Η λογοτεχνία του φανταστικού δεν έπαψε ποτέ να χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση του οικείου με το ανοίκειο, το αναμενόμενου με το απρόσμενο, του φυσιολογικού με το αφύσικο, του λογικού -εν τέλει- με το ανορθόδοξο και το παράξενο. Και αυτή η συγκρουσιακή τάση, σχετίζεται -με τη σειρά της- με μία αρχέγονη ανάγκη επαναδημιουργίας του κόσμου – πάντα με τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Πάντως, οι καταβολές του «φανταστικού» πρέπει να αναζητηθούν στην προϊστορία του ανθρώπου και συνδέονται με το στοιχείο του τερατώδους που χαρακτήριζε το περιβάλλον του – γιγάντια ζώα, οικολογικές ανακατατάξεις, ανεξήγητα ουράνια φαινόμενα. Μέσα σε αυτό το ακατανόητο περιβάλλον ο άνθρωπος -ήδη από τα προϊστορικά χρόνια- αδυνατώντας να δώσει λογικές εξηγήσεις σε όσα τον ξεπερνούσαν, επιστράτευε τη φαντασία του για να δώσει ένα σχήμα και κάποιο νόημα στην αλλόκοτη καθημερινότητά του.
«Στον ουρανό και τη γη υπάρχουν ασύλληπτες δυνάμεις», λέει ο Σαίξπηρ στον «Αμλετ». Πράγματι, αυτές οι δυνάμεις είναι που δίνουν υπόσταση στο φανταστικό και το προσδιορίζουν ως είδος: Στοιχειά, όνειρα, οιωνοί, μαγεία, μάσκες, καθρέφτες, αλλοπρόσαλλες επιστημονικές ανακαλύψεις και, κυρίως, η ενσάρκωση του κακού, κατέχουν περίοπτη θέση. Και, βέβαια, το «φανταστικό» εμφανίζεται δυναμικά σε περιόδους που παρατηρούνται ρήγματα και αναταραχές -πόλεμοι, ασθένειες, κρίσεις- με τη φανταστική λογοτεχνία να μην είναι παρά μια αντανάκλαση της εκάστοτε κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Αλίμονο, όμως, μία πραγματικότητα ιδωμένη μέσα από ένα παραμορφωτικό κάτοπτρο.
Άλλωστε, αυτή είναι και η γοητεία της: Οι θαυμαστοί και συχνά τρομακτικοί και επιβλητικοί κόσμοι είναι ο πραγματικός θρίαμβος της δημιουργικής φαντασίας. Από τη λογοτεχνία του φανταστικού ίσως είναι το γοτθικό μυθιστόρημα που κατάφερε να δημιουργήσει -με τέτοια επινοητικότητα- ένα απολύτως πειστικό, ευφάνταστο σκηνικό σκοτεινότητας και τρόμου. Πρόκειται για ρομαντικά αφηγήματα -κυρίως του 18ου αιώνα- τα οποία διαπνέονται από μυστηριακή ατμόσφαιρα με ευδιάκριτα στοιχεία του υπερφυσικού – φαντάσματα, βρυκόλακες, δαίμονες και μάγισσες.
Εάν υπάρχει ένα εμβληματικό γοτθικό μυθιστόρημα, δεν μπορεί να είναι άλλο από τον «Καλόγερο» (1796) του Mάθιου Γκρέγκορι Λιούις – ένα φαντασμαγορικό και ενίοτε αποτροπιαστικό έργο, που χαρακτηρίστηκε στην εποχή του βλάσφημο και ανήθικο. Θα ακολουθήσουν κλασικά συναφή έργα – όπως ο «Δράκουλας» (1897) του Mπραμ Στόουκερ που έμελλε να εκσυγχρονίσει τις παλιές ιστορίες με θέμα τα βαμπίρ και οι ιστορίες φαντασίας, τρόμου και φρίκης -μεταξύ άλλων- του Άρθουρ Mάχεν, του Σέρινταν Λε Φανού, του Xάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, με τον τελευταίο να αναδεικνύει όσο ελάχιστοι τη νοσηρή γοητεία του μακάβριου.
