Γεννημένος στα μέσα του 1800, ο Χένρυ Τζέημς θεωρείται μια απ’ τις επιδραστικότερες φιγούρες της λογοτεχνίας του αιώνα του, όχι μόνο για την συγγραφική του παρακαταθήκη, αλλά και για την επιρροή που είχε στους σύγχρονους ομοτέχνους του, μέσα απ’ τις θεωρητικές αναλύσεις και τοποθετήσεις του επί της γραφής. Υπερασπιστής της ελευθερίας του συγγραφέα να παρουσιάζει την πραγματικότητα απ’ την ολόδικιά του οπτική, ο Τζέημς διατεινόταν ότι ο συγγραφέας πρέπει πρωτίστως να τοποθετεί την ιστορία του σε αφηγηματικό σύμπαν που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του αναγνώστη, ούτως ώστε κι ο αναγνώστης να μπορεί να τοποθετήσει τη δική του οπτική, στην πραγματικότητα του συγγραφέα.
Ο ίδιος ο Τζέημς, ήταν λάτρης της υποκειμενικής αφηγηματικής φόρμας, γράφοντας τις ιστορίες του απ’ την οπτική των ηρώων τους, κι υπογραμμίζοντας έτσι τις αποστάσεις που μπορεί να πάρει η πραγματικότητα, απ’ το πώς αυτή γίνεται αντιληπτή. Τόσο απ’ τον μυθιστορηματικό ήρωα, όσο κι απ’ τον αναγνώστη, ή και τον ίδιο τον συγγραφέα. Στο Στρίψιμο της Βίδας, η ιστορία της γκουβερνάντας που αναλαμβάνει την ανατροφή δυο παιδιών παρατημένων απ’ τον μυστηριώδη θείο τους σε μια έπαυλη γεμάτη εγκυμονούσες σιωπές και απειλητικά σκοτάδια, μεταβιβάζεται στον αναγνώστη, μέσω ενός ανώνυμου αφηγητή, στον οποίο αφηγείται την ιστορία ένας φίλος, που με τη σειρά του την διαβάζει απ’ το ημερολόγιο της γκουβερνάντας. Όπως καταλαβαίνεις, μιλάμε για πολλά επίπεδα αντιλήψεων κι ερμηνειών.
Στη θεατρική του εκδοχή, σκηνοθετημένη απ’ τον Πάρη Μαντόπουλο, απ’ τη διασκευή του Τζέφρι Χάτσερ (την οποία είχε μεταφέρει στο ελληνικό σανίδι πριν μια δεκαετία και κάτι ο Θωμάς Μοσχόπουλος), το ρόλο του αφηγητή και του αναγνώστη, και τελικά του τελικού κριτή, τον αναλαμβάνεις εσύ. Η Άννα Μερτζάνη κρατά το ρόλο της γκουβερνάντας, κι ο Κωνσταντίνος Ρεπάνης μεταφέρει στη σκηνή, διαδοχικά, τις οπτικές του θείου που κάνει την πρόσληψη, της οικονόμου της επαύλης που φιλοξενεί τη δράση, και του μεγάλου αδερφού, του ενός από τα δυο παιδιά, και το οποίο κρύβει μάλλον και τα πιο μεγάλα μυστικά –η μικρή αδερφή, βουβή καθώς την θέλει η ιστορία, παραμένει και αόρατη. Η δράση ξεδιπλώνεται μπροστά σου σε ένα σκοτεινό σκηνικό, γυμνό αν εξαιρέσεις τους τρεις μεγάλους καθρέπτες, που είναι εκεί για να σου θυμίζουν ότι η εικόνα που έχεις να σχηματίσεις για την πραγματικότητα που ήρθες να παρακολουθήσεις, είναι αντανάκλαση, ή προβολή, των ανθρώπων που θα σού την αναπαραστήσουν.
