Flashback #1
Πρέπει να ήταν το 1979 ή το 1980. Ίσως και παλαιότερα. Ο πατέρας μου με έχει πάρει μαζί του σε θερινό σινεμά, που έχει κλείσει εδώ και καιρό. Tο όνομά του μου διαφεύγει, στην οδό Αντιφίλου ήταν, στα Ιλίσια, μερικά τετράγωνα παρακάτω από εκεί που μέναμε. Το σκηνικό της εισόδου ήταν λίγο κοινότοπο. Ένα ταμείο, κάποια σκαλάκια δεξιά που οδηγούσαν σε δύο βαριές σκούρες κουρτίνες. Πίσω τους, μια αυλή με χαλίκι και οι σιδερένιες καρέκλες με το πλαστικό κορδόνι . Κάποιοι από τα γύρω μπαλκόνια χαζεύανε και αυτοί λίγο στα μουλωχτά. Από την ταινία το μόνο που μου αποτυπώθηκε ήταν ένα μονότονο άγριο τοπίο σε χρώμα σκουριάς που ρόδιζε που και που. Και ένα ωραίο γυναικείο μπούστο τυλιγμένο σε τζήν πουκάμισο. Μετά από χρόνια συνειδητοποίησα ότι ήταν το Zabriskie Point του Αντονιόνι. Από τότε την ταινία την έχω δεί και άλλες φορές. Ωστόσο πάντα αναζητώ αυτή την παιδική ανάμνηση, την αίσθηση του τοπίου και την ανάμνηση του μπούστου που ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον κινηματογράφο, και η πρώτη μου γνωριμία με το θερινό σινεμά επίσης.
Flashback #2
Καλοκαίρι. Δίνω πανελλήνιες και μια ημέρα πριν γράψω έκθεση, αποφασίζω να πάω να δω καμιά ταινία για να χαλαρώσω λίγο. Πήγα τελικά στο ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ, ένα ωραίο σινεμά που βρισκόταν στο Ηράκλειο, σε μια περιοχή που την αποκαλούσαν Ρομαντική γωνιά. Μια αλάνα με γιασεμιά γύρω γύρω, στις καρέκλες λιγοστά ζευγάρια και η γνωστή πιτσιρικαρία που ρουφούσε αναψυκτικά με θόρυβο ή έτρωγε παγωτά. Είδα το Καζαμπλάνκα. Τα δακρυσμένα μάτια της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, το «θα έχουμε για πάντα το Παρίσι» του Μπόγκαρτ. Ένα νουάρ που για κάποιο λόγο όλοι οι άνθρωποι είναι σε λάθος θέση, αλλά που προσπαθούν να κάνουν (και το κατορθώνουν) το σωστό. Η Καζαμπλάνκα έγινε νοητά για μένα ένα μέρος μακρινά εξωτικό, ριψοκίνδυνο και μοιραίο. Ένα μέρος όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Αργότερα λυπήθηκα όταν έμαθα ότι είχε γυριστεί εξολοκλήρου σε στούντιο στην Αμερική -ήταν λογικό εξαιτίας του πολέμου, τότε. Όποτε ξεθωριάζει από τη μνήμη μου, ξαναβλέπω την ταινία για να βεβαιωθώ ότι αυτή η Καζαμπλάνκα, αυτός ο τόπος θαυμάτων, κινδύνων και οδυνηρών αποχαιρετισμών υπάρχει ακόμα as time goes by.
Flashback #3
Είμαι φαντάρος στην Χίο. Εξοδούχος στη χώρα, μπαίνω σε ένα δημοτικό θερινό σινεμά ή δημοτική κινηματογραφική λέσχη, σε ένα κήπο. Οι κήποι πάντα έχουν την ικανότητα να μεταμορφώνουν το τοπίο γύρω τους. Θυμάμαι κάποια ζευγάρια να μοιράζονται την πορτοκαλάδα τους, και κόσμο στο κυλικείο να παραγγέλνει χαμηλόφωνα. Η ταινία ήταν ο Άγγλος Ασθενής. Βλέποντας την, ζήλεψα τον Ρείφ Φάινς για τις ψηλές μπότες ιππασίας και το πιλοτάρισμα, και για τα υψηλά ιδανικά έρωτα και αφοσίωσης που ήταν τυχερός να δεχθεί. Ηρωισμός και έρωτας. Ως στρατιώτης φούσκωσε το στήθος μου από περηφάνια, έτοιμος να δεχθώ τα χτυπήματα της μοίρας αρκεί να μοιραζόμουν τα συναισθήματα μου με την Κρίστιν Σκοτ Τόμας ή με όποια τέλος πάντων ήταν διαθέσιμη. Τα χτυπήματα της μοίρας ήταν πάρα πολλά όμως και μετά το τέλος της ταινίας, έτρεξα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο με την κάρτα στο χέρι, για να κλαυθώ στην καλή μου. Η φανταρίστικη μιζέρια δεν ξεπερνιέται εύκολα. Την ταινία αυτή δεν την ξαναείδα. Ήταν μπάμ και κάτω.