fit1

Κοντεύει Δεκέμβρης κι οι πιο οικογενειακές των οικογενειακών γιορτών πλησιάζουν. Ένας άντρας διαβάζει στην εφημερίδα την αναγγελία του θανάτου ενός πρώην εραστή του. Επιπλοκές πνευμονίας, γράφει. «Η πνευμονία είναι ευφημισμός», λέει, τα λόγια του χρωματισμένα από τον μεγαλύτερο φόβο που έχει κρεμαστεί πάνω απ’ το κεφάλι της ομοφυλοφιλικής κοινότητας απ’ τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και δώθε. Ένα στίγμα που έχει εμφανιστεί στο χέρι του, τον στέλνει τρομαγμένο για εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έρχονται σ’ έναν φάκελο, ο άντρας τρέμει να τον ανοίξει, τον ακουμπά σ’ ένα τραπέζι, στο σαλόνι, σ’ ένα απόμερο σημείο του τεράστιου loft του και παίρνει τους δρόμους. Περπατά, περπατά, περπατά, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, χωρίς να ξέρει τι βλέπει, χάνεται. Καθίζει σ’ ένα πεζούλι. Σηκώνει το βλέμμα του, και ξαφνικά τον βλέπει. Ψηλός, ξανθός, γυμνασμένος, λαμπερός. Ένας άγγελος. «Να ‘τα μας», λέει.

Ο Nicky Silver, ένα απ’ τα πιο διχαστικά παιδιά του Broadway, είναι ένας συγγραφέας που καταφέρνει να συνδυάσει το τολμηρό, καυστικό, σχεδόν μισάνθρωπο βλέμμα του για την βασικότερη των κοινωνικών δομών, την οικογένεια, με μια ακαταμάχητη έφεση στο σπαρταριστό, πηγαίο, λοξό κι αλλόκοτο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά προσβάσιμο χιούμορ, το οποίο σερβίρει με την αμεσότητα και την ευθύβολη ευστοχία συγγραφέα τηλεοπτικού sit-com. Σ’ αυτήν ακριβώς την ικανότητά του να ισορροπεί ανάμεσα στον αιχμηρό κοινωνιολογικό κανιβαλισμό και τον ευπροσήγορο λαϊκισμό, οφείλεται και η διεισδυτικότητα στο ευρύ κοινό έργων του όπως οι Χοντροί Άντρες με Φούστες, οι Πτεροδάκτυλοι ή οι Μέρες Ραδιοφώνου. Έργα όπου η μιαρότητα των συμπλεγμάτων στα οποία παγιδεύει τα οικογενειακά δεσμά για να τα αποδομήσει, θα έκαναν τους θεατές να τρέχουν έξαλλοι προς την έξοδο, αν δεν τους είχε ακινητοποιήσει στη θέση τους, εκστασιασμένους απ’ τα γέλια.

fit2

Το Fit to be Tied του, που για χάρη συντομίας στην ελληνική μεταγραφή μετατράπηκε σε Fit, στο πρώτο αθηναϊκό του ανέβασμα στο θέατρο Βικτώρια φαίνεται να ‘ναι το λιγότερο Silver-ικό απ’ τα έργα του Nicky Silver. Η κωμωδία του δείχνει να έχει χάσει την αιχμή της, βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στη φαρσική παρλάτα και την σωματική της απόδοση απ’ την εκάστοτε κεντρική ερμηνεύτρια κυρίως, παρά στην όποια σπιρτάδα κι ανατρεπτικότητα του κειμένου και των στροφών του. Το δε δραματικό διακύβευμα είναι πιθανώς το πιο οικείο, κι ίσως και γι’ αυτό το λιγότερο δηκτικό απ’ τα όσα έχει τζογάρει ο Silver στο θεατρικό σανίδι. Περιγράφοντας αδρά την ιστορία του νεαρού κληρονόμου της αμύθητης περιουσίας του πατέρα του, την κυριότητα της οποίας χρειάστηκε να υπερασπιστεί στα δικαστήρια απέναντι στην ίδια του τη μάνα, ο Silver στήνει κατ’ αρχήν μια αναποδογυρισμένη ωδή στην άνευ όρων (αλλά όχι άνευ λαθών) αγάπη της μάνας προς τον γιο, κι ύστερα μια όχι και τόσο συμβατική ιστορία αγάπης, την οποία χρησιμοποιεί για να αποσυναισθηματικοποιήσει τα αίτια της συναισθηματικής αποξένωσης.

Ένας έρωτας γεννιέται κι ένας γάμος πεθαίνει σε παράλληλη αφήγηση απ’ τον Άρλοκ και τη μητέρα του, Νέσσα, καθώς απευθύνονται στο κοινό για να εξηγήσουν τις δύσκολες συνθήκες τους. Ο ένας γνώρισε τον Μπόιντ, έναν άγγελο, έναν ηθοποιό, τον οποίο θέλει σφόδρα για δικό του, «για πάντα». Η άλλη δεν αντέχει πια τον Καρλ, τον μανιακό με την υγιεινή διατροφή και την άθληση δεύτερο άντρα της, τον οποίο θέλει να παρατήσει μια και καλή και να πάρει τη ζωή της απ’ την αρχή. Το βράδυ που ο Άρλοκ φέρνει τον ναρκοληπτικό του άγγελο στο σπίτι και τον δένει σε μια καρέκλα για να μην του φύγει μέχρι να τον πείσει να του μείνει, η Νέσσα εισβάλλει στο διαμέρισμα για να ανακοινώσει ότι έκανε το μεγάλο βήμα και μετακομίζει μαζί του. Όταν ο Άρλοκ φεύγει απ’ το σπίτι, η Νέσσα εντοπίζει τον έξαλλο, τρομοκρατημένο Μπόυντ, και σε μια απ’ τις πιο συγκινητικές επιδείξεις αποπροσανατολισμένης αγάπης που μπορείς να πετύχεις σε σανίδι, του προσφέρει το πανάκριβο μαργαριταρένιο κολιέ της: Ένα μαργαριτάρι τη φορά, για κάθε μέρα που θα μένει με τον γιο της και θα τον αγαπά.