Το ότι θα σου την αναπαραστήσουν, βέβαια, είναι μια κουβέντα. Πλούσιο σε περιγραφές μετακινήσεων, εντυπώσεων, παραστάσεων, περιστάσεων, συναισθημάτων, σκηνικών και περιστατικών, το βιβλίο του Τζέημς παρουσιάζει ένα κάποιο πρόβλημα στην θεατρική του μεταφορά. Παρουσιασμένη, άλλωστε, σε οπτική πρώτου προσώπου, με βινιέτες αλληλεπίδρασης με τους τριγύρω χαρακτήρες, η ιστορία της γκουβερνάντας που νιώθει τη βίδα της να στρίβει όλο και πιο αποφασιστικά, είναι μια υπόθεση ιδιαιτέρως εσωτερική. Η πληθώρα των περιγραφών, λοιπόν, επιτείνει συνεχώς την αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθείς επί σκηνής, είναι ανάγνωση περισσότερο, παρά παράσταση. Kι οι σποραδικές λεκτικές προσθήκες ηχητικών εφέ («Το κάρο έτρεχε σαν δαιμονισμένο», λέει η γκουβερνάντα, «τρίξιμο ρόδας, καμουτσίκι», προσθέτει ο Ρεπάνης από πίσω), δοκιμάζουν λιγάκι την καλή σου διάθεση και τη σοβαρή σου προαίρεση.
Ωστόσο, τόσο οι δυο ερμηνευτές, όσο κι η σκοτεινή, υποβλητική σκηνοθεσία του Μαντόπουλου, σε συνδυασμό με τα παιχνιδίσματα του φωτισμού, όχι μόνο αναδεικνύουν την ατμοσφαιρικότητα του κειμένου, αλλά την ανάγουν στο επίπεδο που της αρμόζει: αυτό του τρίτου χαρακτήρα επί σκηνής, της αθέατης πραγματικότητας, που ελλοχεύει κάτω απ’ την σύλλογη κι αποδεκτή. Τα ηλεκτρισμένα ραπίσματα διαλόγων που ανταλλάσσει η γκουβερνάντα με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του δράματός της, καθώς κι η συνεχής κίνηση των ηθοποιών, σε τραβάνε συνεχώς στην άκρη του καθίσματός σου, παρασέρνοντάς σε στο σπιράλ της βύθισης της ηρωΐδας στο παρανοϊκό της περιβάλλον. Τα έξυπνα κινησιολογικά τρικ που επωμίζεται ο Ρεπάνης, κάνουν απροβλημάτιστη την γρήγορη εναλλαγή των προσώπων με τα οποία καλείται να ισορροπήσει η γκουβερνάντα, την απώλεια ισορροπίας των φρένων της οποίας, υπογραμμίζει με χάρη η Μερτζάνη, καθώς η πλοκή του έργου σφίγγεται όλο και περισσότερο γύρω απ’ την διανοητική κατάσταση της ηρωΐδας, προκαλώντας τον θεατή να αμφιβάλει τόσο για τη δική της, όσο και για τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας και των ερμηνειών των γεγονότων.
Το εκστατικό τελευταίο δεκάλεπτο, μια συναρπαστική ερμηνευτική έκρηξη και των δυο ηθοποιών, στήνει το τέλειο μπλέξιμο του κουβαριού, που προσπαθούσες να ξεμπερδέψεις την περασμένη μία ώρα. Κι έτσι μένεις μοναχός, αμήχανος κι ίσως και λίγο απεγνωσμένος, απέναντι σε ένα απ’ τα πιο κρυπτικά φινάλε στην ιστορία της μυθοπλασίας. Ποια ακριβώς ήταν η φύση του κακού που κρυβόταν στις απειλητικές εκτάσεις της επαύλεως; Και τι ήθελε απ’ τα μικρά παιδιά; Τι πήρε, τελικά, απ’ αυτήν την ενσάρκωση της αγνότητας, που ήταν η γκουβερνάντα; Κι ήταν όλοι οι εμπλεκόμενοι, συνωμότες σε αυτήν την ιστορία που κλόνισε την επαφή της με την πραγματικότητα; Ή μήπως ήταν η ίδια η ηρωΐδα που ζούσε σε μια άλλη πραγματικότητα εξ αρχής; Άλλωστε, φαντάσματα δεν υπάρχουν, σωστά; Έχει σημασία; Η ίδια η παραδοχή, ότι η πραγματικότητα του καθενός, μπορεί να είναι διαφορετική απ’ την πραγματικότητα του άλλου, ή, αν θες, ότι η συλλογική αντίληψη της πραγματικότητας, βασίζεται σε μια συλλογική παραδοχή για το πώς θα αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, είναι σαν εξ αρχής να παραδεχόμαστε, ότι διατηρούμε απ’ την πραγματικότητα κάποιες αποστάσεις. Κι αυτό, από άποψη ορολογίας, είναι η αρχή της σχιζοφρένειας. Ένα κάποιο στρίψιμο της βίδας.