Το Μικρό Ψάρι ***1/2**
Ελλάδα, Γερμανία, Κύπρος, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Μουρίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Πέτρος Ζερβός
Διάρκεια: 137’
Ο αποφυλακισθείς Στράτος δουλεύει τα βράδια σε ένα αρτοποιείο για να εξασφαλίσει τον άρτο τον επιούσιο. Στο φως της μέρας, όμως, εκτελεί επί πληρωμή τους στόχους που του ανατίθενται από τον Μπογιατζή. Ο λόγος: χρειάζεται αρκετά λεφτά προκειμένου να εξασφαλίσει τα μέσα για την απόδραση του προστάτη του, Λεωνίδα, που τον πήρε κάτω από τη φτερούγα του όσο καιρό εξέτιε την ποινή του στη φυλακή. Σε συνεργασία με τον αδερφό του Λεωνίδα, Γιώργο, προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο που θα χαρίσει με σιγουριά στο Λεωνίδα την ελευθερία του, ενώ παράλληλα μάχεται για να ξεφύγει από τις ασφυκτικές πιέσεις ενός άλλου νονού της νύχτας που τον θέλει να δουλεύει για πάρτη του. Θα μπουν όλα σε μια ασφαλή τροχιά ή στη γωνία υπάρχει κάποιος που γελάει με την άγνοια του ολιγόλεκτου Στράτου; Πολύ ενδιαφέρον το νέο πόνημα του Οικονομίδη, μα θα μπορούσε να είναι συντομότερο.
Η καλτ φήμη του Γιάννη Οικονομίδη στην κινηματογραφία της χώρας μας είναι αδιαπραγμάτευτο. Οι ατάκες των δύο πρώτων ταινιών του έχουν αποκτήσει μυθικό στάτους, περνώντας κατά κάποιον παράδοξο τρόπο στην στρατόσφαιρα της αργκό. Ακόμα αναρωτιόμαστε τι θα κάνει με τη Λίντα ο Βαγγέλης και επιμένουμε στην προσεκτική τοποθέτηση των ντουί σε ηλεκτρικές συσκευές για να μην έχει παράπονα ο πελάτης. Πέρα από την πλάκα, όμως, είναι ένας σκηνοθέτης χαρακτηριστικός, με αναγνωρίσιμη γραφή και το δικό του, ιδιαίτερο τρόπο διερεύνησης της ακραίας ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες κοινωνικές εκφάνσεις. Από κάποιους το στιλ του θεωρείται γελοίο και επιτηδευμένο (ίσως λόγω του έντονου και άμετρα προσβλητικού λεξιλογίου του) μα για τους υπόλοιπους που αυτά τα αφήνουν στην άκρη, ο αντίκτυπος της έντασης των σεκάνς του είναι αποσβολωτικός.
Ο Μαχαιροβγάλτης, η προηγούμενή του ταινία, τον βρήκε σε μια προσπάθεια αποφυγής της μανιέρας των διαρκώς αλαλαζόντων υβριστών με την υιοθέτηση ενός πιο συγκρατημένου, αν όχι ακαδημαϊκού, στυλ αλλά, εν τέλει, δεν κατάφερε να αποκτήσει το κύρος των δύο προηγούμενων. Τέσσερα χρόνια μετά, η επιστροφή του με Το Μικρό Ψάρι πραγματοποιείται για να λύσει τις απορίες που σχετίζονται με το αν θα καταφέρει να εξελίξει τη σκηνοθεσία του, τελειοποιώντας αυτό που άρχισε το 2010.