Παράλληλα, τα εφιαλτικά κείμενα του ιδιοφυούς Έντγκαρ Άλαν Πόε, οι ασυνήθιστα οξυδερκείς επιστημονικές προσεγγίσεις του Ιουλίου Βερν στη μυθοπλασία, καθώς και ο εκμοντερνισμός των αρχαίων μυθολογικών παραδόσεων από το Λόρδο Ντάνσανι, σχηματοποίησαν -σταδιακά- τη μορφή του φανταστικού και δημιούργησαν ένα ικανό πλαίσιο για την εμφάνιση έργων υψηλής καλλιτεχνικής αξίας.Ώσπου, το 1954 ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν (1892 – 1973) εκδίδει το πιο διάσημο βιβλίο του «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» που του προσδίδει παγκόσμια φήμη και αναγνώριση και το οποίο μαζί με τα συναφή «Σιλμαρίλλιον» και «Το Χόμπιτ» επανεισήγαγαν την φανταστική λογοτεχνία στη σύγχρονη αφήγηση. Τα βιβλία αυτά διαδραματίζονται σε έναν κόσμο επινόησης του συγγραφέα, που συχνά ονομάζεται «Μέση Γη», ο οποίος αναπαριστά τη Μεσαιωνική Ευρώπη, με τη μαγεία όμως να υπάρχει και πέρα από τους ανθρώπους – σε φυλές άλλων μυθικών πλασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, οι πλέον ευκρινείς επιρροές του Άγγλου συγγραφέα στο σχηματισμό του δικής του «Μέσης Γης» εντοπίζονται πέρα από τα προσωπικά του βιώματα, στην ιστορία και τους λαϊκούς θρύλους του Ηνωμένου Βασιλείου, στη Σκανδιναβική μυθολογία, αλλά και στη Βίβλο. Και, ακόμη, ο ίδιος θεωρούσε ότι το έργο του επηρεάστηκε περισσότερο από το επικό ποίημα «Beowulf», το φινλανδικό έπος «Kalevala», καθώς και από τα έργα του Ομήρου. Άλλωστε, η μυθολογία του Βρετανού συγγραφέα είναι γεμάτη από επικούς πολέμους, παράξενα πλάσματα, χαρισματικούς και μισητούς χαρακτήρες, συγκινητικές στιγμές και σκηνές επικού μεγαλείου που εξάπτουν τη φαντασία.
Όσο για το «Η πτώση της Γκoντόλιν» του Τόλκιν, τοποθετείται στις αρχές της Πρώτης Εποχής μέχρι και το 500ό έτος (με τη διαφορά ότι στη μυθοπλασία του Τόλκιν η Πρώτη Εποχή μετριόταν με τα χρόνια των ξωτικών, άρα τα περιστατικά εξελίσσονται στο πέρασμα 5.000 ετών). Η πτώση της ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των δύο ισχυρότερων δυνάμεων στον κόσμο: του έκπτωτου θεού Μόργκοθ, που αντιπροσωπεύει το υπέρτατο κακό, και του θεού Ούλμο, του άρχοντα των υδάτων.
Το κυριότερο μέρος της ιστορίας γράφτηκε από τον ίδιο τον Τζ. Ρ. Τόλκιν όταν ανάρρωνε από τη μάχη του Σομ και ολοκληρώθηκε από τον γιο και επιμελητή του έργου του, Κρίστοφερ. Η πτώση της Γκόντολιν ήταν, σύμφωνα με τον Τόλκιν, «η πρώτη πραγματική ιστορία αυτού του φανταστικού κόσμου», που μαζί με το «Μπέρεν και Λούθιεν» και «Τα παιδιά του Χούριν» θεωρούσε τις τρεις «Μεγάλες ιστορίες των αρχαίων ημερών».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο εισαγωγής στον κόσμο του Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν το οποίο δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να μυηθεί στα ενδότερα της μαγείας ενός ολόκληρου επινοημένου κόσμου, όπου τα πάντα είναι πιθανά – ακόμα και όσα, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται απίθανα…
Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν – «Η πτώση της Γκoντόλιν»
Μετάφραση: Ευγενία Κόλια – Χατζηθανάση
Εικονογράφηση: Λι Άλαν
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες: 362
