Στα τέλη των βρετανικών 50s και τις αρχές των 60s, η τέχνη θεάτρου, λογοτεχνίας, σινεμά και τηλεόρασης, παραδόθηκε σ’ ένα εκφραστικό κύμα που ήρθε να καθαρίσει τα μάτια των κουρασμένων Εγγλέζων απ’ τις τσίμπλες της ανυψωμένης αισθαντικότητας του κυρίαρχου ρομαντισμού της εποχής και να τους σφίξει λίγο τα δόντια, φέρνοντας στο προσκήνιο την κοινωνική τους πραγματικότητα.
Με τις απαρχές του εντοπισμένες στη δουλειά του εξπρεσιονιστή ζωγράφου Τζων Μπράτμπυ, που αντλούσε έμπνευση από καθημερινά οικιακά αντικείμενα όπως μπουκάλια, ποτήρια και σκουπιδοτενεκέδες κι είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στους φορτωμένους νεροχύτες, το κίνημα υπερτιτλίστηκε ως Kitchen Sink Realism, κι αργότερα Kitchen Sink Drama, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον πηγμένο μικρο-μεσοαστό, που όταν δεν άντεχε το στριμωξίδι με τη μιζέρια του στο στενό του διαμέρισμα, άντε να την έβγαζε να πάρει αέρα στην παμπ του ισογείου, να τη ναρκώσει και να την ανεβάσει πάλι πάνω στο δυαράκι να κοιμηθεί.
Το δράμα του νεροχύτη έδωσε γλώσσα έκφρασης σε βρετανικές φωνές όπως αυτή του Κεν Λόουτς, απέκτησε πολιτικό υπόβαθρο όταν μπολιάστηκε με τις σοσιαλιστικές προσεγγίσεις των angry young men στα 60s και τα 70s, βρήκε διαχρονική θέση σε τηλεοπτικούς Μαθουσάλες όπως το Coronation Street και το EastEnders (55 και 30 χρόνια στις βρετανικές τηλεοράσεις αντίστοιχα) και μ’ ένα σωρό μεταλλάξεις και προσαρμογές, πέρασε στα ‘00s παίρνοντας ακόμη και τη μορφή του misery porn της Αντρέα Άρνολντ, ας πούμε. Για να μην πλατειάζουμε, μπορείς να πεις ότι έχει αφήσει ένα κάποιο στίγμα στον τρόπο που εκφράζεται μυθοπλαστικά η Βρετανία.
Το Realism του Άντονι Νίλσον (τον οποίο ίσως έχεις γνωρίσει στα ελληνικά σανίδια απ’ τα Ψέμα στο Ψέμα, Stitching και Penetrator του), ξεκινά ακριβώς απ’ αυτή τη βάση του ρεαλισμού του νεροχύτη, για να σε βάλει για μια μέρα στη ζωή ενός φρεσκοχωρισμένου εργένη, που έχει αποφασίσει να αφιερώσει το Σάββατό του στο μιζέριασμα και την αυτολύπηση. Μόνο που πριν το καταλάβεις, το αιρετικό του σενάριο έχει πετάξει το ρεαλισμό απ’ το παράθυρο της μικρής κουζίνας, για να σε βυθίσει σ’ ένα παραισθητικό ντελίριο αναμνήσεων, φαντασιώσεων και υπερμεγεθυμένων μικροενοχλήσεων, που μετατρέπουν τη σκηνή σ’ ένα πανηγύρι αποθέωσης της κωμικοτραγικότητας της ζωής.
Στημένη με μια κάποια αποστασιοποίηση απ’ τα σκηνογραφικά τρικάκια του πρωτότυπου βρετανικού ανεβάσματος, η εκδοχή της Κατερίνας Φωτιάδη αφήνει την έμφαση να πέσει στο κείμενο του Σκοτσέζου συγγραφέα, ο οποίος σε αντίθεση με τις συνήθεις τακτικές του, απομακρύνεται απ’ τις εμμονές του για το σεξ και τη βία, κι επιχειρεί μια κάπως πιο ευαίσθητη προσέγγιση των ζητημάτων της ψυχής της Generation Y, όπως αυτή πρωτογνωρίζεται με τα πρώτα –άντα της. Η απόρριψη, η απογοήτευση, κι η αυτοαμφισβήτηση είναι πάρα πολύ στην καρδιά του έργου του Νίλσον, που όσο κι αν καμουφλάρεται με σουρεαλιστική διακωμώδηση, έχει κι ένα κάτι τις να πει, για το ανώριμο των προβλημάτων του αιώνιου εφήβου, όπως αυτά ξεδιπλώνονται στο ντελίριο επί σκηνής.
