Δεν ήταν αυτή -η «Εξημέρωση» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση– η πρώτη συνεργασία της Γεωργίας Μαυραγάνη και του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Είχαν ήδη αφήσει το στίγμα τους με το καθηλωτικό «Γκιακ» (την παραγωγή του ΚΘΒΕ, που ευτυχώς κατέβηκε στην Αθήνα) και με τις «Ευμενίδες» στην Ορέστεια, του Εθνικού Θεάτρου επίσης, το περασμένο καλοκαίρι. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος βάζει τις λέξεις και η Γεωργία Μαυραγάνη προσθέτει τις σκηνικές λέξεις και μαζί ύφαιναν μια νέα γλώσσα, που συνομιλούσε με γήινο τρόπο με την παράδοση, με τις μνήμες, με την πολιτισμική ιστορία. Ετσι, περιμέναμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη νέα τους συνεργασία, με τίτλο «Εξημέρωση», «μια παραβολή για το πώς ο λόγος εξημερώνει και υποτάσσει την πραγματικότητα».
Η Κεντρική Σκηνή της Στέγης ήταν σχεδόν άδεια από σκηνικά. Μόνο μερικά στάχυα, μερικές πέτρες, λίγη άμμος, ό,τι υπάρχει σε μια οποιαδήποτε ακτή, σε μια οποιαδήποτε γη που φτάνει κάποιος. Και δίπλα τους ένα άνθρωπος ξεβρασμένος, αποκαμωμένος, μόνος, που προσπαθεί να στήσει τη νέα στέγη του. Από την αρχή. Με στάχυα, με πέτρες, με άμμο και νερό. «Μ’ έκανες πρόσφυγα. Τώρα κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε μέρα, θα πεθαίνω», διαβάζουμε στη χάρτινη κουρτίνα στο βάθος της σκηνής, που γίνεται και οθόνη προβολής στιγμών της ιστορίας στη διάρκεια της παράστασης. Και μετά βλέπουμε στην οθόνη έναν πατέρα με το μωρό του, κάπου ξεβρασμένους, νεκρούς. Και η ιστορία συνεχίζεται. Είτε με λέξεις που διαβάζουμε στη μεγάλη οθόνη απέναντί μας, είτε ακούγεται από μια φωνή (voice off), που θυμίζει αφήγηση βιβλικής ιστορίας.
Και στην οθόνη υπάρχει ένα κομβόι προσφύγων (μάλλον Βαλκάνιων), με υπάρχοντα στους ώμους, με παιδιά στην αγκαλιά, με δάκρυα στα μάτια. Που περπατάνε, και περπατάνε, και περπατάνε. Και η φωνή μιλάει για τη Μίλητο και τη Σύβαρι -όχι τυχαία. Για δύο αρχαίες πόλεις, που η μία -η Μίλητος της Ιωνίας- φημίζεται για την ακμή της και την προκοπή της μέχρι να χαθούν οι λαμπρές μέρες της και η άλλη -η Σύβαρις της Μεγάλης Ελλάδας- που έχει μείνει στην ιστορία για τις υπερβολικές απολαύσεις των κατοίκων της. Και «οι Συβαρίτες διαλέγουν να μην ταράξουν τη ζωή τους με καμιά καινούργια λύπη» λέει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, που έστησε ένα γαϊτανάκι διακειμενικότητας σ’ αυτό του το κείμενο. Και κάπου μπερδεύτηκαν οι κορδέλες στο γαϊτανάκι και μπλεχτήκαμε στην ιστορία την παλιά και τη σημερινή, στο λυρισμό, στην ποιητικότητα που υπήρχε, αλλά έμεινε μετέωρη, με μόνο κάποιες φράσεις δυνατές, αλλά σκόρπιες και ασύνδετες.
Και η θεατρική απόδοση της ιστορίας από τη Γεωργία Μαυραγάνη δεν βοήθησε στο ξέμπλεγμα. Ήταν θέατρο-ντοκουμέντο, ήταν περφόρμανς, ήταν στιγμές από παλιά επίκαιρα, με κάποιες πολύ ωραίες ιδέες και εικόνες (όπως η κούνια που κάνουν τα ορφανά παπούτσια που απέμειναν στο σκοινί ή το πλαστικό μπουκάλι που με τον φωτισμό γίνεται το τοίχωμα ενός πηγαδιού), και άλλες, αρκετές, χωρίς θεατρική κίνηση. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης αυτό που βλέπαμε επί σκηνής ήταν ένα ανάποδο θέατρο σκιών, όπου όλοι -φιγούρες, καραγκιοζοπαίχτης και κοινό- καθόμαστε από τη μέσα πλευρά του πανιού, λίγο πιο πίσω από τις φιγούρες. Κι εκείνες οι στιγμές είχαν κάτι από εξημέρωση και ταξίδι. Φιγούρες αυτού του ιδιαίτερου θεάτρου σκιών ήταν οι ηθοποιοί της παράστασης, που ανταποκρίθηκαν σε ό,τι τους ζητήθηκε, αλλά σαν φιγούρες, όχι σαν ηθοποιοί με ρόλο.
Ενα παλίμψηστο αναφορών σε σπουδαία κείμενα της ιστορίας και της αρχαίας γραμματείας ήταν το κείμενο του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Ενα παλίμψηστο εικόνων ήταν κι αυτές που έστησε η Γεωργία Μαυραγάνη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Με τις φωτογραφίες και τα βίντεο από σύγχρονους πρόσφυγες, με την ιστορία που αφηγήθηκαν οι φιγούρες-ηθοποιοί στο πανί του θεάτρου σκιών, με φωτογραφίες από τη σύγχρονη ιστορία (ο νεκρός Τσε, ο Λένιν στο μαυσωλείο, το κομμένο κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη, η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα), με πολλά δάνεια από άλλες θεατρικές φόρμες και άλλες σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Ενα παλίμψηστο που θέλησε να θίξει πολλά θέματα, πολλές ιστορίες, πολλές στιγμές. Που θέλησε να γίνει ένα σύγχρονο τραγούδι, αλλά τελικά στολίστηκε τόσο πολύ «που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό» του.