικία των δύο χρόνων μέχρι και την ημέρα που ο Σέλιγκμαν τη βρίσκει. Την εφηβική επανάσταση κατά του βαρετού συναισθηματισμού και την υποτιθέμενη πρώτη εισβολή του έρωτα στην ψυχή της. Τα διάφορα ευτράπελα και την κατάθλιψη που κρύβεται πίσω από τις πράξεις της. Θα προσπαθήσει να την παρηγορήσει μέσα από έναν σχεδόν ντεσαντικό διάλογο περί φύσης, ψυχολογίας και ηθικής. Που θα καταλήξει αυτή η τυχαία γνωριμία; Υπάρχει σωτηρία όταν το μόνο συναίσθημα που μπορείς να νιώσεις είναι ο αντανακλαστικός οργασμός;
Ο Τρίερ χώνει τον καθέναν από εμάς (ίσως εντονότερα από τα άλλα δύο πρόσφατα έργα του) στο απέλπιδο σύμπαν παραίτησης που απασχολεί την Τριλογία της Κατάθλιψης. Μιας κατάθλιψης όχι εσωτερικευμένης και γραφικής, μα ρεαλιστικής και σωματικής. Ένα σώμα που αφήνεται στην τύχη και δέχεται αφιλτράριστα τα υπόλοιπα σώματα να το παραβιάσουν, που νομίζει ότι έχει τον έλεγχο ενώ παθητικά ζητάει κάτι που δεν μπορεί να προσεγγίσει στο ελάχιστο. Μια καθημερινότητα που οι πάντες, πλην των βασικότερων πρωταγωνιστών, παραμένουν ανώνυμοι καθώς δεν έχουν σημασία και διάρκεια. Γεννητικά όργανα, στόματα, σάρκα, σωματικά υγρά, εντυπώσεις συστηματικά φευγαλέες. Μια φρούδα αναζήτηση του έρωτα ως μυστικού συστατικού που θα δώσει το νόημα στην εξίσωση.
Με ποια μέσα θα εκφράσει αυτή τη δυστοπία, λοιπόν, ο ιδιοφυής δημιουργός; Θα μπουκώσει την ταινία στις φιλοσοφικές και αισθητικές υπερβολές, κοροϊδεύοντας κατάμουτρα τις δήθεν «βαθιές» ταινίες, αναφέροντας από βιολογία και μαθηματικά μέχρι μουσική και κοινωνική σημειολογία, φορτώνοντας το κάδρο του με λέξεις και αριθμούς για να τα κάνει να φανούν στείρα επιστημονικά. Θα απεικονίσει με επιμονή και ανορθόδοξη σκηνοθεσία τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών, αγγίζοντας επίπεδα απαράμιλλης αισθητικής. Θα χρωματίσει το χιούμορ του με κάρβουνο, αφενός για να υπάρχει και μια πιο fun πλευρά και αφετέρου για να συμβάλλει επιπλέον στην αποστασιοποίηση από οτιδήποτε καθιερωμένο και φιλόξενο (το τρίτο κεφάλαιο με την Ούμα Θέρμαν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα).
Και, φυσικά, θα μας προσφέρει όσο σεξ μπορεί να κάνει και τον πιο σεξουαλικά ασυγκράτητο να βαρεθεί. Υποθέτω ότι δεν το δείχνει σε όλο του το «μεγαλείο», όπως θα γίνεται στην uncut έκδοση της ταινίας, μα και με αυτόν τον τρόπο εισπράττουμε σε ικανοποιητικό βαθμό μια σαφή αιτιολόγηση του τίτλου της ταινίας. Διείσδυση, αυνανισμός, στοματικό, φετιχιστικά παιχνίδια, όλα είναι εκεί με έναν αρχικά ερεθιστικό μα εν τέλει καθόλου αισθησιακό, μάλλον στεγνό τρόπο. Και αυτό αποτελεί ίδιον του Τρίερ: αρχικά μας σοκάρει (όταν έχουμε την πρώτη επαφή), μετά μας ερεθίζει (όταν οι καυλάντες συνεχίζονται), μέχρι να μας περάσει η οποιαδήποτε απεικόνιση του σεξ πλήρως αδιάφορη. Ακριβώς η οπτική της πρωταγωνίστριας· από την αρχική έξαψη περνάμε σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, το οποίο θα καταλήξει μέρος μιας μηχανικής και αδιάφορης ρουτίνας, στο οποίο η Τζο προσομοιώνει δίχως να ενστερνίζεται όποιο συναίσθημα δεν συγγενεύει με τη σεξουαλική πράξη.
Αν ήταν κομμάτι μουσικής θα ήταν το My Orifices Await Ravaging των Gnaw Their Tongues, remixαρισμένο από τον Burial Hex, ο οποίος θα καθόταν στο εκκλησιαστικό όργανο του Μπαχ. Αν πάτε να δείτε τσοντούλα θα χαρούν λίγο τα ματάκια σας, μα χάνετε το πυκνό, δυσάρεστο νόημα που ενυπάρχει σε κάθε λέξη που ο σαμαρείτης Σέλιγκμαν και η πάσχουσα και αυτοκαταδικασμένη Τζο ανταλλάσσουν ενώ αυτή σκοτώνει κομμάτι-κομμάτι τη ψυχή της. Με ανυπέρβλητη αισθητική και κατήφες νόημα, όπως μόνο αυτός ξέρει να προσφέρει, επανέρχεται για να δικαιώσει τους πιστούς του ο Τρίερ, δημιουργώντας ένα αριστούργημα.
Ο μόνος λόγος που απέχει από το να χαρακτηριστεί τέλειο είναι γιατί αποτελεί το πρώτο μέρος ενός κομμένου δίπτυχου. Μόνο όταν το δούμε στην πλήρη μορφή του θα μπορέσουμε να κατασταλάξουμε στο αν αποτελεί παντοτινό πετράδι ή μια πολύ καλή στιγμή του. Το δεύτερο και καταληκτικό μέρος αναμένεται με μεγάλη αγωνία, αν και αναμφισβήτητα και εκτός απροόπτου, αυτή είναι η ταινία της χρονιάς, ακόμα και χωρίς να έχουμε δει το τέλος της ή να την έχουμε δει ολόκληρη.
Στην επόμενη σελίδα: Εγώ, ο Εαυτός μου και η Μαμά