Χρόνια πριν το κίνημα χωρίς μεσάζοντες κάνει πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, με τιμές για πατάτες, κολοκύθια και ντομάτες να συνοδεύουν τους τίτλους που καλοδεχόντουσαν την επανάσταση στη μαναβική, η τέχνη είχε ξεκινήσει τη δική της grassroots επανάσταση. Στην κινηματογράφο βαφτίστηκε Do It Yourself κι απογειώθηκε μ’ εκείνο το αναθεματισμένο ρευματάκι του mumblecore, ενώ στο θέατρο, μια τέτοια περίπτωση μπορείς να πετύχεις αυτήν την περίοδο στη σκηνή του Faust, με τα Ταπεινά Ελατήρια.
Γραμμένο απ’ τον Ανδρέα Κοντόπουλο και σκηνοθετημένο απ’ τον ίδιο και τους συμπρωταγωνιστές του, Τζένη Θεωνά και Ορφέα Αυγουστίδη, χωρίς μεγαλοπαραγωγούς και φαμφάρες από πίσω, αυτό το ηλεκτρισμένο μείγμα θεατρικών αναφορών, μπολιασμένων με κοφτερό χιούμορ και λίγη υπερδραματοποιημένη σάτιρα, είναι ένα δείγμα του πώς οι παρέες μπορεί να μη γράφουν απαραίτητα Ιστορία, γράφουν όμως κάνα καλό θεατρικό πού και πού, για να ’χουν κι οι ίδιοι δουλειά να κάνουν. Άλλωστε, το βασικό μέλημα του αυτοαπασχολούμενου στις μέρες μας, είναι να φτιάχνει πια ο ίδιος κάτι να απασχολείται.
Εν προκειμένω, η τριάδα του θεατρικού που παρουσιάζεται Δευτερότριτα στο Faust, δεν θα μπορούσε να έχει βρει κάτι καλύτερο να απασχολείται φέτος. Τα Ταπεινά Ελατήρια, είναι μια απ’ αυτές τις παραστάσεις που σε γλυκαίνουν και σε αγαλλιάζουν με την ενέργεια και τη χημεία των πρωταγωνιστών τους, με τη δροσιά που απλώνουν απάνω απ’ τη δουλειά τους, αποζητώντας να αυτοσαρκαστούν και να παιδιαρίσουν με την εικόνα της, όμως αυτό το κρατούν μονάχα ως καρύκευμα στην παράσταση που έχουν να παρουσιάσουν, αντί να σ’ το πουλάνε ως βασικό τους προϊόν.
Ερμηνείες πολυβόλα, ατάκες ποτισμένες σε σπαρταριστό φαρμάκι, διαρκείς αναφορές στους μεγάλους τραγικούς, κεντρικός άξονας το σαιξπηρικό δράμα, το πάντα ανθρώπινο, γιατί τι πιο ανθρώπινο απ’ την αγάπη και την προδοσία της.
Η ιστορία θέλει νεαρή δημοσιογράφο του πολιτιστικού, να βρίσκει το θάρρος να τελειώσει την μακρόχρονη σχέση της με πάλαι ποτέ φέρελπι και νυν απελπιστικά καμμένο συγγραφέα, για χάρη λαμπερού αστέρα, που είναι «ώριμος και στοργικός, αλλά πρόστυχος, αν χρειαστεί, με τα μουνάκια», ο οποίος ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτικό σηριαλαρισμένο Άμλετ. Η αποκάλυψη όμως ότι οι δυο άντρες της ζωής της, γνωρίζονταν από παλιά, δίνει άλλο βάθος στην προδοσία της. «Γνωριζόμαστε από μιαν άλλη ζωή, τότε που όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά», της λέει ο πρώην καλός της: «αυτός έγινε καραγκιόζης, κι εγώ αλκοολικός». Από τότε βέβαια, σιχαινόταν ο ένας τα συκώτια του άλλου.