https://www.youtube.com/watch?v=O45UVGbyxKA

Οι μέρες κυλούν, ο Μπόυντ μαθαίνει ν’ αγαπά τον Άρλοκ ακόμη κι αφού τελειώσουν τα μαργαριτάρια, ενώ παράλληλα η σχέση του με την Νέσσα γίνεται όλο και πιο ισχυρή, μην αργώντας να αποκτήσει και τη σωματική της ολοκλήρωση. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένοι από την ίδια στόφα: οπορτουνιστές κι ηδονιστές, η μια βαυκαλιζόμενη απ’ τα σουξέ ενός παρελθόντος που ηδονίζεται να ξαναζήσει, ο άλλος οργισμένος με το αποτυχημένο παρόν που δεν νιώθει να ανταποκρίνεται στο μέλλον που πιστεύει ότι είναι δικαιωματικά δικό του. Στην πένα ενός πιο αγριεμένου Silver, τούτοι οι δυο χαρακτήρες θα ήταν τα λυσσασμένα σκυλιά που θα ξέσκιζαν τις σάρκες οποιασδήποτε ιδέας μπορεί να είχες για τις έννοιες του συναισθηματισμού και της οικογενειακότητας. Σ’ αυτό το έργο του όμως, ο Silver εννοεί να χτίσει το «έζησαν αυτοί καλά» του εντελώς αναίμακτα και καθησυχαστικά, ταιριαστά με την περίοδο των χριστουγεννιάτικων γιορτών στη διάρκεια των οποίων εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του. Άλλωστε, υπάρχει κι εκείνος ο σφραγισμένος φάκελος σ’ εκείνο το απόμερο τραπέζι που λέγαμε στην αρχή, να βαραίνει το κλίμα.

Όμως, περίμενε. Δεν υπάρχει φάκελος! Τουλάχιστον όχι στην ελληνική εκδοχή. Κάπως σαν το Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε, σαν γεμισμένο όπλο που περιμένει πότε θα το σηκώσει κάποιος να πυροβολήσει, ένα δυσοίωνο προμήνυμα που εποπτεύει τα τεκταινόμενα, ο φάκελος προσδίδει μια μακάβρια θλίψη στις επί σκηνής χαρές, ελπίδες και κωμικοποιημένες απογοητεύσεις, λειτουργώντας ως θλιβερή υπενθύμιση τόσο σ’ εσένα όσο και στον πρωταγωνιστή για τη θνητότητα των ονείρων και πόθων των ανθρώπων. Προσπαθώντας να αλαφρύνει την παράσταση και την κωμωδία της, στην ελληνική του διασκευή ο Δημήτρης Κομνηνός έχει αφαιρέσει αυτόν τον δραματουργικό μηχανισμό που σκιάζει θεατές και χαρακτήρες εξ ίσου, αφαιρεί όμως έτσι και την δραματουργική βαρύτητα απ’ το έργο του, μεταφέροντας το κέντρο βάρους απ’ την εύθραυστη φύση των ανθρωπίνων σχέσεων, στην κωμικότητα που μπορεί να συνοδεύει το στήσιμό τους.

Έχοντας εξαφανίσει απ’ την αφήγησή του το νήμα που δίνει στο πρωτότυπο έργο μια εντελώς διαφορετική ραχοκοκαλιά, ο Κομνηνός μεταχειρίζεται το μήνυμα του φακέλου σαν μια στιγμιαία, εντελώς παρεμπιπτόντως, αστυνομικού τύπου αποκάλυψη στο φινάλε του (κι ιδιαιτέρως προβλέψιμη, μάλιστα), κι ο βαθμός στον οποίο υποσκάπτει τον συναισθηματικό αντίκτυπο του έργου του Silver, γίνεται εκτυφλωτικά εμφανής όταν η παράσταση ολοκληρώνεται με μια καραμπινάτη περίπτωση αντικλιμακτικής δραματουργικής αφλογιστίας. Ευτυχώς, όταν ανάψουν τα φώτα έχεις να πάρεις μαζί σου την εκστατική ερμηνεία της Ζώγιας Σεβαστιανού και την σπαρταριστή μικρή εμφάνιση του Γιώργου Σουξέ, οι οποίοι απογειώνουν τους ρόλους της Νέσσα και του Καρλ, κάνοντας παράλληλα να φαίνεται τεράστια η απόσταση της ερμηνευτικής τους εμπειρίας από τον άτονο Σταμάτη Ζακολίκο και τον άγουρο Δημήτρη Παπαδάκη στους ρόλους των Άρλοκ και Μπόυντ αντίστοιχα.

*Το Fit (Fit to be Tied) του Nicky Silver σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία του Δημήτρη Κομνηνού, με τους Σταμάτη Ζακολίκο, Ζώγια Σεβαστιανού, Γιώργο Σουξέ και Δημήτρη Παπαδάκη, παίζεται κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9μμ στο θέατρο Βικτώρια (http://www.theatrovictoria.gr/) (Μαγνησίας 5 και Γ’ Σεπτεμβρίου, πλ. Βικτωρίας, 2108233125)