Υπάρχει μια ιδιαίτερα απτή μελαγχολία σε ιδιοφυείς σκηνές όπως αυτή της πρώην, που περιστρέφεται σα κουκλάκι σε μουσικό κουτί στη μέση του σαλονιού, η τραγανή αναρχικότητα με την οποία αποδομεί το ρομαντισμό της στιγμής όμως, είναι χαρακτηριστική της διάθεσης του Νίλσον να κρατήσει αμείωτο τον κωμικό ρυθμό του. Η τρυφερότητα της ανάμνησης του ζευγαριού που περνάει την οικειότητά του στο επίπεδο της κοινής τουαλέτας, εναλλάσσεται με εξπρεσιονιστικά ερωτικά γαβγίσματα που παρεμβάλλονται σαν παράσιτα αγριάδας σε όλων τις ρομαντικές αναπολήσεις, και καθώς οι θύμησες θολώνουν και μπλέκονται με ονειρώξεις, στερήσεις και τραύματα, βυθίζεσαι όλο και πιο βαθιά σ’ ένα μπουρδουκλωμένο υποσυνείδητο που μοιάζει όλο και πιο πολύ με το δικό σου.
Σ’ ένα σπίτι όπου η μαμά παραμονεύει στο πλυντήριο για να σου θυμίσει να τσεκάρεις τις τσέπες απ’ τα παντελόνια σου, κι εσύ επιμένεις να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε ηλεκτροσόκ κάθε φορά που χρειάζεται να ξεκολλήσεις το ψωμί απ’ τη φρυγανιέρα, ο Νίλσον απλώνει όλες τις νευρώσεις και τις ανεπάρκειες του αγοριού που δεν έγινε άντρας, κι εξαρτά την ευτυχία του απ’ την αποδοχή μιας γυναίκας. Οι γυναίκες της ζωής του Στούαρτ εναλλάσσονται απ’ τον έρωτα της σχολικής αυλής (Εύη Λοβέδου), στη μητέρα που τον έκανε να νιώθει πάντα παιδί (Μαρία Καβουκίδου), στη γυναίκα που παράτησε γιατί δεν ένιωθε αρκετά ενήλικας (Αγγελική Μαρίνου), κι ο Χρήστος Κοντογεώργης στον κεντρικό ρόλο, σωματοποιεί πλήρως τον διχασμό του ήρωά του, ανάμεσα στον γεμάτο ενέργεια νεανία και τον ήδη κουρασμένο ενήλικα.
Ο Παναγιώτης Κατσώλης, σε έναν, τύπου κομπέρ, εντελώς αβανταδόρικο ρόλο, ηλεκτρίζει τη σκηνή με ανατρεπτική παράνοια, λειτουργώντας ως μπαλαντέρ αποδραματοποίησης για τον Νίλσον, κάθε που το πράγμα πάει να ξεφύγει απ’ το συνεχές χαχανητό. Κι ίσως αυτή η επιμονή του Νίλσον στην συνεχή αποδόμηση, να είναι και το μόνο πράγμα που ίσως σε χαλάσει, σε μια εκστατική, ευρηματική, συνήθως ξεκαρδιστική και κατά καιρούς απρόσμενα αισθησιακή περιδίνηση στην απολαυστική αστειότητα των πραγμάτων που μας κάνουν ανθρώπινους, αλλά δεν κάνει μια παύση ν’ ανασάνεις, να χαρείς την τραγική ανθρωπιά τους.
*Το Realism του Άντονι Νίλσον, σε μετάφραση του Αντώνη Πέρη και σκηνοθεσία της Κατερίνας Φωτιάδη, με τους Χρήστο Κοντογεώργη, Παναγιώτη Κατσώλη, Μαρία Καβουκίδου, Αγγελική Μαρίνου και Εύη Λοβέδου, θα παίζεται από 19 Φεβρουαρίου κάθε Τετ., Πεμ., Παρ., και Σαβ. στις 9μμ και κάθε Κυριακή στις 8μμ στη θεατρική σκηνή του Faust (Καλαμιώτου 11, 210 3234095)