Ο Ανδρέας Κοντόπουλος, ένας αξιαγάπητος βασιλιάς του δράματός του, φυλάει για τον εαυτό του τις πιο δηλητηριώδεις ατάκες, που είναι και λογικό, μιας και κρατά το ρόλο του συγγραφέα. Ο Ορφέας Αυγουστίδης, όμως, παραδίδει μια υπεραπολαυστική σωματική ερμηνεία, δαγκώνοντας απ’ το λαιμό τον new age χιπισμό ενός ρόλου που κουρελιάζει καρικατουρίστικα την εμμονική προσήλωση του αυτάρεσκου ηθοποιού στην δημόσια εικόνα, την οποία διατηρεί κι εντός τειχών οικίας, για να μη χάνει το momentum. Η Τζένη Θεωνά, χαμένη στην διελκυστίνδα της μοιχαλίδας, περιορίζεται στο να κάνει το τρομαγμένο λαγουδάκι, προσθέτοντας στο μείγμα αυτήν την υγρή θηλυκότητα που χρειάζεται, για να παίξουν μπουνιές ένας συγγραφέας κι ένας γιόγκι. Καταλαβαίνεις.
Ερμηνείες πολυβόλα, ατάκες ποτισμένες σε σπαρταριστό φαρμάκι, διαρκείς αναφορές στους μεγάλους τραγικούς, κεντρικός άξονας το σαιξπηρικό δράμα, το πάντα ανθρώπινο, γιατί τι πιο ανθρώπινο απ’ την αγάπη και την προδοσία της. Κι όταν οι μάσκες πέφτουν και μετριούνται τα λάφυρα, η τελική αναμέτρηση είναι αυτή του ρομάντζου και το μπρομάντζου, σε μια παράσταση που με την ενέργειά της και μόνο, μπορεί να καλύψει την όποια ατέλεια μπορεί να έχει στην δραματουργία της.
Δαιμονισμένη ενέργεια έχει και το Τώρα που Γυρίζει, το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, που παρουσιάζεται στην ίδια σκηνή από Τετάρτη έως και Κυριακή, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. Ένα απ’ τα λιγότερο γνωστά έργα του Μάμετ, αλλά κινούμενο στις γνωστές παράπλευρες σατιρικές θεματικές του Αμερικανού συγγραφέα, σεναριογράφου κι ενίοτε σκηνοθέτη, το Τώρα που Γυρίζει γράφτηκε το 1988 κι έχει να ανέβει σε ελληνικό σανίδι απ’ το ’94. Παρά τις δεκαετίες όμως, τίποτε δεν έχει αλλάξει.
Ένας νεόκοπος κινηματογραφικός παραγωγός σε μια πόλη του θεάματος που παραμένει ακατανόμαστη, δέχεται στο καινούριο του γραφείο έναν παλιό του φίλο, απ’ τις μέρες που έτρωγαν μαζί σκατά ως κολατσιό στη δουλειά. Ο φίλος του, αντί για γλυκά, φέρνει μαζί του μια εκρηκτική πρόταση για ταινία: μια εμετική μπούρδα ολκής, απ’ αυτές που η εταιρεία παράγει κατά συρροήν, και η οποία μπορεί να τους φέρει ένα σκασμό λεφτά. Απλώς, να, υπάρχει κι η καινούρια, βλαμμένη ιδεαλίστρια γραμματέας. Που έχει μιαν άλλη ιδέα. Και φοβερά βυζιά. Κι όλα ετοιμάζονται να πάνε στραβά.
Η Ευτυχία Γιακουμή, σε ένα εκστατικό ρεσιτάλ τρελαμένης κουλτουριάρας γκόμενας που ευαγγελίζεται την βιωμένη της υπαρξιακή αποκάλυψη, είναι ο λόγος που ο παραγωγός του Αλέκου Συσσοβίτη, ετοιμάζεται να πετάξει στα σκουπίδια το project που του φέρνει ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης. Αφορμή είναι το στοίχημα που βάζουν οι δυο άντρες για το αν μπορεί ο πρώτος να την πηδήξει, κι ο οποίος, στην απελπισία του, τη βάζει να διαβάσει οικολογικό μανιφέστο κουλτουριάρη συγγραφέα, που τής αλλάζει τη ζωή, και θα έδινε τα πάντα, για να το δει να γίνεται ταινία. Κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε το κιλοτάκι της.
