DSC_0012a

Ράνια Οικονομίδου – Ρένη Πιττακή

«Τίποτε δεν φέρνει μια οικογένεια κοντά, όπως μια καλή κηδεία», έλεγε κάποια στιγμή μια απ’ τις scream queens του Scream 2 (1997), κι αν η πηγή της αναφοράς, σού κάνει τη μυτούλα να σηκώνεται, μην ανησυχείς, θα σου την προσγειώσει απολαυστικά, αυτή η ανατρεπτική, πλακατζίδικη ατμόσφαιρα που απλώνει σαν αέρα στην παράστασής της η Σύλβια Λιούλιου, για να δυναμιτίσει και να απογειώσει το καυστικό κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο θάνατος της μητρός, γίνεται η αφορμή για να συναντηθούν μετά από αδιευκρίνιστα μεγάλο διάστημα δυο απομακρυσμένες αδερφές, στο αδιευκρίνιστα απομακρυσμένο πατρικό, όπου έχει μείνει μόνη της να μένει η μια από τις δυο τους, σαν μοναχή, θεματοφύλακας μιας αδιευκρίνιστης οικογενειακής τους μνήμης. Όχι τόσο καλός θεματοφύλακας, όμως, φαίνεται να πιστεύει η άλλη.

Την παράσταση ανοίγει με την είσοδό της στη σκηνή, η Ράνια Οικονομίδου, μ’ ένα περπάτημα περίεργο, αλλόκοτο, σαν πλαστικό. Σαν κοιμισμένη, σα μεθυσμένη, σαν κάποιος να της τραβάει τις κλωστές απ’ το ταβάνι. Στο μινιμαλιστικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, εισβάλει σαν αέρας και η Ρένη Πιττακή, το ντύσιμο της αυστηρό, η εμφάνισή της ξύλινη, σαν κούκλα που την παίζει κάποιος άλλος.

DSC_9852

Ράνια Οικονομίδου – Ρένη Πιττακή

Τα ιψενικά ονόματα των ηρωίδων, η Έντνα και η Νόρα, παραπέμπουν ευθέως σε παιχνίδισμα του έργου με την έννοια της θεατρικότητας την ίδια, κι αν και στην παράσταση δεν προφέρονται ποτέ για να σε ψυλλιάσουν, η σκηνοθεσία της Σύλβιας Λιούλιου και οι ερμηνευτικές της κατευθύνσεις, σού κάνουν αρκετά νωρίς σαφές, ότι τα πράγματα κινούνται προς τα εκεί: μπροστά σου έχει χτίσει ένα κουκλόσπιτο, μια εκδοχή της πραγματικότητας, ερμηνευμένη από μαριονέτες, το στήσιμό τους αυστηρό κι η κίνησή τους μετρημένη, όπως τους επιβάλλει, άλλωστε, κι η ανατροφή τους.

Τα κορίτσια παίζουν σκάκι με τα τσαγερά, ενόσω επιδίδονται σε ηλεκτρισμένο κουτσομπολιό με τα τελευταία οικογενειακά νέα, την αφήγηση της κηδείας της μητέρας τους, εκκλήσεις κι αντεγκλήσεις για την αφοσίωση της καθεμιάς τους στη μνήμη πεσόντων και ορθίων, τις επιλογές των στρατοπέδων τους στις οικογενειακές διαμάχες. Μια τυπική ελληνική οικογένεια, δηλαδή, και φυσικά, στη μέση τα κειμήλια. Τρεις πίνακες, που η μια πικάρει την άλλη ότι δε διαφύλαξε σωστά, ενώ η ίδια δε θυμάται καν τι δείχνουν.

Τρεις πίνακες που έχουν γίνει το μήλον της έριδος με μια μονή, παρεμπιπτόντως, εκεί όπου είχε καταφύγει ο μικρός τους αδερφός, μετά την αποκηρυγμένη σχέση του με το μεγάλο ζωγράφο, που τού άφησε τους τρεις πίνακες εξ αρχής, για να κληροδοτήσει αυτός στην αδερφή του στη συνέχεια. Απ’ τους οποίους, πια, τούς έχει μείνει ο ένας. Ο μικρός. Μια αηδία. Με πολύ μεγάλη αξία. Όπως κι οι υπόλοιποι, και γι’ αυτό τους κυνηγάει κι η μονή.