Αν ο Μαχαιροβγάλτης υπήρξε, τελικά, μια άσκηση ύφους, η άσκηση αυτή ολοκληρώνεται στο Μικρό Ψάρι. Χρησιμοποιώντας τα γνώριμα χαρακτηριστικά του, ο Οικονομίδης υιοθετεί μια ακαδημαϊκή νουάρ τροπή στη λήψη των πλάνων του με επιτυχημένα αποτελέσματα. Λογικό εφ’ όσον στη συγκεκριμένη ταινία η πλοκή δεν αφορά αποκλειστικά σε αποσπασματικά γεγονότα μιας άχρωμης ζωής, μα σε μία συγκεκριμένη υπόθεση με αρχή, μέση και τέλος να χρειάζεται μια προσέγγιση ελάχιστα πιο καθιερωμένη. Τα πλάνα αντιστοίχισής του, τα γενικά τοπογραφικά και τα παιχνίδια με το μοντάζ είναι ακόμα εδώ, μα ανάμεσα σε αυτά παρεμβάλλονται και τεχνικές που θα μπορούσαν να υπάρχουν και σε οποιαδήποτε συμβατική ταινία, όπως τα πλάνα παρακολούθησης, η μεγαλύτερη (όχι διαρκής) κίνηση της κάμερας, μα και η χρήση της μουσικής του Μπάμπη Παπαδόπουλου σε βωβά μέρη διακρίνουν τον Οικονομίδη όχι ως ξεπουλημένο που ξέμεινε από ιδέες, μα ως ένα δημιουργό που αρχίζει να τελειοποιεί το ύφος του, ενώ τα χρώματά του πρώτη φορά φαίνονται τόσο αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, ακόμα και αν ανήκουν σε έναν χαώδη και αφιλόξενο κόσμο. Και αν, ας πούμε, δεν έχει αυτή την πρωτοτυπία του Σπιρτόκουτου, αντιθέτως έχει αφήσει τα σημάδια του παρελθόντος του να ωριμάσουν μέσα του και τα χρησιμοποιεί κατά βούληση σε ένα διαφορετικό πλαίσιο.
Το λούμπεν στοιχείο εδώ και οι σχεδόν κωμικές εκφράσεις που οι περιθωριακοί του πρωταγωνιστές εκστομίζουν, παραμένουν ενεργά. Το αδιάκοπο μπινελίκωμα, η επιμονή σε μια επαναλαμβανόμενη αργκό και η περιστασιακή βίαια κινητικότητα δεν φαίνονται τόσο κουραστικά όσο θα περίμενε κανείς από ένα σκηνοθέτη του οποίου είναι η τέταρτη ταινία με τα συγκεκριμένα σημεία παρόντα. Στο περιθωριακό σχήμα που ενυπάρχουν φαίνονται άλλοτε ξεκαρδιστικά (οριακό άγγιγμα της μαύρης κωμωδίας) και άλλοτε αφόρητα επίπονα. Δε θα μπορούσε να μιλήσει διαφορετικά ένας απλός λαϊκός τύπος μέσα στην τρέλα του, χύμα και τσουβαλάτα είναι ο μόνος τρόπος. Ο Οικονομίδης ξέρει πώς να το κάνει (και έχει τη βοήθεια άλλων τεσσάρων ατόμων στη συγγραφή του σεναρίου) και εν τέλει ξεφεύγει από τον άδικο για την περίπτωσή του χαρακτηρισμό της αυτοεπανάληψης.
Ταυτόχρονα, εκφράζει και τις ανησυχίες του για το περιθώριο, το οποίο αντί να ωθεί στην αλληλεγγύη, καταλήγει στο καλντερίμι της αποθράσυνσης. Οι πράξεις των πρωταγωνιστών που αποσκοπούν στην επιβίωσή είναι πραγματικές γροθιές στο στομάχι, μα τουλάχιστον δεν προσπαθεί να αντιπροτείνει τη συμβατική έμμισθη ζωή ως χρυσή οδό, και αυτή έχει τα θανατηφόρα φίδια της. Και αν δε μπορούμε να δεθούμε πλήρως με τα παθήματα του πρωταγωνιστή, είναι επειδή δεν υπάρχουν περιθώρια για συγκίνηση όταν σε έναν κύκλο βίας καταφέρνεις να παλεύεις για το καλύτερο. Επιλογή, όχι ρομαντικός ιδεαλισμός, αυτή είναι η γνώμη του Οικονομίδη.
Μέχρι στιγμής, το Μικρό Ψάρι αποτελεί την ωριμότερη δουλειά του σκηνοθέτη. Σίγουρα πιο κατασταλαγμένη, μπορεί να πει μεγάλα πράγματα σε ένα ευρύτερο φάσμα ανθρώπων με έναν αμεσότερο τρόπο. Το αν θα το θυμόμαστε εξίσου έντονα με το Σπιρτόκουτο θα το αποδείξει ο χρόνος, σίγουρα όμως θα υπάρχει η ανάμνηση του περάσματος του Οικονομίδη από το δράμα δωματίου στον απειλητικό έγχρωμο έξω κόσμο.