Το σενάριο μπορεί να σε προϊδεάζει για φαρσοκωμωδία χοντράδων, όμως μην ξεχνάς ότι το υπογράφει ο Μάμετ, κι ενώ μπορεί να μην είναι κι απ’ τις πιο δυνατές δουλειές του (ή μπορεί να χάνει και τίποτα στη μετάφραση του Αντώνη Περή, δεν ξέρω να σου πω), παραμένει καυστικό στη σάτιρά του, και δηκτικό στην ανθρωπογεωγραφική του εξερεύνηση. Αναπτύσσοντας κυνικά, πραγματιστικά και λίγο αλήτικα ακριβώς αυτήν την κατάσταση των μεσαζόντων παραγωγών και παρατρεχαμένων, που προσπέρασε το τρίο των Ταπεινών Ελατηρίων για να παρουσιάσει τη δουλειά του στο κοινό, το Τώρα που Γυρίζει, ρίχνει μια ματιά στο σαπισμένο παραμάγαζο, που βιομηχανοποιεί την τέχνη και πουλάει για event τη μετριότητα.
Κρατώντας αποστάσεις απ’ τον καταγγελτισμό και τη δαιμονοποίηση, ωστόσο, ο Μάμετ δείχνει εντυπωσιακή ευαισθησία για τον παραγωγό: ο άνθρωπος που λέει ότι «εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης, είμαι επιχειρηματίας», απ’ αυτούς που έχουν δουλειά τους «να ξανακάνουμε όλα αυτά που κάναν κάποιοι άλλοι πέρσι», εξασφαλίζοντας την διαιώνιση της streamlined αναπαραγωγής του προϊόντος της βιομηχανίας του θεάματος, αυτός ο αντιήρωας δεν είναι παρά ένα κατακρεουργημένο πλάσμα, που έχει ευνουχιστεί απ’ τον ίδιο το μηχανισμό που τσακίζει φιλοδοξίες για να πουλήσει όνειρα φτιαγμένα από καλογυαλισμένους τενεκέδες. Αυτή είναι η δουλειά, κι αν έχεις στομάχι, την κάνεις.
Η υστερικού επιπέδου ένταση στις ερμηνείες των δυο αντρών, μπορείς να πεις ότι είναι σύμμορφη με το προφίλ ανθρώπων που θεωρητικά κολυμπάνε στην κόκα, δεν παύει όμως να είναι ενοχλητική και κουραστική από κάποιο σημείο και πέρα. Ωστόσο, στην παράσταση διατηρεί το ενδιαφέρον του αυτό το ποιος θα δουλέψει ποιον, σ’ ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού, με διαρκείς εναλλαγές ταυτοτήτων, και κρυφές ατζέντες με ξεκάθαρους σκοπούς: το χρήμα και τα συμπαρομαρτούντα του. Ή αλλιώς, πώς έμαθα να μην ανησυχώ, και ν’ αγαπώ τη μπίζνα.
* Τα Ταπεινά Ελατήρια του Αντρέα Κοντόπουλου με τον ίδιο και τους Τζένη Θεωνά και Ορφέα Αυγουστίδη σε σκηνοθεσία και ερμηνείες, παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μμ. Το Τώρα που Γυρίζει του Ντέιβιντ Μάμετ, σε μετάφραση Αντώνη Περή και σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, με τους Αλέκο Συσσοβίτη, Αλέξανδρο Μπουρδούμη και Ευτυχία Γιακουμή, από Τετάρτη έως και Σάββατο στις 9μμ, και Κυριακή στις 8μμ. Και τα δύο στο δεύτερο όροφο του Faust (Καλαμιώτου 11, πλατεία Αγ. Ειρήνης, 2103234095).