Βιβλία στη Βιτρίνα
Ρέυμοντ Κάρβερ
«Εκεί που είχαν ζήσει»
Μετάφραση: Άκης Παπαντώνης
(Δίγλωσση έκδοση, ελληνικά – αγγλικά)
Εκδόσεις: Κίχλη
Σελίδες: 224
Ο Ρέυμοντ Κάρβερ, διάσημος κυρίως για τη διεισδυτική και κοφτερή πρόζα των διηγημάτων του, έδειχνε στην ποίηση την ίδια αφοσίωση με την πεζογραφία. Ο Κάρβερ καλλιεργεί ένα είδος ποίησης που στηρίζεται σε ισχυρά βιώματα, είναι συγχρόνως διαυγής και αινιγματική και επιδιώκει συνειδητά την επικοινωνία με τον αναγνώστη. Πρόκειται για ένα γοητευτικό κράμα, στο οποίο βαρύνοντα ρόλο παίζουν η αναμέτρηση με τις πληγές του παρελθόντος, η αναψηλάφηση των οικογενειακών και ερωτικών σχέσεων αλλά και συναισθήματα γλυκόπικρα, όπως η δικαίωση και η δίψα για ζωή μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Την ποίησή του, όπως εξάλλου και τα διηγήματά του, χαρακτηρίζουν η πύκνωση και η μινιμαλιστική αποτύπωση στιγμών και καταστάσεων. Η παρούσα ανθολογία αποτελείται από 57 ποιήματα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα και ποιητή.
Νίκος Βατόπουλος
«Στο βάθος του αιώνα – Ένα αφήγημα για την Αθήνα»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 280
Αναμνήσεις, βιώματα, άνθρωποι, βιβλία, κτίρια… Σε αυτό το προσωπικό αφήγημα, ο Νίκος Βατόπουλος ξετυλίγει έναν χάρτη μέσα από τη ροή μιας συνειρμικής γραφής και μας οδηγεί σε μια αστική πατριδογνωσία που είναι παράλληλα και μια σπουδή πάνω στους κύκλους του χρόνου και τη δύναμη της μνήμης. Συνθέτει σταδιακά μια εναλλακτική θεώρηση της Αθήνας των τελευταίων δεκαετιών, με στοιχεία βιογραφίας, προσωπικής και αστικής, παραδίδοντάς μας ένα υβριδικό χρονικό.
Jean – Patrick Manchette
«Νεκροτομείο πλήρες»
Μετάφραση: Κώστα Καλφόπουλου
Εκδόσεις Άγρα
Σελίδες: 288
Η αστυνομία βρίσκεται παντού. Ακόμα και στη δουλειά του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Στη ζωή του σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων, στην πλήξη της σωματικής άσκησης, όταν διώχνει ευγενικά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και όταν απλώνει στην κουζίνα του, πάνω από το νεροχύτη, μερικά ρούχα να στεγνώσουν. Και η συνηθισμένη καθημερινότητα παρασύρεται και μετατρέπεται σε φυλετικό μένος και οδηγεί σε αλυσιδωτές δολοφονίες μόλις ο ντετέκτιβ Εζέν Ταρπόν εμπλέκεται παρά τη θέλησή του στη διάσωση ενός ορφανού. Ο «βασιλιάς του γαλλικού νουάρ μυθιστορήματος δημιουργεί μία αφήγηση που αναδεικνύει μια ομορφιά σκοτεινή και τραγική.
Σταύρος Χριστοδούλου
«Τρεις σκάλες ιστορία»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 386
Οι ανεπούλωτες πληγές της κυπριακής τραγωδίας του 1974 είναι η αφετηρία του βιβλίου «Τρεις σκάλες ιστορία» που αφηγείται μια «μικρή» ανθρώπινη ιστορία, εγκιβωτισμένη στη «μεγάλη» -και ανείπωτη- Ιστορία. Μετά την εισβολή, η δεκαοχτάχρονη Χλόη παραμένει για τρεις μήνες «εγκλωβισμένη» με τη μητέρα της στο εξοχικό τους, στη Λάπηθο, όπου βιάζεται κατ’ εξακολούθηση από έναν νεαρό Τούρκο. Το κορίτσι μένει έγκυος, αλλά, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, αποφασίζει να γεννήσει το παιδί. Σαράντα τρία χρόνια μετά, η Χλόη Αρτεμίου αποφασίζει να αντικρίσει κατάματα τους εφιάλτες της.