Sylvia Liouliou

Σύλβια Λιούλιου

«Πολλοί μπερδεύουνε το θάρρος με την έλλειψη αυτοσυγκράτησης», λέει η μια αδερφή στην άλλη, κατηγορώντας την για την απονιά με την οποία είχε απορρίψει το μικρό τους αδερφό για τον ντροπιαστικό δεσμό του, και οι κρίσεις, οι κατηγορίες, οι σπαρταριστοί βιτριολικοί υπαινιγμοί, εκτοξεύονται πιο γρήγορα κι από βολίδια εξασφαίρων, καθώς παίζουν η μία με την άλλη, ανατρέπουν τις ισορροπίες τους μαζί με τις προσδοκίες σου, κι η ηθική ανωτερότητα πηγαινοέρχεται σα μετρονόμος, όσο η τράπουλα ξαναμοιράζεται αδιάκοπα, κι η καθεμιά τους βρίσκει μια βολική αφετηρία να δικαιολογήσει τη στάση της, που πάντα ήτανε για το καλό του άλλου.

Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά που τις χωρίζουνε, τα κληρονομικά, τα ακληρονόμητα, τις λεκτικές μονομαχίες, να που έχουν κάτι που να τις ενώνει: κι οι δυο, όταν τις ξυπνούν απότομα, δρουν σαν ξυπνητές, μα είναι κοιμισμένες! Και να, που ήρθε η ώρα να ξυπνήσουνε, να δουν και κάτι άλλο: και οι δυο τους, δεν έχουν τίποτα να τους είναι πιο πολύτιμο να διαφυλάξουν, απ’ το ίδιο το τομάρι τους και τις αστικές ανέσεις του. Μπροστά σ’ αυτό, όλα τα άλλα είναι αέρας. Σαν τελευταίες επιθυμίες ενός νεκρού. Και τι επιθυμίες να ‘χει ένας νεκρός; Αφού είναι πεθαμένος!

Με κατάμαυρο και καρακυνικό χιούμορ διάσπαρτο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, το κείμενο του Χατζηγιαννίδη προσφέρει γερή βάση για πιπεράτη σάτιρα με κοφτερά δοντάκια, τα οποία πιάνει κι ακονίζει ακόμη περισσότερο η Λιούλιου με τη σκηνοθεσία της. Με φορμαλιστικά παιχνιδίσματα και συνεχείς μεταβάσεις απ’ την υπερ- στην απο-δραματοποίηση, φλερτάρει με τις ελλειπτικές προσεγγίσεις του θεατρικού παραλόγου, κι ωθεί τις πρωταγωνίστριές της σ’ αυτή τη λίγο αλλόκοτη, λίγο αυτιστική ερμηνευτική κατάσταση που θα σου είναι ίσως πιο οικεία απ’ το greek weird wave του σύγχρονου ελληνικού σινεμά.

http://youtu.be/77UEQB3zFao

Προσέγγιση που ξενίζει σφόδρα τους κάπως πιο silver haired θεατές της παράστασης, αλλά αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για την ανάδειξη του κειμένου. Του οποίου οι περιπαικτικές κυλήσεις στο μελοδραματικό κλισέ, θα ήταν αφόρητες, αν δεν αποδίδονταν με τον λεπτό προσποιητό στόμφο που με τόση χάρη, φινέτσα και ακρίβεια αποδίδουν οι δυο τεράστιες ερμηνεύτριες, γειώνοντας το έργο στο ρεαλισμό κι αφορίζοντας τη σοβαροφάνεια με αναζωογονητικό χιούμορ. Πιττακή και Οικονομίδου καταδιασκεδάζουν μαζί σου το ρετάλιασμα της προσποιητής αγιοσύνης των ηρωίδων τους, και το γκρέμισμα της θεατρικής φόρμας εξίσου, και σου αποδεικνύουν επί σκηνής κι επί πρακτέου, ότι τελικά, η τόλμη χρόνια δεν κοιτά.

*Ο Αέρας, του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σε σκηνοθεσία Σύλβιας Λιούλιου, με τις Ράνια Οικονομίδου και Ρένη Πιττακή, παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 20.30, Τετάρτη στις 18.30, στο θέατρο Πόλη (Φωκαίας 4 και Αριστοτέλους 47, Πλ. Βικτωρίας, 2111828900)