Ήταν μεγάλο ευτύχημα που κατηφόρισε από τη βόρεια Ελλάδα, από την Καβάλα συγκεκριμένα, αυτή η παράσταση στην Αθήνα. Εστω και για δύο μόνο παραστάσεις. Και είμαστε πράγματι τυχεροί και ευτυχείς όσοι μπορέσαμε να δούμε την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας «Η βιογραφία του πατρογονικού» σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, βασισμένο στο έξοχο ομώνυμο αφήγημα της Μάγκυς Κριθαρέλλη (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καπόν»).
Στην Κεντρική Σκηνή του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης» βλέπουμε μόνο τον σκελετό ενός σπιτιού, με την ίδια λιτότητα και αφαιρετικότητα που θα τον ζωγράφιζε ένα παιδί. Με μόνο έναν «τοίχο», στη μια πλευρά του, μια λινάτσα (σκηνικά/κοστούμια Ανδρέας Γεωργιάδης). Στην αρχή παραξενεύτηκα. Τι ακριβώς θα γίνει μ’ αυτό το σκηνικό, αναρωτήθηκα.
Η απάντηση ήρθε με την έναρξη της παράστασης. Γιατί πάνω σ’ αυτόν τον «τοίχο» ξετυλίχθηκαν, μέσω της προβολής αρχειακού και φωτογραφικού υλικού -που βγήκε από οικογενειακά ή άλλα αρχεία, όπως το Μουσείο Καπνού Καβάλας ή την Εθνική Βιβλιοθήκη της Βαυαρίας- η ιστορία αυτού του σπιτιού, που άρχισε να μετρά τα χρόνια του από το 1903 (όπως είναι γραμμένο σ’ έναν τοίχο του), αλλά και των ενοίκων του κάθε φορά, η ιστορία της Καβάλας, της παραγωγής και της εμπορίας του καπνού, οι Βαλκανικοί και οι Παγκόσμιοι πόλεμοι, ο Εμφύλιος, οι δύσκολες και οι εύκολες στιγμές που έζησαν οι άνθρωποι στις πολλές αλλαγές και ανατροπές του 20ού αιώνα.
Ενας Σουλιώτης, ο Δημήτρης Σούλας, ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού, που αργότερα πέρασε στα χέρια της οικογένειας Παπανικολάου, απόγονος της οποίας είναι η Μάγκυ Κριθαρέλλη, η συγγραφέας της πιο όμορφης βιογραφίας σπιτιού.
Αυτός ο σκελετός σπιτιού, στη σκηνή του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης» περιστρέφεται από τους δύο ηθοποιούς-αφηγητές, την Ελένη Μαβίδου και τον Παύλο Σταυρόπουλο, που ανταποκρίθηκαν με συγκινητική αμεσότητα στους πολλαπλούς ρόλους και στις πολλές διαλέκτους που κλήθηκαν να μεταφέρουν. Γιατί αυτή η βιογραφία είχε πολλές φάσεις, πολλά πρόσωπα, είχε την εμπλοκή των ανθρώπων με τη μεγάλη ιστορία, που έγινε και δική τους προσωπική ιστορία και διαδρομή, είχε χιούμορ, είχε νοσταλγία, είχε τρυφερότητα, είχε εύστοχες επισημάνσεις του καινούργιου που ερχόταν κάθε τόσο -είτε αυτό ήταν το ραδιόφωνο, είτε το πικάπ, είτε το ηλεκτρικό ψυγείο. Πολλά σκηνικά αντικείμενα!
Μόνο που όλα αυτά αναπαραστήθηκαν, με τον τρόπο του παραμυθιού, της παιδικότητας και της θεατρικότητας (από τον Ανδρέα Γεωργιάδη που έκανε εξαιρετική δουλειά στα σκηνικά), με όλα αυτά τα αντικείμενα να είναι μεταλλικές απομιμήσεις μικρού μεγέθους. Και τα φώτα του Τάσου Παλαιορούτα, τα ανέδειξαν όλα στο μέγεθός τους. Είτε μπροστά είτε πίσω από εκείνον τον «τοίχο»-λινάτσα. Και κάποιες στιγμές, όταν όλα γίνονταν πίσω από τη λινάτσα, κι εμείς βλέπαμε τις φιγούρες των ηθοποιών, συνομιλούσαμε και με τον μαγικό κόσμο του θεάτρου σκιών.
Ολα αυτά τα εμπνεύστηκε, τα ενορχήστρωσε, τα διηύθυνε και τα ολοκλήρωσε ο Θοδωρής Γκόνης, σε μια από τις πιο ευαίσθητες και πλήρεις δουλειές του. Δεν βρήκα πουθενά στο πρόγραμμα ποιος επιμελήθηκε τη μουσική, αλλά ήταν κι αυτή πολύ εύστοχη, και έγινε μέρος της παράστασης σε αρκετές στιγμές. Ο Θοδωρής Γκόνης συνεργάστηκε με τον Πάνο Δεληνικόπουλο και την Κατερίνα Λιάτσου στη διασκευή του κειμένου της παράστασης, είχε στη συνδρομή του Στράτου Καλαφάτη (στη φωτογραφία ασφαλώς -εγγύηση).
Το θερμότατο χειροκρότημα, τα κρυφά νοήματα των θεατών στο τέλος της παράστασης (που αναζητούσαν κι άλλα μάτια για να ακουμπήσουν τη δική τους απόλαυση και μαγεία) ήταν ο αδιάψευστος μάρτυρας για μια από τις ωραιότερες παραστάσεις που έχουμε δει από θέατρο της περιφέρειας. [Στο ίδιο μήκος κύματος, της ίδιας αντίληψης, ήταν και η παράστασή της Γεωργίας Μαυραγάνη, «Από πρώτο χέρι» και από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, που είχαμε δει πριν λίγα χρόνια. Για να μην τα ξεχνάμε].
Προφανώς είναι δύσκολο για τις παραστάσεις της περιφέρειας να έρχονται στην Αθήνα να βλέπουμε κάποιες δουλειές που είναι ξεχωριστές. Θα ήταν καλό να βλέπαμε περισσότερες. Θα ήταν καλό τα αθηναϊκά θέατρα να έδιναν χώρο και αίθουσες και κίνητρα και στους ανθρωπους που κάνουν μερικά ξεχωριστά πράγματα εκτός των τειχών. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα αν αυτή την παράσταση έχει την ευκαιρία να τη δει μεγαλύτερο κοινό, σε μια αθηναϊκή αίθουσα για περισσότερες παραστάσεις.